Της Πετρούλας Λεοναρδοπούλου,
Αρραβώνας είναι η παρεπόμενη σύμβαση με την οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δίνει στον άλλον ένα περιουσιακό στοιχείο, συνήθως χρηματικό ποσό, ώστε αν δεν εκπληρωθεί η κύρια σύμβαση από αυτόν που το έδωσε, να το κρατήσει ο λήπτης. Αν η κύρια σύμβαση δεν εκπληρωθεί από το λήπτη του αντικειμένου, αυτός θα πρέπει να το επιστρέψει διπλάσιο χωρίς να υπάρχει υποχρέωση για απόδειξη της ζημίας. Σύμφωνα με τα άρθρα 402 και 403 ΑΚ για να υπάρχει έγκυρη σύμβαση αρραβώνα απαιτείται η ύπαρξης κύριας ενοχής έγκυρης, η κατάρτιση της σύμβασης του αρραβώνα και να έχει δοθεί το αντικείμενο του αρραβώνα. Ειδικότερα:
Α) Ο αρραβώνας έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, στοχεύοντας στην ενδυνάμωση της ενοχής. Αν η κύρια σύμβαση είναι ακυρώσιμη ή άκυρη, τότε είναι άκυρος κι ο αρραβώνας (408ΑΚ). Η ακυρότητα, όμως, θίγει μόνο την ενοχική σύμβαση κι όχι την εκποιητική δικαιοπραξία, με την οποία παραδίδεται το αντικείμενο του αρραβώνα, εφόσον αυτό αφορά χρήματα ή πράγματα κινητά. Δηλαδή αυτός που έδωσε το αντικείμενο, μπορεί να το λάβει πίσω εγείροντας αξίωση για αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφόσον η κύρια ενοχική σύμβαση είναι άκυρη και το αντικείμενο μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα στο λήπτη.
Β) Ο αρραβώνας καταρτίζεται με δικαιοπραξία, συνηθώς σύμβαση αλλά δεν αποκλείεται να προκύπτει κι από μονομερή δικαιοπραξία. Αν ο αρραβώνας συμφωνείται με σύμβαση, αυτή μπορεί να καταρτιστεί είτε ταυτόχρονα με την κύρια σύμβαση είτε και μεταγενέστερα.
Γ) Για να υπάρχει αρραβώνας δεν αρκεί η απλώς η συμφωνία των μερών αλλά πρέπει να λάβει χώρα κι η παράδοση του αντικειμένου του αρραβώνα. Συνιστά, επομένως, παραδοτική σύμβαση με αντικείμενο κάθε πράγμα (κινητό ή ακίνητο) ή απαίτηση.
Ο αρραβώνας επισύρει τα έννομα αποτελέσματά του, δηλαδή, κατάπτωση σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της κύριας ενοχής. Το άρθρο 403 ΑΚ εφαρμόζεται και σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης. Η αθέτηση των ενοχικών απαιτήσεων πρέπει να είναι υπαίτια. Δεν απαιτείται να υπάρχει ζημία, για αυτό ο ενάγων δεν υποχρεούται να αποδείξει το ύψος της ζημίας του αλλά μόνο τη κατάρτιση της κύριας και της αρραβωνικής σύμβασης καθώς και τη μη ή πλημμελή εκπλήρωση της κύριας ενοχής. Εάν υπάρχει περίπτωση υπαίτιας μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της ενοχικής σύμβασης, τότε αν υπαίτιος είναι ο δότης, χάνει το αντικείμενο του αρραβώνα, ενώ αν ο υπαίτιος είναι ο λήπτης, το αποδίδει διπλάσιο στο δότη. Ο χρόνος κατάπτωσης του αρραβώνα επέρχεται με την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 405 ΑΚ για την ποινική ρήτρα. Παράλληλα, το ανυπαίτιο μέρος μπορεί να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη, αν υπερβαίνει το ύψος της αξίας του αρραβώνα (ΑΚ403 εδάφιο β’).
