Του Μάνου Πατρινιού,
Στο προηγούμενο μέρος σταθήκαμε κυρίως σε εισαγωγικές πληροφορίες σχετικά με τη φύση του θρησκευτικού ζητήματος που εξετάζουμε, με τη γενικότερη θέση του καθολικισμού στην πολιτική και κοινωνική ζωή, αλλά και στις καρδιές και τις συνειδήσεις των Γάλλων. Όλα αυτά θα μας βοηθήσουν στην κατανόηση των γεγονότων που θα αναλυθούν σε αυτό και σε επόμενα μέρη. Σήμερα, όπως συνιστά ο υπότιτλος, θα επικεντρωθούμε στις προσπάθειες της Συντακτικής Συνέλευσης να θεσμοθετήσει τις λειτουργίες, τις αρμοδιότητες, ακόμα και τη σύσταση του Κλήρου, προφανώς, όμως, και τις αντιδράσεις που η κίνηση αυτή πυροδότησε.
Όπως αναφέραμε, μεγάλο μέρος του κατώτερου Κλήρου στην αρχή της Επανάστασης είχε συμμαχήσει με την Τρίτη Τάξη, και όλοι αυτοί μαζί με μερικούς πατριώτες της αριστοκρατίας, συγκρότησαν την Εθνοσυνέλευση. Αυτή με τη σειρά της ανέδειξε τη Συντακτική Συνέλευση με καθήκον να συντάξει τον υπέρτατο νόμο του νέου κράτους. Και για ένα νέο κράτος είναι απαραίτητη μια νέα εκκλησία.
Η πρώτη πτυχή της οικοδόμησης μιας νέας εκκλησίας ήταν η οικονομική αποδυνάμωση. Η απόφαση αυτή δεν πάρθηκε μονάχα ιδεολογικά, αλλά και από ανάγκη. Τη Γαλλία ταλάνιζε εκείνη την περίοδο μια σφοδρή δημοσιονομική κρίση, η οποία ανάγκασε την Εθνοσυνέλευση να προχωρήσει: α) σε εκποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, και β) σε έκδοση ασινιάτων (ένας τύπος χαρτονομίσματος). Στις 2 Νοεμβρίου 1789 (δεν αναφέρω την ημερομηνία όπως υποσχέθηκα στο επαναστατικό ημερολόγιο, διότι πρώτη μέρα του ορίστηκε η 22 Σεπτεμβρίου του 1792), η εκκλησιαστική περιουσία τέθηκε στη διάθεση του έθνους, ενώ η εκπαίδευση, η πρόνοια και η δημόσια λατρεία (κατεξοχήν τομείς της μέριμνας του κλήρου) πέρασαν στα χέρια του κράτους. Ακολούθησαν κι άλλα μέτρα, όπως η κατάργηση του τακτικού κλήρου, τα οποία, ολοένα δυσαρεστούσαν ακόμα και τους καταρχήν σύμφωνους με τους επαναστάτες κληρικούς.
Το σημείο καμπής έρχεται στις 13 Απριλίου του 1790, όταν η πρόταση ενός ιερέα να παραμείνει ο καθολικισμός επίσημη θρησκεία του κράτους δεν καταφέρνει να υπερψηφιστεί από τη Συντακτική Συνέλευση. Μετά από αυτό, όλο και περισσότεροι ιερείς, κάθε βαθμίδας, περνούν στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης, με συμμάχους την αριστοκρατία.
Οι διάφορες πολιτικές του κράτους, αλλά και εσωτερικά προβλήματα στην ίδια την Τάξη του Κλήρου είχαν αφαιρέσει από την εκκλησία ισχύ, αλλά όχι από τη θρησκεία συνολικά. Εξάλλου, οι επαναστάτες, εκτός από μερικούς πολιτικούς ιδεαλιστές, είχαν κατανοήσει ότι πολιτεία χωρίς θρησκεία δεν μπορεί να υπάρξει. Αν κάτι ήθελαν, αυτό ήταν να τα συνδέσουν στενότερα, με τη δημιουργία μιας πολιτικής θρησκείας, που θα καλλιεργούσε πολιτικές αρετές και θα μεγάλωνε άξιους πολίτες. Οι πιο μετριοπαθείς, δεν είχαν πρόβλημα η θρησκεία αυτή να είναι ακόμα και ο καθολικισμός. Όμως, ήθελαν να καταργηθεί η Τάξη του Κλήρου, τα προνόμια της και το υπερβατικό πέπλο με το οποίο ο αμόρφωτος λαός την περιέβαλε. Ήθελαν να συνεχίσουν να υπάρχουν οι κληρικοί ως κρατικοί λειτουργοί, πολύ σημαντικοί μάλιστα, για το κρατικό έργο. Πάντα είναι χρήσιμο να υπάρχουν κρατικοί διαμεσολαβητές σε κάθε περιοχή και «για την αμόρφωτη μάζα δεν υπήρχε καλύτερος από τον παπά της ενορίας».
