21 C
Athens
Τετάρτη, 16 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΟι «τρύπες» στις προστατευτικές εμπορικές πολιτικές: Το παράδειγμα των ΗΠΑ

Οι «τρύπες» στις προστατευτικές εμπορικές πολιτικές: Το παράδειγμα των ΗΠΑ


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Ρίχνοντας μια ματιά στο παρελθόν, εστιάζοντας στις εμπορικές πολιτικές που επικρατούσαν, εν γένει, στα περισσότερα (Δυτικά) κράτη, παρατηρείται ένας ατέρμονος κύκλος μεταξύ προστατευτισμού και ελεύθερου εμπορίου στην ευρύτερη οικονομική τους πολιτική. Η εναλλαγή αυτή συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις γεωπολιτικές εντάσεις, την οικονομική ευημερία, την πολιτική κατάσταση και τα (βραχυπρόθεσμα κυρίως) αποτελέσματα της τελευταίας εμπορικής πολιτικής που είχε υιοθετηθεί από την εκάστοτε Κυβέρνηση.

Προφανώς, καίριος παράγοντας για την εμπορική πολιτική που θα ακολουθήσει μια χώρα, αποτελεί και η ευρύτερη τάση των υπόλοιπων εμπορικών της εταίρων. Αν ένας εμπορικός εταίρος αυξάνει τους δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα ή θέτει άμεσα περιορισμούς στο τι εισέρχεται και εξέρχεται στην οικονομία, ωθεί τον εκάστοτε αντισυμβαλλόμενο σε αντίστοιχου τύπου πολιτικές, για να περιορίσει το κόστος μια τέτοιας ενέργειας, εφόσον δεν υπάρχει άμεση εναλλακτική.

Η εγχώρια και διεθνής εμπορική πολιτική βασιζόταν πάντα σε έναν βαθμό αυτοσυγκράτησης. Υπήρχε μια άτυπη συμφωνία χρήσης «παραθύρων» για εφαρμογή προστατευτικών πολιτικών στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, μόνο σε επιτακτικές περιστάσεις, χωρίς, τυπικά, να παραβιάζονται οι κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου περί ελεύθερου εμπορίου. Αυτό, βέβαια, απωθεί τις Κυβερνήσεις να προβούν σε ακραιότητες, όταν υιοθετούν πιο προστατευτικές πολιτικές.

Την τρέχουσα περίοδο, έπειτα από μια τουλάχιστον δεκαετία ανάπτυξης του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης, με τις γεωπολιτικές εντάσεις να κλιμακώνονται και τον πληθωρισμό των προηγούμενων ετών, από τις ελλείψεις στην προσφορά αγαθών και τα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων, να έχουν ωθήσει τις περισσότερες κυβερνήσεις να προβούν σε πολιτικές προστατευτισμού, με σκοπό την εθνική επάρκεια σε βασικά αγαθά και την απεξάρτηση από αφερέγγυους εμπορικούς εταίρους.

Γενικότερα, ο προστατευτικές πολιτικές στο εμπόριο (και όχι μόνο) αποτελούν την εύκολο λύση για σχετικά προβλήματα, καθώς πραγματοποιείται μια άμεση και προφανής παρέμβαση του κράτους (κάτι που μπορούν να διακρίνουν οι ψηφοφόροι) και συνήθως, σε βραχυπρόθεσμο (και ίσως μεσοπρόθεσμα) ορίζοντα αποφέρουν καρπούς, ενώ, παράλληλα, ικανοποιούν τις απαιτήσεις από ομάδες πίεσης παραγωγών και επαγγελματιών, καθώς ο προστατευτισμός τους ευνοεί (μειώνει τον εξωτερικό ανταγωνισμό και αυξάνει τις εγχώριες τιμές).

Ας πάρουμε ως παράδειγμα, τη δεδομένη περίοδο, τις ΗΠΑ, οι οποίες παρότι θεωρούνται ως υπέρμαχες της «ελεύθερης αγοράς» και του καπιταλισμού, ιστορικά υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό προστατευτικές εμπορικές πολιτικές. Με την πολιτική κατάσταση, μάλιστα, να είναι τεταμένη στη χώρα, οι Αμερικανοί πολιτικοί καταφεύγουν όλο και πιο εύκολα σε δασμούς. Από την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων, και πιο συγκεκριμένα των «Τραμπικών», το φαινόμενο είναι πιο έντονο, αλλά και από την πλευρά των Δημοκρατικών (λιγότερο των πιο κεντρώων) υιοθετούνται παρόμοιες απόψεις. Και πάντα, ο πραστατευτισμός εστιάζει, κυρίως, απέναντι σε προϊόντα που εισάγoνται από την Κίνα.