Ως ποινική ρήτρα ορίζεται η υπόσχεση του οφειλέτη της κύριας ενοχής προς τον δανειστή, ότι σε περίπτωση που δεν εκπληρώσει καθόλου ή προσηκόντως την κύρια παροχή, θα καταβάλει σε αυτόν άλλη παροχή ως ποινή. Η άλλη παροχή συνίσταται, κυρίως, σε χρηματικό ποσό αλλά μπορεί και σε κάτι άλλο (404 ΑΚ). Η ποινική ρήτρα ενεργεί μονομερώς, δηλαδή μόνο εις βάρος εκείνου που την υποσχέθηκε. Για την έγκυρη σύσταση ποινικής ρήτρας απαιτείται να υπάρχει έγκυρη κύρια ενοχή και συνομολόγηση ποινικής ρήτρας.
Α) Η ποινική ρήτρα προϋποθέτει την ύπαρξη κύριας ενοχής, η οποία μπορεί να απορρέει από σύμβαση, από το νόμο ή μονομερή δικαιοπραξία. Αν η κύρια ενοχή είναι άκυρη ή ακυρώσιμη, είναι άκυρη κι η σύμβαση της ποινικής ρήτρας, ακόμη κι αν τα μέρη γνωρίζουν την ακυρότητα της κύριας ενοχής. Αν αποσβεστεί η κύρια ενοχή, θα συναποσβεστεί κι η ποινική ρήτρα εξαιτίας του παρεπόμενου χαρακτήρα της. Αν ασκηθεί υπαναχώρηση, θα επέλθει αναδρομική λύση τόσο της σύμβασης όσο και της ρήτρας για την ποινή εκτός αν τα μέρη έχουν συμφωνήσει ότι διατηρείται η κύρωση της ποινής.
Β) Η ποινική ρήτρα καταρτίζεται με δικαιοπραξία, συνήθως σύμβαση. Η ποινική ρήτρα περιβάλλεται με τον τύπο στον οποίο περιβάλλεται η δικαιοπραξία, από την οποία προκύπτει η κύρια ενοχή.
Ως κατάπτωση της ποινικής ρήτρας νοείται η πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης, υπό την οποία τελεί η καταβολή της. Αν είναι έγκυρη η ποινική ρήτρα, η παροχή που αποτελεί την ποινή καταπίπτει, καθίσταται απαιτητή από τον δανειστή της, εφόσον ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει καθόλου ή προσηκόντως ή καθυστερεί υπαιτίως να εκπληρώσει την κύρια ενοχή. Αν η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης της παροχής κι η αξίωση για την ποινή υπάρχει, δηλαδή, η ποινική ρήτρα κατέπεσε, η αξίωση του δανειστή για την κύρια παροχή δεν αποσβήνεται αλλά υφίσταται. Ο δανειστής έχει την ευχέρεια να ζητήσει την ικανοποίηση μια από τις δύο αξιώσεις είτε την κύρια παροχή είτε για την ποινική ρήτρα. Αν η ποινική ρήτρα συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη προσήκουσας εκπλήρωσης ή της υπερημερίας του οφειλέτη, ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει σωρευτικά την παροχή και την ποινή (407 ΑΚ).
Συμπερασματικά, κοινά στοιχεία του αρραβώνα και της ποινικής ρήτρας είναι ότι αφενός πρόκειται για παρεπόμενες συμφωνίες που αποσκοπούν στην ενίσχυση της κύριας ενοχής αφετέρου εξυπηρετούν την ενίσχυση της θέσης του δανειστή. Οι διαφορές τους εντοπίζονται κυρίως στο ότι ο αρραβώνας δίνεται από το ένα συμβαλλόμενο μέρος στον άλλο ενώ την ποινή την υπόσχεται ο ένας στον άλλον. Ο αρραβώνας ενεργεί σε βάρος και των δυο συμβαλλομένων, ενώ η ποινική ρήτρα ενεργεί μόνο σε βάρος αυτού που υπόσχεται την ποινή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, 2015.