22.8 C
Athens
Τετάρτη, 16 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΜυθολογιαΤο έπος του Σίγκουρντ Σίγκμουντσον (Γ' Μέρος): Οι πρώτοι άθλοι

Το έπος του Σίγκουρντ Σίγκμουντσον (Γ’ Μέρος): Οι πρώτοι άθλοι


Του Βάιου Πολύζου, 

«Επειδή συνήθως, είπε, η μαλακή γη βγάζει μαλθακούς άνδρες και δεν γίνεται από την ίδια γη, να βγαίνουν παράλληλα και ωραίοι καρποί και άνδρες με πολεμική αρετή». Αυτή είναι η απάντηση, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, που δίνει ο Πέρσης βασιλιάς Κύρος στους συμβούλους του, όταν αυτοί προσπαθούν να τον πείσουν να αφήσουν πίσω την αφιλόξενη γη τους και να μεταναστεύσουν σε καλύτερα εδάφη. Διατηρώντας την ίδια ιδέα, ο Αμερικάνος συγγραφέας Michael Hopf γράφει: «Οι δύσκολοι καιροί γεννούν σκληρούς ανθρώπους, οι σκληροί άνθρωποι δημιουργούν περιόδους άνεσης, οι άνετοι καιροί γεννούν αδύναμους ανθρώπους και οι αδύναμοι άνθρωποι δημιουργούν δύσκολους καιρούς». Όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν καλύτερα τον ήρωα της ιστορίας μας. 

Το τελευταίο μέλος του γένους των Βόλσουνγκς, ο Σίγκουρντ, γιος του Σίγκμουντ, γεννήθηκε στη Δανία μακριά από το βασίλειο των προγόνων του, με μοναδική κληρονομιά του, ένα διαλυμένο ξίφος. Ο πατέρας του, ο βασιλιάς Σίγκμουντ, έχοντας χάσει την εύνοια των θεών και κυρίως του μονόφθαλμου θεού Όντιν, βασιλιά των θεών και γενάρχη των Βόλσουνγκς, είχε σκοτωθεί στη μάχη εναντίον του ζηλόφθονου βασιλιά Λίνγκβι. Η μητέρα του, Χιόρντις, φυγαδεύτηκε στη Δανία από τον Δανό πρίγκιπα Ολβ, όπου και παντρεύτηκαν λίγο πριν τη γέννηση του Σίγκουρντ. Λόγω του κύρους του ονόματός του και των προγόνων του, ο Σίγκουρντ έγινε δεκτός στην αυλή του Δανού βασιλιά, όπου ζούσε υπό την προστασία του. Ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας είχε φέρει στη Δανία και τον νάνο Ρέγκιν, ξακουστό σιδερά και κοσμηματοποιό, του οποίου το μυαλό λογιζόταν μονάχα το πώς θα έπαιρνε εκδίκηση από τον αδερφό του, Φόβνιρ. Ο Φόβνιρ, αφού είχε σκοτώσει τον πατέρα του, έκλεψε ολόκληρη την περιουσία του χωρίς να δώσει το μερίδιο που αντιστοιχούσε στον μικρό του αδερφό. Η απληστία του τον είχε μετατρέψει σε δράκο, με μοναδικό στόχο πλέον, να φυλά τον καταραμένο θησαυρό του. 

Οι ικανότητες του Ρέγκιν γρήγορα εντυπωσίασαν τους άρχοντες του βασιλείου και τα όπλα του έγιναν περιζήτητα σε όλο τον Βόρειο Κόσμο. Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε και από τον ίδιο τον βασιλιά, ο οποίος αποφάσισε να του προσφέρει την κηδεμονία του νεαρού Σίγκουρντ, σε μια ένδειξη τιμής. Ο Ρέγκιν, πλέον, ήταν υπεύθυνος για την ανατροφή του σημαντικότερου φιλοξενούμενου στην αυλή του βασιλιά της Δανίας. Ο νάνος, μεταλαμπάδευσε στον νεαρό όλες τις γνώσεις του, διδάσκοντας του τους ρούνους και διάφορες γλώσσες ενώ, παράλληλα, φρόντιζε και για την διάπλαση του σώματός του. Στο μεταξύ όμως, ο Ρέγκιν προσπαθούσε να δηλητηριάσει το μυαλό του νέου, λέγοντάς του πως δεν θα έπρεπε να μείνει για πάντα υπηρέτης άλλων βασιλέων. Σε όλα αυτά, βέβαια, ο νέος απαντούσε με ταπεινότητα και σύνεση.

