Του Δημήτρη Κυριαζή,
Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα της τρέχουσας επικαιρότητας, κρίνεται σκόπιμο— κατά τη γνώμη μου— να γίνει ένας σχολιασμός και να ανοίξει μια συζήτηση που να θίγει και να καυτηριάζει και τις ίδιες τις κριτικές που ασκούνται πάνω στις τρέχουσες εξελίξεις. Μια κατάσταση διαρκώς κλιμακούμενη στη Μέση Ανατολή, με τον πόλεμο να συναντά και να βομβαρδίζει —κυριολεκτικά και μη— κάθε αφήγημα περί αποκλιμάκωσης και σταθεροποίησης της υπάρχουσας κατάστασης, βγάζοντας τα γυαλιά στους αισιόδοξους αναλυτές και δημοσιογράφους. Τέτοιες αναλύσεις και ειδησεογραφία —που ξεπερνά τα όρια της προπαγάνδας— πυροδοτούν έντεχνα πολιτικά πάθη στην επίκληση και αναφορά των οποίων ασκείται η mainstream κριτική στον πόλεμο στην περιοχή και οικοδομούνται οι διαιρετικές τομές.
Μέσα όμως σε όλο αυτό το αφήγημα της κριτικής του πολέμου, που κατά κανόνα γύρω από αυτό συγκροτεί η Αριστερά την ταυτότητά της και την πολιτική της υπόσταση, υποβόσκει μια δομική αδυναμία της τελευταίας που οδηγεί στην ίδια την αποδόμηση του αφηγήματός της εντέλει.
Τη στιγμή που στον Λίβανο έχουν ξεκινήσει συγκρούσεις και στρατιωτικές επιχειρήσεις και το Ιράν με τη σειρά του δηλώνει και αυτό παρόν στην εξέλιξη της κλιμακούμενης πολεμικής δυναμικής, η πολιτική και κοινωνική μερίδα του «αντισυστημικού» χώρου αναλώνεται σε ανούσιες τυμπανοκρουσίες και πομπώδεις διακηρύξεις που στο κάτω κάτω ίσως και να αποπροσανατολίζουν την προσοχή από το επίδικο σημείο του πολέμου. Ένας χώρος που από τη στιγμή που η διαμάχη έχει τελματώσει αρκετά και στο παιχνίδι έχουν προστεθεί επίσημα νέοι παίχτες, το Ιράν και ο Λίβανος όπως προαναφέρθηκε, μένει κολλημένος σε έναν λόγο πολιτικό που διαφαίνεται μόνο το ζήτημα της Παλαιστίνης και ο αντικυβερνητικός αντιδεξιισμός. Σε κάθε μορφής διαβούλευση, κινητοποίησης και ενέργειας πολιτικής, το ενδιαφέρον εστιάζεται αποκλειστικά και μόνο στο θέμα της Παλαιστίνης και στον πρωθυπουργό του ισραηλινού κράτους, αφήνοντας κυριολεκτικά στο απυρόβλητο τα γεγονότα στις γειτονικές χώρες και τον ρόλο του Ιράν στην όλη διαμάχη, καθώς επίσης και τον ρόλο του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, έχοντας επίσημα κλείσει έναν χρόνο από την έναρξη των εχθροπραξιών στην Μέση Ανατολή, το άλλο επίμαχο ζήτημα του Ουκρανικού περνάει απαρατήρητο και δεν νοιάζει κανέναν.