Πηγή εικόνα: jcomp / Freepik

Οι λόγοι στους οποίους στηρίζονται προστατευτικές εμπορικές πολιτικές, και πιο συγκεκριμένα, οι δασμοί είναι εύκολο να καταρριφθούν, τόσο βάσει λογικής όσο και εμπειρικά, με ιστορικά στοιχεία. Νούμερο ένα λόγος για αύξηση των δασμών αποτελεί η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και, κατ’ επέκταση, της οικονομίας. Με αυτόν τον τρόπο, εξισορροπείται, επίσης, το εμπορικό ισοζύγιο και σταδιακά μπορεί να διαμορφωθεί μια χώρα παραγωγών αντί καταναλωτών. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι οι γενικοί δασμοί παρέχουν μια τέτοια άνοδο στην παραγωγή. Το μερίδιο των εργοστασιακών θέσεων εργασίας στην αμερικανική οικονομία έχει πράγματι μειωθεί από τότε που ο Trump εισήγαγε για πρώτη φορά δασμούς ως Πρόεδρος το 2018. Μια εξήγηση είναι ότι, παρόλο οι δασμοί μπορεί να αποθάρρυναν ορισμένες εισαγωγές, πιθανότατα επιβάρυναν και την αμερικανική παραγωγή. Στον βαθμό που οι εγχώριες επιχειρήσεις αντικαθιστούν τις αντίστοιχες ξένες αντλούν σπάνιους πόρους –τόσο κεφάλαιο όσο και εργασία– μακριά από ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και τις ωθούν προς πιο προστατευμένες. Αυτά τα μειονεκτήματα θα ήταν πιο ακραία στην περίπτωση των καθολικών δασμών, ειδικά εάν ο Trump επιλέξει έναν έως και 20%, όπως έχει προτείνει, επαναφέροντας την Αμερική στα επίπεδα δασμών της εποχής της Ύφεσης.

Μια δεύτερη στήριξη για τους δασμούς είναι ότι μπορούν να αυξήσουν τα έσοδα για το κράτος, που θα χρηματοδοτούν δημοσιονομικά ελλείμματα και θα διευκολύνουν την εφαρμογή πολιτικών για μειώσεις φόρων. Η Αμερική εισήγαγε προϊόντα αξίας περίπου $ 3 τρις πέρυσι. Φαινομενικά, ο γενικός δασμός 20% που θέλει να εισάγει o Trump μπορεί να αυξήσει περίπου $ 600 δις ετησίως. Ωστόσο, όταν οι δασμοί αυξάνονται, οι εισαγωγές μειώνονται, περιορίζοντας τα πιθανά κρατικά έσοδα. Επιπλέον, τα αντίποινα από τις ξένες κυβερνήσεις θα ενίσχυαν τα προβλήματα για τους εγχώριους παραγωγούς που αντιμετωπίζουν υψηλότερες τιμές των εισροών. Μάλιστα, αν επεκταθεί σε εμπορικό πόλεμο, όπως αποσκοπεί ο Trump με την Κίνα, μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε απώλεια ΑΕΠ.

Ακόμα ένας λόγος για την εφαρμογή/ αύξηση των δασμών η αύξηση της διαπραγματευτικής ισχύς μια χώρας σε εμπορικούς όρους. Αν εξετάσουμε το παράδειγμα του διμέτωπου ΗΠΑ-Κίνας, με τη δεύτερη, παρά τις πιέσεις, έχει καταφέρει να γίνει εξαγωγική δύναμη. Ο ισχυρισμός των δασμών ως μόχλευσης έρχεται σε αντίθεση με τα επιχειρήματα ότι ενισχύουν τόσο τη μεταποίηση όσο και τα κρατικά έσοδα. Εάν οι δασμοί χρησιμοποιούνται απλώς ως διαπραγματευτική μόχλευση, η συνέπεια είναι ότι η Αμερική θα πρέπει να τους μειώσει όταν επιτευχθούν εμπορικές συμφωνίες.

Επιπρόσθετα, οι υπέρμαχοι του προστατευτισμού υποστηρίζουν πως οι δασμοί μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες εθνικής ασφάλειας. Όταν πρόσφατα αύξησε τις εισφορές σε κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα, ημιαγωγούς και ηλιακές μονάδες, η Κυβέρνηση Biden είπε ότι η επιρροή της Κίνας σε τέτοιες βιομηχανίες δημιούργησε σοβαρούς κινδύνους για την οικονομική ασφάλεια της Αμερικής. Η Αμερική και άλλες χώρες έχουν λόγους να ανησυχούν για την κινεζική κυριαρχία στις κρίσιμες τεχνολογίες, κυρίως λόγω της προθυμίας της Κίνας να μπλοκάρει τις εξαγωγές κατά τη διάρκεια διεθνών διαφωνιών. Αλλά η χρήση δασμών για στόχους εθνικής ασφάλειας δημιουργεί προβλήματα. Η επίκληση της ασφάλειας γίνεται μια βολική δικαιολογία για προστατευτισμό, όπως όταν η κυβέρνηση Trump επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από την ΕΕ και την Ιαπωνία.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.