Της Χριστίνας Σεφθελή,
Δικαστήρια
Κατά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., στην Αθήνα υπήρχαν τρία δικαστήρια. Αυτά ήταν ο Άρειος Πάγος, η Ηλιαία και τα φονικά δικαστήρια.
Ο Άρειος Πάγος ήταν το αρχαιότερο δικαστήριο στην Αθήνα. Στον Άρειο Πάγο εκδικάζονταν, κυρίως, υποθέσεις ανθρωποκτονιών. Το όνομά του το πήρε από τον θεό Άρη, ο οποίος δικάστηκε εκεί για τον φόνο του γιου τού Ποσειδώνα. Κατά την κλασική περίοδο, τα στελέχη του ήταν άνδρες οι οποίοι είχαν διατελέσει κάποιο από τα αξιώματα των εννέα αρχόντων. Συνεδρίαζε στον λόφο απέναντι από την Ακρόπολη.
Η Ηλιαία ήταν το κυριότερο δικαστήριο στην Κλασική Αθήνα. Στην Ηλιαία, υπήρχαν πολλές ομάδες δικαστών, οι οποίοι δίκαζαν διαφορετικές υποθέσεις, ανάλογα με τον αξιωματούχο που τις εισήγαγε. Κατά τα μέσα του Ιουλίου, επιλέγονταν με κλήρωση 6.000 δικαστές. Από κάθε φυλή της Αθήνας επιλέγονταν 600 δικαστές. Για να γίνει κάποιος δικαστής, θα έπρεπε να είναι πάνω από 30 ετών, Αθηναίος πολίτης και να μην έχει στερηθεί ποτέ τα πολιτικά του δικαιώματα. Κλήρωση δεν γινόταν μόνο για τους δικαστές, αλλά και για το δικαστήριο που θα αναλάμβαναν. Αυτό γινόταν για να διασφαλιστεί η αμεροληψία των δικαστών. Οι δικαστές, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, ορκίζονταν ότι θα βγάλουν δίκαιη ετυμηγορία. Συνήθως, η Ηλιαία στελεχώνονταν από ηλικιωμένους και άτομα χαμηλής κοινωνικής τάξης. Αυτό γινόταν κυρίως επειδή υπήρχε αποζημίωση περίπου 2-3 οβολοί. Η Ηλιαία συνεδρίαζε όλο τον χρόνο, εκτός από τις 4 τελευταίες μέρες του μήνα, όταν συνεδρίαζε η Εκκλησία του δήμου, καθώς και στις δημόσιες εορτές. Συμπερασματικά, δεν συνεδρίαζε περίπου 100 μέρες τον χρόνο. Η ένορκοι εφοδιάζονταν με δύο ψήφους, μία αθωωτική και μία καταδικαστική. Ο ένορκος έριχνε την ψήφο του σε έναν αμφορέα και σε περίπτωση ισοψηφίας, ο κατηγορούμενος αθωώνονταν, έχοντας την ψήφο της Θεάς Αθηνάς.
Τα φονικά δικαστήρια στην Αθήνα ήταν τέσσερα και ασχολούνταν με διαφορετικά είδη ανθρωποκτονίας το καθένα. Τα ονόματά τους είναι τα εξής: Εν Πρυτανείω, Εν Φρεαττοῖ, Εν Παλλαδίω, Εν Δελφινίω. Αρχικά, το Εν Παλλαδίω, εκδίκαζε υποθέσεις φόνου Αθηναίου εξ αμελείας, φόνου ξένου, δούλου ή μετοίκου, απόπειρες φόνου και ακούσιες ανθρωποκτονίες. Το Εν Δελφινίω, εκδίκαζε υποθέσεις, στις οποίες ο κατηγορούμενος θεωρούσε ότι λειτούργησε σύμφωνα με τον νόμο. Αυτές θεωρούνταν οι περιπτώσεις μοιχού ή κλέφτη, σε περίπτωση πολέμου και σε αυτοάμυνα. Το Εν Πρυτανείω, εκδίκαζε υποθέσεις φόνου από ξύλο, σίδερο ή πέτρα ή ενός δράστη ο οποίος αγνοούνταν, καθώς και περιπτώσεις όπου κάποιο ζώο θεωρούνταν δράστης. Το Εν Φρεαττοῖ, τέλος, καταδίκαζε όσους βρίσκονταν στην εξορία, λόγω ακουσίου φόνου, οι οποίοι κατηγορούνταν ξανά για φόνο εκ προμελέτης.
