11.3 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ ακυρότητα των συμβάσεων σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα

Η ακυρότητα των συμβάσεων σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα


Της Νικολέτας Παναγιωτοπούλου,

Στον Αστικό Κώδικα (ΑΚ εφεξής) το ζήτημα της ακυρότητας των συμβάσεων κατέχει ιδιαίτερη θέση, καθώς διαμορφώνει το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι πολίτες κι οι επιχειρήσεις μπορούν να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν έγκυρες συμφωνίες. Η ανάλυση της ακυρότητας εστιάζει στην ασφάλεια των συναλλαγών, στην προστασία των δικαιωμάτων των μερών και στον καθορισμό της νομικής συνέπειας σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του δικαίου. Τα άρθρα 174-180 ΑΚ περιγράφουν τους όρους υπό τους οποίους μια σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί άκυρη, ορίζοντας συγκεκριμένα κριτήρια για την ακυρότητα και τις συνέπειες αυτής.

Η ακυρότητα, λοιπόν, μιας σύμβασης σημαίνει ότι αυτή θεωρείται ανυπόστατη από τη στιγμή της κατάρτισής της, σαν να μην είχε, δηλαδή, ποτέ συντελεστεί. Σε αντίθεση με την ακυρωσία, κατά την οποία η σύμβαση θεωρείται, αρχικά, ισχυρή αλλά μπορεί να ακυρωθεί εκ των υστέρων, η ακυρότητα καθιστά το συμβατικό κείμενο εξαρχής άκυρο, χωρίς να παράγει νομικά αποτελέσματα. Οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αναφέρονται στην ακυρότητα επικεντρώνονται σε παράγοντες όπως η νομιμότητα του σκοπού, η ηθική υπόσταση κι η συμμόρφωση με τις γενικές αρχές του δικαίου.

Σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, μια σύμβαση είναι άκυρη όταν το περιεχόμενό της είναι παράνομο. Η παρανομία μπορεί να αναφέρεται είτε στο σκοπό της σύμβασης, είτε στις υποχρεώσεις που επιβάλλει στα μέρη. Ο παράνομος χαρακτήρας μπορεί να προκύψει από τη σύγκρουση με τους ισχύοντες νόμους, τις συνταγματικές διατάξεις ή τους κανόνες δημόσιας τάξης. Για παράδειγμα, μια σύμβαση που αφορά στη διάπραξη εγκληματικής πράξης, όπως η εμπορία παράνομων ουσιών, είναι εξ αρχής άκυρη, καθώς αντιβαίνει στο Ποινικό Δίκαιο.

Σε υποθέσεις που το περιεχόμενο μιας σύμβασης παραβιάζει το νόμο, τα δικαστήρια τείνουν να διαπιστώνουν την ακυρότητα ανεξάρτητα από τη γνώση των μερών για την παρανομία. Στην απόφαση 1879/2019 του Αρείου Πάγου, επισημάνθηκε ότι δεν απαιτείται οι συμβαλλόμενοι να γνωρίζουν ή να αποδέχονται την παρανομία για να διαπιστωθεί η ακυρότητα. Επομένως, η παρανομία αποτελεί έναν απόλυτο λόγο ακυρότητας που μπορεί να επικαλεστεί οποιοδήποτε από τα μέρη ή ακόμα και τρίτοι που έχουν έννομο συμφέρον.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Savvas Stavrinos

Το άρθρο 178 ΑΚ καθορίζει ότι μια σύμβαση είναι άκυρη εάν το περιεχόμενό της αντίκειται στα χρηστά ήθη. Τα χρηστά ήθη αποτελούν μια ευρεία έννοια, που περιλαμβάνει τις κοινωνικές και ηθικές αξίες της εποχής, όπως αυτές διαμορφώνονται σε σχέση με την αξιοπρέπεια, την καλή πίστη και τη δημόσια τάξη. Μια σύμβαση που παραβιάζει τις αρχές αυτές θεωρείται άκυρη, καθώς δεν είναι αποδεκτή από την κοινωνική ηθική.

Παραδείγματα ανήθικων συμβάσεων περιλαμβάνουν συμβάσεις που εξαναγκάζουν ένα μέρος σε υπέρμετρα επαχθείς υποχρεώσεις ή εκμεταλλεύονται την αδυναμία του άλλου μέρους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ανήθικης σύμβασης είναι αυτή που επιβάλλει υπέρογκους τόκους σε δάνειο, γεγονός που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας των μερών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ακυρότητα της σύμβασης έχει ως στόχο την προστασία των ασθενέστερων μερών και την εξασφάλιση της κοινωνικής ισότητας.