Στις 12 Ιουλίου 1790, μετά από δίμηνη συζήτηση, η Συντακτική Συνέλευση ψήφισε το Αστικό (ή αλλιώς, Πολιτικό) Σύνταγμα του Κλήρου. Το εξαιρετικά προοδευτικό αυτό κείμενο περιείχε ριζικές μεταρρυθμίσεις, όσον αφορά τα μέλη της Πρώτης Τάξης, αλλά και τον τρόπο άσκησης των λειτουργιών τους. Πρώτον, η εκκλησιαστική οργάνωση υιοθέτησε το μοντέλο της λοιπής κρατικής οργάνωσης: κάθε κοινότητα απέκτησε έναν ιερέα, και κάθε νομός έναν επίσκοπο. Δεύτερον, οι διαδικασίες ανάδειξης των προσώπων αυτών, εκδημοκρατίστηκαν: εκλέγονταν πλέον από εκκλησιαστικά συμβούλια. Τρίτον, αναγεννήθηκε η έννοια των εκκλησιαστικών συμβουλίων και των επαρχιακών συνόδων, κοινώς το «βουλεύεσθαι». Τέλος, έπαψε η δικαιοδοσία του Πάπα στη γαλλική εκκλησία· αναγνωρίστηκε συμβολικά η πρωτοκαθεδρία του, αλλά ως εκεί.
Όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο μέρος, η γαλλικανική παράδοση επέτασσε μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τον Πάπα, ακριβώς για να μπορεί ο Βασιλιάς και η Πρώτη Τάξη να ορίζουν με μεγαλύτερη αυτονομία τις υποθέσεις τους, δεν επιθυμούσαν σε καμία περίπτωση να τεθούν υπό τον έλεγχο κανενός άλλου, εν προκειμένω του «έθνους» ή του κράτους, των οποίων την πρωτοκαθεδρία δεν αναγνώριζαν καν. Ο Πάπας ήταν μάλιστα καλύτερη επιλογή για εκείνους από οποιονδήποτε άλλον, γιατί σε τέτοια μειονεκτική θέση που είχε βρεθεί, δεν θα είχε υψηλές αξιώσεις. Έτσι, κι έγινε. Ο Κλήρος και ο Πάπας «τα κάνανε πλακάκια». Προσπαθώντας, έτσι, ο Κλήρος να φανεί ότι διαπραγματεύονταν bona fide δεν αρνήθηκε να εφαρμόσει το Σύνταγμα καταρχήν, αρκεί να επικυρωθεί σύμφωνα με τις επίσημες και παραδοσιακές διαδικασίες της Εκκλησίας, δηλαδή είτε μέσω των νέων Εκκλησιαστικών Συμβουλίων, είτε μέσω του –άλλοτε αδιάφορου– Πάπα. Παρά τις αντιρρήσεις της Συντακτικής, Βασιλιάς και Κλήρος αποφάσισαν να ζητήσουν την «ευλογία» του Πάπα Πίου του ΣΤ’. Την 1η Αυγούστου 1790, ο εν Ρώμη πρεσβευτής της Γαλλίας ανέλαβε να κάνει ακριβώς αυτό.
Ο Πίος, έχοντας καταλάβει τις λεπτές ισορροπίες της κατάστασης, περίμενε υπομονετικά να ζυγίσει από ποια μεριά θα είχε μεγαλύτερα οφέλη. Αρχικά, ήταν εμφανώς εχθρικός με οτιδήποτε έκαναν οι Επαναστάτες, καθώς διακυβεύονταν η ίδια του η εξουσία. Είχε μάλιστα καταδικάσει μυστικά και το Σύνταγμα του Κλήρου πριν ψηφιστεί, αλλά και τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη μέσω επιστολής στον Βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ΄. Ωστόσο, τελικά δεν βιάστηκε να εκφραστεί και να απαντήσει άμεσα, αλλά σφυγμομετρούσε λεπτομερώς για μήνες τις διαθέσεις του Κλήρου, ώστε να εξασφαλίσει ότι η απόφασή του θα τους ευχαριστούσε, και ενδεχομένως θα τον αποκαθιστούσε στα μάτια τους.
Η πολύμηνη, όμως, καθυστέρηση εκνεύριζε τους Επαναστάτες, καθώς εκτός από ιδεολογικά στοιχεία, το κείμενο αυτό ήταν και πρακτικό. Στο διάστημα από την ψήφιση μέχρι την επικείμενη υιοθέτηση (ή μη, ανάλογα με την απόφαση του Πάπα) είχαν πεθάνει δεκάδες κληρικοί, και οι θέσεις τους έπρεπε κάπως να πληρωθούν. Η κατάσταση, λοιπόν, ήταν πιεστική και για πραγματικούς λόγους. Έτσι, προς το τέλος του 1790, η Συντακτική απαίτησε να εκδοθεί επίσημα το Σύνταγμα ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση του Πάπα. Αλλά, οι Κληρικοί ήταν «μουδιασμένοι» εξαιτίας της σιωπής του Ποντίφικα και δεν εφάρμοσαν το δημοσιευθέν Σύνταγμα. Η Συντακτική, λοιπόν, έπρεπε να πράξει πιο θαρραλέα.