Αποδέκται
Οι αποδέκτες στην Αθήνα, ήταν ένα συμβούλιο υπαλλήλων, οι οποίο λάμβαναν τα δημόσια έσοδα και αυτά που προορίζονταν για τα θησαυροφυλάκια των ναών. Ήταν 10 στον αριθμό και αυτό γιατί κληρώνονταν ένας από κάθε φυλή, καθώς η Αθήνα χωρίζονταν σε δέκα φυλές.
Τελώναι
Για να εισπράξει το κράτος τους φόρους άμεσα, εκμίσθωνε ιδιώτες. Αυτοί ονομάζονταν τελῶναι. Η διαδικασία είσπραξης των φόρων γινόταν ως εξής: οι τελώνες προπλήρωναν το ποσό που έπρεπε να εισπράξουν και στη συνέχεια, εισέπρατταν τους φόρους από τους πολίτες. Οι φόροι εισπράττονταν συνήθως μεμονωμένα, ενώ στους μεγάλους φόρους, δεν εμφανιζόταν μόνο ένας τελώνης, αλλά μεγάλες εταιρείες οι οποίες είχαν ως επικεφαλής τον τελωνάρχη. Για να συμμετάσχει κάποιος στους δημόσιους διαγωνισμούς και να γίνει τελώνης, έπρεπε να καταβάλει στο κράτος μεγάλες χρηματικές εγγυήσεις. Αυτό γινόταν για να υπάρχει σιγουριά για την είσπραξη των φόρων από το κράτος.
Δήμοι
Ο δήμος στην Κλασική Αθήνα ήταν η πλειοψηφία των πολιτών, δηλαδή οι μικρομεσαίοι, οι έμποροι και οι άνεργοι. Η ανώτερη τάξη, όμως, έβλεπε ανταγωνιστικά αυτό το κοινωνικό στρώμα, διότι αριθμητικά ήταν περισσότεροι. Οι δήμοι δημιουργήθηκαν από τον Κλεισθένη, ο οποίος χώρισε την Αθήνα σε δέκα φυλές που πήραν τα ονόματά τους από σημαντικούς ήρωες της πόλης, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση του Αιγεύς. Επίσης, χώρισε την κάθε φυλή σε τρία μέρη, τις τριττύες. Αργότερα, όμως, χώρισε τις τριττύες ανά δέκα, δηλαδή δέκα «περί το άστυ», δέκα «παράλιες» και δέκα «μεσόγειες» και τέλος σε κάθε φυλή δόθηκαν με κλήρο τρεις τρυττείες από κάθε τομέα. Η λέξη δήμος, όμως, συχνά παρέπεμπε στην εκκλησία του δήμου, η οποία ήταν και το όργανό του.
Στις συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου, συμμετείχαν όλοι οι Αθηναίοι άνδρες άνω των 20 ετών. Αυτοί ονομάζονταν εκκλησιαστές. Η εκκλησία συνεδρίαζε περίπου σαράντα φορές τον χρόνο, δηλαδή τέσσερεις φορές στη διάρκεια μίας πρυτανείας. Η εκκλησία του δήμου, ψήφιζε τους νόμους, αφού πρώτα είχε πάρει εντολή από τη βουλή των 500. Η ψηφοφορία για τις αποφάσεις των συνελεύσεων, γινόταν με ανάταση των χεριών. Ακόμη, ήταν αρμόδια στις αποφάσεις για το εάν θα υπάρξει πόλεμος ή ειρήνη. Αποφάσιζε για τον αριθμό των ατόμων που θα επιστρατεύονταν σε περιόδους πολέμου, ενώ έπαιρνε επίσης αποφάσεις για θέματα που αφορούσαν την άμυνα στα σύνορα του κράτους και για θέματα του ναυτικού.
