Της Ιωάννας Ζαπονάκη,
Ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα του 17ου αιώνα είναι ο Κρητικός Πόλεμος, δηλαδή η πολιορκία του Χάνδακα από τους Οθωμανούς. Διήρκησε από το 1645 μέχρι το 1669, 24 ολόκληρα χρόνια. Αποτέλεσε τη μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία της Ιστορίας.
Η Κρήτη βρισκόταν υπό βενετική κυριαρχία από το 1207, όμως οι Οθωμανοί την εποφθαλμιούσαν πάντοτε, ειδικότερα μετά από τις απανωτές κατακτήσεις και την εξάπλωσή τους στην Ανατολική Μεσόγειο.
Λίγο πριν τα μέσα του 17ου αιώνα, η Κρήτη αποτελούσε τη μοναδική στρατιωτική βάση που κατείχε η Δύση στην Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, ήταν το μοναδικό εμπόδιο για τους Οθωμανούς, προκειμένου να διασφαλίσουν την επικυριαρχία τους στη Μεσόγειο.
Η πόλη του Ηρακλείου, ή αλλιώς Χάνδακας, ή Μεγάλο Κάστρο, ή Κάντια (Candia) για τους Ενετούς ή Καντιγιέ για τους Οθωμανούς, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας της από τους Ενετούς (1204-1669). Εξελίχθηκε σε ένα εξέχον διαμετακομιστικό και πνευματικό κέντρο. Τον 17ο αιώνα, ο Χάνδακας ήταν το τελευταίο προπύργιο της Δύσης στην Κρήτη και εξελίχθηκε σε σύμβολο διαμάχης ανάμεσα στον μουσουλμανικό και χριστιανικό κόσμο. Η πολιορκία του ενετοκρατούμενου Χάνδακα από τους Οθωμανούς ήταν ένα γεγονός αξιοσημείωτης γεωπολιτικής και πολιτισμικής σημασίας. Αποτέλεσε τομή για τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, την ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στη Βενετία και την Κωνσταντινούπολη, αλλά και τους εμπορικούς δρόμους μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, ήταν πλέον φανερό ότι σύντομα η πόλη του Χάνδακα θα αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη και σοβαρότερη απειλή στη μακραίωνη ιστορία του. Το 1645, ο οθωμανικός στόλος κατέπλευσε στο λιμάνι της Σούδας χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίσταση, ενώ ένα χρόνο αργότερα έπεσε και το Ρέθυμνο.
Έχοντας κατακτήσει σχεδόν όλο το νησί, οι Οθωμανοί έκαναν την εμφάνισή τους μπροστά στα τείχη του Χάνδακα, τον Μάιο του 1648. Επικεφαλής των χριστιανικών στρατευμάτων καθώς και ο τελευταίος υπερασπιστής του Χάνδακα ορίστηκε ο αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Μοροζίνι. Ήταν δόγης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, ναύαρχος του στόλου της και δούκας της Κάνδιας. Αρχηγός του στρατεύματος των Οθωμανών υπήρξε ο Πασάς Κιοπρουλού Φαζίλ Αχμέτ, μεγάλος Βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχοντας μαζί του ισχυρότατο πυροβολικό.
Η Πολιορκία του Χάνδακα
Το ιστορικό γεγονός, που ονομάζουμε σήμερα Πολιορκία του Χάνδακα, ήταν μια σειρά συγκρούσεων, με μικρές και μεγάλες επιθέσεις. Ήταν μια ακραία πολιορκία, τόσο από πλευράς χρόνου όσο και καταστροφής. Αυτό ήταν απόλυτα λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως ως το 1641 η Κρήτη ήταν η μόνη περιοχή στην Ανατολική Μεσόγειο που δεν είχε πέσει στα χέρια των Οθωμανών, αποτελώντας έτσι το τελευταίο προπύργιο της χριστιανοσύνης.