Ο Όντιν και ο Σίγκουρντ δοκιμάζουν τα άλογα. Πηγή εικόνας: mythus.fandom.com

Μεγαλώνοντας, ο Σίγκουρντ άρχισε να εξασκείται στα όπλα και στην ιππασία. Όταν θέλησε να αποκτήσει το δικό του άλογο, ο βασιλιάς του έδωσε την άδεια να πάει στο δάσος και να εξημερώσει όποιο άλογο επιθυμούσε. Και ενώ ο Σίγκουρντ παρατηρούσε τα άλογα, προσπαθώντας να διακρίνει το καλύτερο, τον προσέγγισε ένας μυστήριος γέροντας, μονόφθαλμος, με μακριά γενειάδα και έναν γκρίζο μανδύα, που κάλυπτε τους ώμους και το κεφάλι του. Ο γέρος προσφέρθηκε να βοηθήσει τον άπειρο νέο να διαλέξει το καλύτερο άλογο, προτείνοντας την εξής δοκιμασία: Ο Σίγκουρντ θα οδηγούσε τα άλογα μέσα στον κοντινό ποταμό και όποιο από αυτά άντεχε να κολυμπήσει για περισσότερη ώρα κόντρα στα ορμητικά νερά, θα αποδείκνυε την υπεροχή του απέναντι στα άλλα. Πράγματι, ο νεαρός ήρωας επέλεξε το άλογο που είχε καταφέρει να περάσει αυτή τη δοκιμασία, το οποίο ήταν, όπως πληροφορήθηκε από τον γέροντα, απόγονος του Σλέιπνιρ, του οκτάποδου αλόγου του Όντιν. Αφού έδωσε το όνομα Γκράνι στο άλογο, ο Σίγκουρντ έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος όπου στέκονταν ο γέρος για να τον ευχαριστήσει, αυτός όμως είχε εξαφανιστεί. Η θεία εύνοια είχε επιστρέψει στο γένος των Βόλσουνγκς. 

Όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο οξύνονταν οι πολεμικές και πνευματικές ικανότητες του Σίγκουρντ, ώστε να θεωρείται άξιος συνεχιστής της μακράς Ο Ρέγκιν πίστευε, ότι στα χέρια του είχε το κατάλληλο άτομο για να πάρει εκδίκηση από τον αδερφό του. Προσπαθούσε, έτσι, να χειραγωγήσει τον νέο, λέγοντάς του πως είχε έρθει ο καιρός να αποδείξει την αξία του και να αποκτήσει φήμη και χρήμα, πράγμα που εύκολα θα μπορούσε να καταφέρει, εάν σκότωνε τον δράκο Φόβνιρ. Για να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο τρομερό θηρίο, όμως, ο Σίγκουρντ χρειαζόταν ένα όπλο που θα μπορούσε να ανταπεξέλθει. Έτσι, ζήτησε από τον Ρέγκιν να του φτιάξει ένα νέο ξίφος. 

Βάζοντας όλη του την τέχνη, ο νάνος κατασκεύασε ένα από τα καλύτερα όπλα που είχε φτιάξει ποτέ. Όταν ο Σίγκουρντ πήρε το σπαθί στα χέρια του, το χτύπησε με δύναμη πάνω στο αμόνι του Ρέγκιν, με αποτέλεσμα η λεπίδα να σπάσει στα δύο. Ανικανοποίητος από το αποτέλεσμα, ο Σίγκουρντ έβαλε τον Ρέγκιν να του κατασκευάσει νέο σπαθί. Και πάλι, όμως, όταν ο νάνος τού παρουσίασε το νέο ξίφος, ακόμα καλύτερο και από το προηγούμενο, ο Σίγκουρντ επιχείρησε την ίδια δοκιμασία αντοχής και το σπαθί αυτό κατέληξε όπως το προηγούμενο. Αγανακτισμένος, ο νεαρός ήρωας ζήτησε από την μητέρα του, τα κομμάτια του Γκραμ, της διαλυμένης μαγικής λεπίδας του πατέρα του, την οποία είχε χαρίσει ο ίδιος ο Όντιν στους Βόλσουνγκς. Τα κομμάτια αυτού του σπαθιού, έδωσε στον Ρέγκιν, ζητώντας του να ανακατασκευάσει το θρυλικό σπαθί του βασιλιά Σίγκμουντ. Όταν το ξίφος ήταν έτοιμο, ο Σίγκουρντ επανέλαβε και πάλι τη συνηθισμένη δοκιμασία του. Αυτή τη φορά, όμως, η λεπίδα άντεξε το ισχυρό χτύπημα, ενώ το σιδερένιο αμόνι σκίστηκε στα δύο. 

Η ανακατασκευή του Γκραμ. Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org

Εξοπλισμένος πλέον, ο Σίγκουρντ ταξίδεψε σε διάφορα μέρη του Βόρειου Κόσμου, ολοκληρώνοντας άθλους και ηρωικά κατορθώματα και κερδίζοντας φήμη ανάλογη με το όνομά του. Όσο περνούσε ο καιρός, οι πιέσεις του Ρέγκιν γίνονταν όλο και μεγαλύτερες, προσπαθώντας να πείσει τον παραγιό του να λάβει δράση εναντίον του δράκου Φόβνιρ. Πράγματι, ο Σίγκουρντ ορκίστηκε να αντιμετωπίσει τον αδερφό του Ρέγκιν. Πρώτο στη λίστα του, ωστόσο, βρίσκονταν ένα άλλο τέρας. 

Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που ο βασιλιάς Λίνγκβι είχε καταλάβει το βασίλειο του Σίγκμουντ και σπαταλούσε αλόγιστα την περιουσία των Βόλσουνγκς. Ο Σίγκουρντ, γνωρίζοντας πως η αδικία αυτή έπρεπε να σταματήσει το συντομότερο, συγκέντρωσε τους άρχοντες της Δανίας και τους ζήτησε στρατό και πλοία. Κανένας δεν μπορούσε να αρνηθεί σε έναν τόσο ανερχόμενο ήρωα την ικανοποίηση του δίκαιου αιτήματός του. Ο στρατός για την εκδίκηση του βασιλιά Σίγκμουντ συγκεντρώθηκε και σύντομα απέπλευσε. Το ταξίδι προς το Χούναλαντ, την προγονική γη των Βόλσουνγκς, ήταν δύσκολο, καθώς, λίγες μέρες μετά την αναχώρησή του, ο στόλος βρέθηκε μέσα στη δίνη μιας καταιγίδας που απειλούσε την έκβαση ολόκληρης της εκστρατείας. Μέσα στην ταραχή της βροχής και των άγριων κυμάτων, ο Σίγκουρντ παρατήρησε έναν μονόφθαλμο γέροντα πάνω σε μια βραχονησίδα, να κραυγάζει για βοήθεια. Μόλις οι ναύτες διέσωσαν τον γέρο και τον ανέβασαν σε ένα από τα πλοία, ο άνεμος απευθείας κόπασε, η βροχή σταμάτησε και η θάλασσα σίγησε. Όταν έφτασαν στο Χούναλαντ, ο γέρος εξαφανίστηκε. Το στράτευμα μπορεί να μην το συνειδητοποίησε, αλλά η θεία εύνοια είχε επιστρέψει στο γένος των Βόλσουνγκς. 

Ο Λίνγκβι, συγκέντρωσε το δικό του στρατό και σύντομα συνάντησε τους αντιπάλους του. Η σφαγή που ακολούθησε δεν είχε προηγούμενο. «Μυριάδες ακόντια και βέλη μπορούσε να δει κανείς να πετούν στον αέρα, και τα τσεκούρια τους με ορμή χτυπούσαν και ασπίδες θρυμματίστηκαν και πανοπλίες καταστράφηκαν και κράνη διαλύθηκαν και κρανία ανοίχτηκαν στα δυο». Η μάχη μαίνονταν, ενώ όλο και περισσότεροι νεκροί στοιβάζονταν και ο Σίγκουρντ πολεμούσε «με τα δύο του χέρια αιματοβαμμένα ως τους ώμους». Ο στρατός του Σίγκουρντ κατάφερε τελικά να υπερισχύσει. Οι συγγενείς του βασιλιά Λίνγκβι εκτελέστηκαν, ενώ ο ίδιος θανατώθηκε με τρόπο μαρτυρικό. Η μνήμη του αδικοχαμένου Σίγκμουντ είχε δικαιωθεί.  

Φορτωμένος με θησαυρούς και δόξα επέστρεψε ο Σίγκουρντ στη Δανία. Οι άρχοντες τον υποδέχτηκαν με τιμές και η νίκη του γιορτάστηκε σε όλη τη χώρα. Κατά τη διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων, πρώτος ο Ρέγκιν περίμενε την άφιξη του παραγιού του, ώστε, με χαμόγελο ψεύτικο, να του υπενθυμίσει τον όρκο που είχε δώσει. Είχε έρθει, λοιπόν, ο καιρός για τον Σίγκουρντ να φτάσει στο απόγειο της δόξας του. Είχε φτάσει η ώρα να σκοτώσει έναν δράκο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Jesse L. Byock (1999): The Saga of the Volsungs: The Norse Epic of Sigurd the Dragon Slayer, Penguin Books, London
  • Edward Pettit (2023), The Poetic Edda: a Dual-Language Edition. Open Book Publishers, Cambridge

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βάιος Πολύζος
Βάιος Πολύζος
Γεννήθηκε στο Μόναχο το 2003. Σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα εντάσσονται ο δυτικοευρωπαϊκός μεσαίωνας, η ιστορία της πρώιμης μεσαιωνικής Σκανδιναβίας και η σκανδιναβική μυθολογία. Στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει βιβλία, βλέπει ταινίες και ασχολείται με τη συγγραφή. Αγαπά τα ταξίδια και τη μελέτη ξένων πολιτισμών.