Ένα από τα σημαντικότερα σημεία που αξίζει επισήμανσης στην ερμηνεία του Αστικού Κώδικα είναι η διάκριση μεταξύ ακυρότητας κι ακυρωσίας. Η ακυρότητα είναι απόλυτη και σημαίνει πως η σύμβαση είναι εξ αρχής άκυρη, ενώ η ακυρωσία είναι σχετική και μπορεί να ζητηθεί από το μέρος που επηρεάζεται αρνητικά από τη σύμβαση. Στην περίπτωση της ακυρωσίας, η σύμβαση θεωρείται αρχικά έγκυρη, αλλά μπορεί να προσβληθεί και να ακυρωθεί σε μετέπειτα χρόνο. Για να γίνω, όμως, πιο συγκεκριμένη, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση σύμβασης που έχει συναφθεί υπό πλάνη, απάτη ή απειλή (άρθρα 140-150 ΑΚ). Εδώ, η σύμβαση δεν είναι αυτοδικαίως άκυρη, αλλά το ζημιωθέν μέρος μπορεί να αιτηθεί την ακύρωσή της, εφόσον αποδείξει ότι παραπλανήθηκε κατά την κατάρτιση της συμφωνίας. Αντιθέτως, η ακυρότητα λόγω παράνομου ή ανήθικου σκοπού είναι άμεση και δεν απαιτεί την ενεργοποίηση κάποιου από τα μέρη για να διαπιστωθεί.

Η ακυρότητα μιας σύμβασης έχει σημαντικές νομικές συνέπειες. Καθώς θεωρείται ότι η σύμβαση δεν υπήρξε ποτέ, κανένα από τα μέρη δεν έχει δικαίωμα να αξιώσει την εκπλήρωση των όρων της. Επιπλέον, κάθε παροχή που έχει γίνει με βάση την άκυρη σύμβαση πρέπει να επιστραφεί. Αυτό αναφέρεται στη νομική έννοια της «αποκατάστασης της προηγούμενης κατάστασης» (restitutio in integrum), δηλαδή της αποκατάστασης των μερών στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιστροφή των παροχών δεν είναι εφικτή, όπως όταν η παροχή αφορά υπηρεσίες ή αγαθά που έχουν ήδη καταναλωθεί, με τα δικαστήρια να μπορούν να διατάξουν την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης για την κάλυψη της ζημίας που υπέστη το μέρος που ζημιώθηκε.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Sora Shimazaki

Συνάγεται, επομένως, αβίαστα πως η ακυρότητα των συμβάσεων αποτελεί θεμελιώδη έννοια στον ελληνικό Αστικό Κώδικα, εξασφαλίζοντας ότι οι συναλλαγές δεν παραβιάζουν τις αρχές τής νομιμότητας και της ηθικής. Δεν πρόκειται, συνεπώς, απλώς για ένα τεχνικό εργαλείο δικαίου, αλλά για έναν θεσμό που θωρακίζει τη δικαιοσύνη και την ισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων, προστατεύοντας τα δικαιώματα των ασθενέστερων κι αποτρέποντας την καταχρηστική εκμετάλλευση. Η ακυρότητα διασφαλίζει την ιδιωτική αυτονομία, αν κι ελευθερία στη σύναψη συμβάσεων, πρέπει πάντα να υπόκειται στους κανόνες του δικαίου και της κοινωνικής ευταξίας, δημιουργώντας ένα δίκαιο και σταθερό πλαίσιο συναλλαγών, στο οποίο εξασφαλίζεται πως οι συναλλαγές δεν στηρίζονται σε «πήλινα πόδια», αλλά πάνω σε στέρεες βάσεις δικαιοσύνης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2019.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νικολέτα Παναγιωτοπούλου, Υπεύθυνη Διόρθωσης
Νικολέτα Παναγιωτοπούλου, Υπεύθυνη Διόρθωσης
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σπάρτη και πλέον σπουδάζει στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Το ενδιαφέρον της έχει συλλάβει ο Ιδιωτικός τομέας Δικαίου. Σκοπός της μέσα από την αρθρογραφία είναι η ενημέρωση των πολιτών για νομικές έννοιες και προβλήματα με απλό και κατανοητό τρόπο, καθιστώντας τους πιο συνειδητοποιημένους για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.