Για την άμυνα του Χάνδακα συνάχθηκαν ουσιαστικά όλα τα χριστιανικά βασίλεια της εποχής, υπό τις εντολές του Πάπα της Ρώμης, εγκαινιάζοντας τη μεγαλύτερη σε διάρκεια και χωρίς διακοπή πολιορκία που έχει καταγραφεί στην παγκόσμια ιστορία.
Οι μάχες, διεξάγονταν σε υπόγειες στοές, μέσω των οποίων επικοινωνούσαν τα εξωτερικά φρούρια με τα τείχη αλλά και στις δεξαμενές, τους υπονόμους και τα πηγάδια που εξασφάλιζαν την παροχή νερού για τους κατοίκους της πόλης. Οι Οθωμανοί, για χρόνια, χτυπούσαν ανηλεώς με κανόνια τα τείχη ενώ παράλληλα, κάτω από τη γη και οι δύο πλευρές έσκαβαν λαγούμια για να πλήξουν τον εχθρό. Ανοίχτηκαν εκατοντάδες τέτοιες στοές και δόθηκαν φοβερές μάχες σώμα με σώμα.
Οι Οθωμανοί δεν κατάφερναν να προσπελάσουν τα τείχη της πόλης και οι Ενετοί αποτύγχαναν σε κάθε προσπάθεια να απαλλαγούν από αυτούς. Σε απάντηση της πολιορκίας, η Γαληνοτάτη προσπάθησε να αποκλείσει τα Δαρδανέλλια, το 1656 και να επιχειρήσει απόβαση στον Χάνδακα. Όμως, απέτυχε και στα δύο σχέδια.
Με αυτά τα δεδομένα, τον Φεβρουάριο του 1667, έφτασε μια ευρωπαϊκή αποστολή στον Χάνδακα για να απωθήσει τους Οθωμανούς. Αποτελούταν από 6.000 άντρες και 21 πλοία με σημαίες της Γαλλίας, της Σικελίας, της Νάπολης και της Μάλτας. Παρόλα αυτά, η μόνη τους επιτυχία ήταν η απώθηση μιας επίθεσης ανοιχτά των Κυθήρων.
Οι Ενετοί κατάφεραν να ανακόψουν πολλές φορές τον τουρκικό ανεφοδιασμό. Η φθορά του οθωμανικού στρατού στην Κρήτη, ήταν τόσο μεγάλη που διατυπώθηκαν σκέψεις για να σταματήσει η πολιορκία. Όμως, όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά το 1858 άλλοι 50.000 Οθωμανοί αποβιβάστηκαν στην Κρήτη, υπό τις διαταγές του Μεγάλου Βεζίρη.
Τότε, λοιπόν, τον Δεκέμβριο του 1666, ήταν που οι Ενετοί όρισαν ως αρχιστράτηγο τον ναύαρχο Φραγκίσκο Μοροζίνι, που έμελλε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην πολιορκία του Χάνδακα.
Η προδοσία, η άλωση του Χάνδακα και ο ξεριζωμός των κατοίκων
Το χειμώνα του 1667 ξεκίνησε η τελευταία φάση της πολιορκίας. Οι Ενετοί απέρριψαν την άνοιξη του 1668 ένα νέο αίτημα συνθηκολόγησης από την Υψηλή Πύλη επειδή στόχευαν στη βοήθεια των Γάλλων. Πράγματι, τον Ιούνιο του 1668 καταφτάνει το πρώτο κύμα της γαλλικής ενίσχυσης, με 6.000 στρατιώτες και 31 πλοία. Παράλληλα, οι Οθωμανοί βρίσκονται πιο κοντά από ποτέ στην κατάκτηση της πόλης.
Λόγω της μακροχρόνιας καταπόνησης, τα τείχη του Χάνδακα και τα οχυρωματικά του έργα βρίσκονταν σε τραγική κατάσταση. Ταυτόχρονα, οι αδέξιες πολεμικές κινήσεις των Γάλλων, έφεραν ρήξη με τους Ενετούς με αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι σχέσεις τους και οι πρώτοι να αποχωρήσουν.