Ο θεσμός της διαιτησίας
Η διαιτησία χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: την ιδιωτική και τη δημόσια. Η διαιτητές εκδίκαζαν υποθέσεις, με ποινή προστίμου άνω των 10 δραχμών. Η εκδίκαση των υποθέσεων, κατά την διαιτησία, γινόταν ως εξής: Για αρχή, ο διαιτητής επεδίωκε την συμφιλίωση μεταξύ κατήγορου και κατηγορούμενου και αν δεν πετύχαινε αυτό, προχωρούσαν σε επίλυση της διαφοράς. Η απόφαση του διαιτητή ονομάζονταν δίαιτα και είχε δύο χαρακτηριστικά. Δεν ακολουθούσε τους κανόνες του δικαίου, ενώ έπρεπε να είναι αποδεκτή και από τον κατήγορο και από τον κατηγορούμενο για να είναι τελεσίδικη η απόφαση.
Δίκες
Πολύ σημαντική κρίνεται η ίδια η διαδικασία της δίκης. Δικαστής, μπορούσε να γίνει όποιος Αθηναίος πολίτης είχε περάσει το 30ο έτος της ηλικίας του και δεν είχε στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα. Πριν από κάθε δίκη, κληρώνονταν οι δικαστές, αλλά και τα δικαστήρια στα οποία θα δίκαζε ο καθένας. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλιζόταν το ότι κανένας δεν θα εξαγόραζε τον δικαστή. Το δικαστήριο έπαιρνε το όνομά του ανάλογα με το χρώμα που έχει η είσοδός του. Οι δικαστές κάθονταν σε ξύλινους πάγκους και σε μια ψηλή έδρα στέκονταν ένας από τους εννέα άρχοντες, ο πρόεδρος του δικαστηρίου. Μια αγόρευση διαρκούσε έξι λεπτά και ο χρόνος υπολογιζόταν με κλεψύδρα.
Επιπλέον, η απόφαση του δικαστηρίου, έβγαινε την ίδια μέρα, μετά από ψηφοφορία των δικαστών. Κάθε δικαστής, κρατούσε στα χέρια του δύο ψήφους, μία καταδικαστική και μία αθωωτική. Στη συνέχεια, έριχνε τη μία ψήφο του στη ψηφοδόχο κάλπη και την άλλη σε μια υδρία. Μετά το πέρας της ψηφοφορίας, γινόταν η καταμέτρηση των ψήφων και έβγαινε η τελεσίδικη απόφαση. Όταν το αποτέλεσμα ήταν ισοψηφία, ο κατηγορούμενος αθωώνονταν. Αν όμως ο κατήγορος δεν έπαιρνε το 1/5 των ψήφων, τότε πλήρωνε πρόστιμο 1.000 νομισμάτων και ατιμωνόταν. Αυτό το μέτρο, μείωνε την δικομανία των Αθηναίων, διότι υπήρχε νόμος ότι δικαιούνταν μέρος της δημευμένης περιουσίας των κατηγορούμενων, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος θεωρούνταν ένοχος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παπαδής, Δ. (2009): Αριστοτέλης Αθηναίων Πολιτεία, εκδ. Ζήτρος, Αθήνα
- Σακελλαρίου. (1999): Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο
- Οι Τριάκοντα Τύραννοι, lecturesbureau.gr, διαθέσιμο εδώ
- Σοφία Αδαμ-Μαγνησάλη: Η Διαιτησία: ”Η απονομή της δικαιοσύνης στην Αρχαία Αθήνα”, ekivolos.gr, διαθέσιμο εδώ
- Τα δικαστήρια στην Αρχαία Αθήνα, mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ
- Φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί στην Αρχαία Αθήνα, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