Δίνεται η εντύπωση της ασύνδετης και της μη αλληλένδετης σχέσης μεταξύ των μετώπων, που για μια αριστερή δομική —κατ΄ επίφαση— ανάγνωση του κόσμου αυτό θεωρείται ανεπίτρεπτο. Όταν δεν σχολιάζονται οι τρέχουσες εξελίξεις σαν ένα σώμα ενιαίο που το κάθε μέτωπο αποτελεί μια επιμέρους έκφανση των ίδιων αιτιών, και απογυμνώνεται και απομονώνεται κάθε περίπτωση από ένα ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, τότε οι πόλεμοι απλά λειτουργούν ως ένα σημείο αναφοράς στο οποίο χτίζουμε την ταυτότητά μας. Καμία νύξη για τον ρόλο της Υπερατλαντικής Συμμαχίας στην όλη υπόθεση, καμία σύνδεση της συλλογιστικής πορείας με τους άλλους πολέμους, καμία νύξη στις ίδιες τις ιδέες που καθορίζουν τη δράση του κάθε υποκειμένου, καμία αναφορά στον ίδιο τον καπιταλισμό. Γενικά, όσες κριτικές ασκούνται απλά έχουν ένα αντιπολεμικό περιεχόμενο, χωρίς να χρωματίζουν τον κόσμο με κάποια δομική θεωρία και εξήγηση. Με τη λογική αυτή καταντάμε απλά να δαιμονοποιούμε –και ορθώς το κάνουμε– χωρίς να υπάρχει αντιπρόταση, χωρίς να δίνονται επαρκείς εξηγήσεις για τα αίτια του πολέμου, παρά μόνο ότι ο Νετανιάχου είναι φασίστας ακροδεξιός. Πέρα από τα αυτονόητα και τους αντικειμενικά προφανείς λόγους που το κράτος του Ισραήλ έχει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης, η ρητορική μίσους κατά του τελευταίου υποδηλώνει μια θεώρηση του κόσμου που η ατομική πρωτοβουλία και ευθύνη είναι η μόνη πηγή του κακού.
Εμμένοντας στην ανάλυση προσώπων, κοινοβουλίων, κομμάτων, παραβλέπεται τελείως το δομικό πλαίσιο που διαμορφώνει αυτές τις συμπεριφορές και τάσεις και βγαίνει από το προσκήνιο η αναστοχαστική λογική, αφού ό,τι και να γίνει πάντα θα φταίει ένας Πούτιν, Χίτλερ, Νετανιάχου. Μια αριστερά επομένως που αποκτά αδομικό και ρευστό χαρακτήρα. Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω, γιατί διαχωρίζονται οι «κριτικές» και «αντισυστιμικές» θεωρήσεις από άλλες προσεγγίσεις που καθιστούν το άτομο καθ΄ αυτό ως τον μοναδικό φορέα των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Ποια είναι τα σημεία εκείνα σε μια αντισυμβατική άποψη σήμερα που τη διαχωρίζουν από μια συμβατική; Ποια η διαφορά σήμερα ανάμεσα σε δύο κυρίαρχες αναγνώσεις του κόσμου τη στιγμή που και οι δύο χρησιμοποιούν παρόμοια ερμηνευτικά εργαλεία στις αναλύσεις τους; Ο πραγματισμός, η άμεση, αδομική και προσιτή στο κοινό απάντηση της δεξιάς αντικρούεται με μια βουλησιαρχική και εξατομικευμένη αριστερά από την οποία η έννοια της κοινωνίας προσεγγίζεται ως ένα συνονθύλευμα ατόμων και με βάση αυτό το σχήμα δίνει και τις ανάλογες απαντήσεις: «Τα αίτια του πολέμου στη Γάζα ευθύνονται στο φασισμό του Νετανιάχου».
Μάλλον σε εποχές «αγώνων» για αναγνώριση ταυτοτήτων και προσδιορισμών και η ταμπέλα της «αριστεράς» παραμένει απλά μια ταμπέλα, παραμένει απλά ένας προσδιορισμός, ένα κοσμητικό επίθετο μπροστά από το κάθε πρόσωπο που την επικαλείται και δεν γίνεται συνείδηση. Διαφαίνεται ένας λόγος φτωχός σε βαθύτερες αναλύσεις ο οποίος λειτουργεί κατ΄ αποκλειστικότητα ως ένας λόγος που αντιτίθεται στην αντίπαλη ιδέα, καθιστώντας τον ανώριμο και πενιχρό ως προς την βαθύτερη ανάλυση του. Αδιανόητο η όλη κατάσταση να στέκεται σε μια ανάλυση που θεωρεί το Ισραήλ την πηγή του κακού, χωρίς να επεξηγεί τις συνεπαγωγές ενός ολόκληρου συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας, το οποίο διαπλάθει τις εκάστοτε «ατομικές» συμπεριφορές.