Ένα άλλο σημείο, όμως, έμελλε να αποτελέσει τη χαριστική βολή στην πτώση του Μεγάλου Κάστρου. Ο μηχανικός Αντρέα Μπαρότσι (Ανδρέας Μπαρότσης) αποκάλυψε στους Οθωμανούς, τα αδύνατα σημεία του φρουρίου ώστε να επιτεθούν από εκεί. Δηλαδή, να επιτεθούν από τα τείχη της θάλασσας, που ήταν ασθενέστερα, και όχι από τα νότια ισχυρά χερσαία τείχη, όπως έκαναν μέχρι τότε.
Συνειδητοποιώντας ότι δεν υπήρχαν πλέον ελπίδες, ο Φραγκίσκος Μοροζίνι αποφάσισε να συνθηκολογήσει, παίρνοντας την πρωτοβουλία ο ίδιος χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν στη Βενετία. Τον Σεπτέμβριο του 1669 υπεγράφη η «Συνθήκη της Κανδίας» η οποία έδινε στους εξαντλημένους κατοίκους την ευκαιρία να αποχωρήσουν από την πόλη παίρνοντας μαζί τους κάποια από τα υπάρχοντά τους.
Μέχρι τότε, ο Μοροζίνι είχε μεταφέρει τα γυναικόπαιδα στη νήσο Δία, επιτρέποντας στους εναπομείναντες άντρες να συνεχίσουν τον αγώνα στο κάστρο. Όταν παρέδωσε τα κλειδιά της πόλης στον Μεγάλο Βεζίρη και τα οθωμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη στις 4 Οκτωβρίου 1669, βρήκαν μια ερειπωμένη πόλη.
Οι 3.600 κάτοικοι του Χάνδακα είχαν 12 ημέρες για να προετοιμαστούν. Στη συνέχεια, επιβιβάστηκαν σε πλοία με προορισμό το ενετοκρατούμενο Ιόνιο, όπου εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στα νησιά, στη Βενετία και στη Δαλματία.
Η «Βενετία του Νότου», όπως αποκαλούσαν τον Χάνδακα, δεν υπήρχε πια. Δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας σωρός ερειπίων, όπως άλλωστε και ολόκληρη η Κρήτη, που θα ζούσε μια νέα μαρτυρική περίοδο: την Τουρκοκρατία…
Η απώλεια για τους κατοίκους, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη μετά από 21 χρόνια πολιορκίας, στερήσεων και αδιάκοπης αντίστασης, μπορεί να αποτυπωθεί μόνο μέσω του ποιητικού θρήνου. Ίσως καμία άλλη πόλη στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υμνήθηκε και δεν θρηνήθηκε τόσο όσο το Κάστρο, μέσα από την ποίηση του Τζάνε Μπουνιαλή:
Ὦ Κάστρο μου περίδοξο τάχατες ὃσοι ζοῦνε,
τάχατες νὰ σὲ κλαίσινε καὶ νὰ σ’ ἀναζητοῦνε;
Ἒπρεπε ὅλ’ οἱ Καστρινοὶ μαῦρα γιὰ νὰ βαστοῦσι
νὰ κλαίγουνε καθημερινὸ κι ὂχι νὰ τραγουδοῦσι·
ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ πᾶσα κορασίδα,
νὰ δείχνουν πώς ἐχάσανε τέτοιας λογῆς πατρίδα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Η πολιορκία και η άλωση του Χάνδακα (1648-1669), koules.efah.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Η μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία της Ιστορίας συνέβη στην Ελλάδα, newsbeast.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Hράκλειο, η πόλη με τα πολλά ονόματα!, cretalive.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Η Άλωση του Χάνδακα από τους Οθωμανούς (1669 μ.Χ.), iakm.gr, διαθέσιμο εδώ.