Του Γιάννη Περγαντή,
Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου βρήκε τον ελληνικό χώρο διαιρεμένο σε 2 μέρη: την νικήτρια Σπάρτη με τους συμμάχους της και την ηττημένη Αθήνα, με όλα όσα μπόρεσε να προστατεύσει από το έλεος της Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Η Σπάρτη, αναδειχθείσα ως η ηγεμονική δύναμη έναντι των υπόλοιπων πόλεων-κρατών, προσπάθησε να επιβάλει τη εξουσία της στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χώρου, προκαλώντας την οργή και επαγρύπνηση εχθρών αλλά και συμμάχων. Η προσπάθεια αυτή της Σπάρτης να επιβληθεί επί των πάντων, καθώς και η φιλόδοξη της εκστρατεία κατά των Περσών, άναψε πάλι την φλόγα του πολέμου το 395 π.Χ. με τον Κορινθιακό Πόλεμο, ο οποίος «έμπλεξε» τον ελληνικό χώρο σε μία ακόμη μεγάλη πολεμική σύρραξη.
Η επομένη του Πελοποννησιακού Πολέμου βρήκε τη Σπάρτη σε μια πλεονεκτική θέση: η κραταιά Αθηναϊκή Συμμαχία, την οποία αντιμετώπισε στο πόλεμο, κατέρρευσε, με όλες τις πόλεις-μέλη της να απομακρύνονται από τη σφαίρα επιρροής της Αθήνας. Αυτό έδωσε στη Σπάρτη μια μοναδική ευκαιρία, ώστε να μπορέσει να εδραιώσει την εξουσία της σε νέες περιοχές. Μέσα στην επόμενη πενταετία, ολόκληρη σχεδόν η ηπειρωτική Ελλάδα βρίσκονταν υπό την άμεση ή έμμεση πολιτική, στρατιωτική και οικονομική εξουσία της Σπάρτης, παίρνοντας την προ ολίγων ετών θέση της Αθήνας.
Η ραγδαία αυτή εξάπλωση της Σπάρτης, αν και ωφέλιμη για την Πελοποννησιακή Συμμαχία, δυσαρεστούσε ορισμένους παραδοσιακούς συμμάχους της, όπως το Άργος, τη Κόρινθο και τη Θήβα. Οι πόλεις αυτές έβλεπαν τη Σπάρτη μέρα με τη μέρα να γίνεται όλο και πιο ισχυρή, ενώ αυτές δεν μπορούσαν να επωφεληθούν στον ίδιο βαθμό. Αυτή η ανάπτυξη της Σπάρτης έφερε και ορισμένες αυταρχικές πρακτικές, όπως τις άνευ αιτίας επιθέσεις σε συμμάχους, όπως το παράδειγμα της Ήλιδας το 402 π.Χ., η οποία επίθεση αποτέλεσε αφορμή για την ανεπίσημη διάλυση της «παραδοσιακής» Πελοποννησιακής Συμμαχίας, καθώς το Άργος, η Κόρινθος και η Θήβα αρνήθηκαν οποιαδήποτε συμμετοχή.
Από τη στιγμή που η Σπάρτη είχε την απόλυτη εξουσία στον ελλαδικό χώρο, τότε έστρεψε το βλέμμα της προς τα ανατολικά. Ο Αγησίλαος Β’, βασιλιάς της Σπάρτης και σπουδαίος στρατιωτικός, οδήγησε τις σπαρτιατικές φάλαγγες στις μικρασιατικές ακτές, σημειώνοντας σημαντικές επιτυχίες. Το όλο αυτό εγχείρημα έγινε χωρίς καμία σύμπραξη των υπόλοιπων Ελλήνων, οι οποίοι έβλεπαν πολύ καχύποπτα τις προθέσεις των Σπαρτιατών. Παρά την έλλειψη οποιασδήποτε στήριξης, οι Σπαρτιάτες σημείωναν νίκη μετά από νίκη, προκαλώντας μεγάλα προβλήματα στους Πέρσες.