Στις 27 Νοεμβρίου 1790, απαίτησε από όλους τους ιερείς, που πλέον ήταν δημόσιοι λειτουργοί, να δώσουν όρκο πίστης στο Σύνταγμα του βασιλείου (δεν ήταν ακόμα republique), το οποίο είχε ενσωματωθεί στο Αστικό Σύνταγμα του Κλήρου. Αν δεν το έκαναν, προβλεπόταν η στέρηση του δικαιώματός τους να τελούν ιερά μυστήρια, παραχωρώντας τους όμως μια σύνταξη. Το διάταγμα απέσπασε και τη βασιλική συγκατάθεση. Η Συντακτική πίστευε, ότι οι κληρικοί τόσο συμφεροντολόγοι που είναι, θα έκαναν οτιδήποτε για να διατηρήσουν το κύρος, τα προνόμια, τον μισθό κλπ. Αλλά έσφαλαν.
Μόλις επτά επίσκοποι έδωσαν τον όρκο, ενώ οι υπόλοιποι κληρικοί χωρίστηκαν περίπου στη μέση. Από τη μια ήταν οι «ορκισμένοι» ή «συνταγματικοί» (assermentes) και από την άλλη οι «ανόρκιστοι» (insermentes). Η γεωγραφική, αλλά και ιεραρχική κατανομή τους ποίκιλλε πολύ, αλλά ο κίνδυνος διάσπασης της εκκλησίας και διακοπής της δημόσιας λατρείας ήταν πλέον φανερός. Σε αυτές τις συνθήκες, η Συντακτική υποχώρησε και αποφάσισε να μην απομακρύνει εν μέσω τέτοιου πολωμένου κλίματος τους ανόρκιστους ιερείς. Οι ορκισμένοι επίσκοποι, παρ’ όλα αυτά, συμφώνησαν και άρχισαν να χειροτονούν τους νέους, εκλεγμένους ιερείς. Η Συνταγματική Εκκλησία άρχισε να ορθώνεται.
Ο Πάπας, όμως, βρήκε τότε ευκαιρία και, στις 11 Μαρτίου 1791 καταδίκασε επίσημα τις αρχές της επανάστασης, και δύο μέρες αργότερα, το Αστικό Σύνταγμα του Κλήρου. Η Καθολική Εκκλησία αντέταξε επίσημα τότε το δόγμα της από τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων. Ένα αθεράπευτο ρήγμα στις σχέσεις των κληρικών και του κράτους είχε πλέον ανοίξει με τη βούλα του Πάπα. Ο θρησκευτικός πόλεμος είχε ξεσπάσει.
Πολλά συνέβησαν εκείνη την περίοδο. Ανόρκιστοι ιερείς συνέχισαν να τελούν υπό άκρα μυστικότητα τα μυστήρια και να οργανώνουν πολιτικά, στο πλευρό της αντεπανάστασης τα ποίμνιά τους. Ιερείς απομακρύνονταν και χειροτονούνταν με τη βία. Ο λαός φοβόταν από τη μια την επιστροφή στην αβάσταχτη φορολογία της εκκλησίας και από την άλλη τη μεταθανάτια καταδίκη τους. Οι επαναστάτες αντιμετώπιζαν τους ανόρκιστους ιερείς ως εχθρούς του «έθνους». Βία, μίσος, εξεγέρσεις από κάθε πλευρά με κάθε ακρότητα. Ούτε η προσπάθεια ενός simultaneum (μιας ειρηνικής συνύπαρξης χωρίς όμως λύση στο πρόβλημα, σαν ανακωχή) δεν ευοδώθηκε.
Τρεις παράμετροι, τελικά, ήταν αυτές που θα άλλαζαν εντελώς το σκηνικό: α) το ότι οι συνταγματικοί στράφηκαν στους Ιακωβίνους για υποστήριξη και δικαίωση, β) το ότι οι Ιακωβίνοι θεωρούσαν ακόμα και το Αστικό Σύνταγμα του Κλήρου δειλό και συντηρητικό, και γ) το ότι εμφανιζόταν ένας νέος παίκτης, πολύ διαφορετικός από τους άλλους: μερίδα των αντικληρικαλιστών επαναστατών έφταναν πλέον να αποκηρύσσουν εν γένει, τον χριστιανισμό. Η Συνταγματική Εκκλησία ήταν καταδικασμένη από παντού, ενώ πουθενά στη σύγκρουση και με κανέναν τρόπο δεν φαινόταν κάποιο αίσιο τέλος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γάλλου Αθανασίου (2018), Το θρησκευτικό ζήτημα στην Γαλλική Επανάσταση, Αθήνα: Εκδόσεις iWrite