Από τη στιγμή που οι Πέρσες δεν μπορούσαν να νικήσουν οι ίδιοι τους Σπαρτιάτες, τότε στράφηκαν προς τον ελληνικό χώρο και τους μέχρι πρότινος συμμάχους των Λακεδαιμόνιων. Ο σατράπης Φαρνάβαζος, του οποίου τα εδάφη λεηλατούσε ο Αγησίλαος, έστειλε πρέσβεις με υπέρογκα ποσά χρημάτων, ώστε να πειστούν οι ελληνικές πόλεις για τη συγκρότηση μιας αντι-σπαρτιατικής συμμαχίας. Τον ρόλο αυτό τον έλαβε κυρίως ο Τιμοκράτης, γνωστός συνεργάτης των Περσών, ο οποίος περιόδευε τις πόλεις, προσπαθώντας να τις πείσει να ταχθούν κατά της Σπάρτης. Τελικά, το έργο του Τιμοκράτη έληξε επιτυχώς, καθώς συγκροτήθηκε ένας ισχυρός συνασπισμός με την Αθήνα, το Άργος, τη Κόρινθο και τη Θήβα, ο οποίος με την οικονομική και στρατιωτική στήριξη των Περσών κήρυξαν τον πόλεμο στη Σπάρτη το 395 μ.Χ.
Ο πόλεμος αυτός, πέρα από τα χρηματικά ποσά που έταζαν οι Πέρσες, στηρίχθηκε από τις ελληνικές πόλεις ως αντίβαρο στη απότομη ενδυνάμωση της Σπάρτης. Θεωρούσαν πως εάν η εκστρατεία της Σπάρτης κατά των Περσών έληγε με επιτυχία, τότε δεν θα μπορούσε κανείς να σταθεί εμπόδιο μπροστά της, ανοίγοντάς της έτσι διάπλατα το δρόμο για την επίτευξη μιας σπαρτιατικής «παντοκρατορίας», στο μοντέλο που ακολούθησε και η Αθήνα. Έτσι, με το φόβο του τι αύριο έμελλε η νίκη των Σπαρτιατών έναντι των Περσών, οι ελληνικές πόλεις στράφηκαν απέναντι τους.
O πόλεμος αυτός διεξήχθη σε 2 μέτωπα, τη στεριά και τη θάλασσα. Στη θάλασσα, οι Σπαρτιάτες δεν κατάφεραν να επικρατήσουν, όπου παρά ορισμένες μικρές επιτυχίες που είχαν, το Αιγαίο παραδόθηκε στις ανίκητες τριήρεις των Αθηναίων και των Περσών. Από την άλλη, οι Σπαρτιατικές φάλαγγες προέλαυναν στη στεριά, βγάζοντας εκτός πολέμου τους Πελοποννήσιους εχθρούς τους. Ο ρόλος των Περσών ήταν καθοριστικός σε αυτό το πόλεμο, αφού παρείχαν οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στον αντι-σπαρτιατικό συνασπισμό, κυρίως προς την Αθήνα, όπου οι Πέρσες με αποκλειστικά δικά τους έξοδα ανέλαβαν την ανοικοδόμηση των περίφημων Μακρών Τειχών, τα οποία αναγκάστηκε να κατεδαφίσει η Αθήνα μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, όντας ένας από τους όρους της συνθήκης ειρήνης.
Οι Σπαρτιάτες υπό τον Αγησίλαο και οι Αθηναίοι υπό τον ναύαρχο Κόνωνα κρατούσαν ζωντανή αυτή τη σύγκρουση, η οποία είχε εξαπλωθεί σε όλο το Αιγαίο και την κεντρική Ελλάδα. Το μέτωπο της Μικράς Ασίας, μετά και την ανάκληση του Αγησίλαου στη κυρίως Ελλάδα, έμεινε στάσιμο, με το ενδιαφέρον να μεταφέρεται στη Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Στις χερσαίες μάχες που δόθηκαν, όπως αυτή της Νεμέας και της Κορώνειας, βρήκε τους Σπαρτιάτες νικητές, ενώ οι θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου έπεφταν η μια μετά την άλλη στους Αθηναίους, αναστήνοντας εν μέρη την παλαιά Αθηναϊκή θαλασσοκρατία.
Μέχρι και το 392 π.Χ. όλα έβαιναν καλώς σε σχέση με την αντι-σπαρτιατική παράταξη. Η ξαφνική όμως ανάκαμψη της Αθήνας ανέτρεψε τα δεδομένα. Οι Πέρσες, βλέποντας τους Αθηναίους να δυναμώνουν μέρα με τη μέρα, αναθεώρησαν τα πλάνα τους, καθώς δεν ήθελαν ο ελλαδικός χώρος να έχει «εγγυήτριες» δυνάμεις. Εξάλλου, ο σκοπός αυτού του πολέμου ήταν να αποδυναμωθούν όλες συνολικά οι ελληνικές πόλεις και όχι να αναδειχθεί κάποια από αυτές. Οπότε, από το 392 μέχρι και το τέλος του πολέμου, οι Πέρσες έκοψαν οποιαδήποτε στήριξη προς τη αντι-σπαρτατική συνομοσπονδία και άρχισαν να χρηματοδοτούν κρυφά τους Σπαρτιάτες, με σκοπό τη διαιώνιση της σύρραξης και την πρόκληση της μεγαλύτερης δυνατής ζημιάς.
Παρά την επιτυχία των Σπαρτιατών στη ξηρά, η κυριαρχία των Αθηναίων στη θάλασσα ήταν καθοριστική, καθώς οι Σπαρτιάτες βίωναν την μια ήττα μετά την άλλη. Θέλοντας να αποτραπεί οποιαδήποτε χειρότερη έκβαση του πολέμου, οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον ναύαρχο Ανταλκίδα στον σατράπη της Ιωνίας Τιρίβαζο, με σκοπό την επίτευξη ειρήνης. Από την άλλη, η στήριξη των Περσών προς τη Σπάρτη έγινε εμφανής, καθώς πέρα από χρηματικά ποσά οι Πέρσες διέθεσαν και στρατεύματα, τα οποία επιτέθηκαν και έπληξαν αθηναϊκά τμήματα του αθηναϊκού στόλου, τα οποία η πόλη δεν μπορούσε να αντέξει για πολύ ακόμη. Έτσι, υπό τη πίεση εσωτερικών προβλημάτων και των εξωτερικών απειλών, οι εμπλεκόμενοι στο πόλεμο κατέληξαν το 387 π.Χ. σε ειρήνη, η οποία είναι γνωστή και ως Ανταλκίδιος ή του Βασιλέως.
Οι όροι της ειρήνης θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καταστροφικοί. Σύμφωνα με την Ανταλκίδειο Ειρήνη, όλη η Μικρά Ασία έρχονταν υπό τη κυριαρχία του Πέρση βασιλιά, ενώ οι ελληνικές πόλεις-κράτη θα κηρύσσονταν αυτόνομες, χωρίς κανένα δεσμό με τη κυρίως Ελλάδα, μετατρέποντας τις έμμεσα σε περσικές κτήσεις. Εξαιρούνταν οι Ίμβρος, Σκύρος και Λήμνος, οι οποίες ήταν υπό το αθηναϊκό καθεστώς της κληρουχίας. Όποιος παραβίαζε αυτή τη συνθήκη, σύμφωνα με τους όρους, θα βρίσκονταν σε πόλεμο με τη Περσία και όλες τις εγγυήτριες δυνάμεις. Η συνθήκη αυτή ήταν πλεονεκτική για τη Περσία και τη Σπάρτη, καθώς η πρώτη είχε εξασφαλίσει τη Μικρά Ασία ως δική της κτίση, ενώ η δεύτερη, ως εγγυήτρια της ειρήνης, προέβη σε επεκτατικούς και επεμβατικούς πολέμους στον ελληνικό χώρο, με σκοπό την περαιτέρω εδραίωση της εξουσίας της. Αυτή η νεοεπιβληθείσα ηγεμονία της Σπάρτης στον ελληνικό χώρο θα διαρκέσει μέχρι και το 371 π.Χ., όταν ο πεδίο των Λεύκτρων θα αναδείξει μια νέα ηγεμονία, αυτή των Θηβών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Orrieux, Claude, Schmitt Pantel, Pauline (2018), Αρχαία ελληνική ιστορία, Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg
- Seager R (2008). The Corinthian War. στο: Lewis DM, Boardman J, Hornblower S, Ostwald M, eds. The Cambridge Ancient History. εκδ: Cambridge University Press
- Corinthian War, britannica.com, διαθέσιμο εδώ.