Της Βασιλικής Χαραλάμπους,
Τις τελευταίες ημέρες η επικαιρότητα βρίθει από ενημερωτικά δελτία κι ειδήσεις σχετικά με τη γνωστή υπόθεση ξυλοδαρμού μαθήτριας από συνομηλίκους της, παρουσία άλλων ανηλίκων, οι οποίοι παρακολουθούσαν αμέτοχοι τη βία να ξεδιπλώνεται μπροστά τους, χωρίς να συγκλονίζονται από τις εικόνες βίας. Το φαινόμενο αγγίζει νομικά και ψυχολογικά πεδία άξια μνείας και μελέτης.
Το φαινόμενο του αμέτοχου παρατηρητή αναφέρεται στο εξής παράδοξο: όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των μαρτύρων σε μια εγκληματική πράξη τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες το πρόσωπο που βρίσκεται σε κίνδυνο να βοηθηθεί από αυτούς. Οι ψυχολογικοί λόγοι που οδηγούν σε μια τέτοια αντίδραση αναλύονται, κυρίως, αρχικά στην επανάπαυση που νιώθει το άτομο, δεδομένου ότι ακριβώς, επειδή υπάρχουν κι άλλοι παρατηρητές, εκείνοι θα αναλάβουν την ευθύνη και θα ενεργήσουν, ενώ, δευτερευόντως, ενυπάρχει, ταυτόχρονα, και μια ανάγκη συμμόρφωσης με τους αποδεκτούς κοινωνικά τρόπους, ήτοι ένα αίσθημα φροϋδικής ψυχολογίας των μαζών: αφού δεν ενεργούν οι άλλοι, δεν θα ενεργήσω ούτε εγώ. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος θελήσει να ενεργήσει, πολλές φορές αισθάνεται τον φόβο και την ανασφάλεια, ότι δεν ξέρει πως ακριβώς να το κάνει ή ότι διακατέχεται από τρόμο μήπως κινδυνεύσει κι ο ίδιος.
Το ψυχολογικό αυτό φαινόμενο δεν τιμωρείται αυτούσιο, παρ’ όλα αυτά ο ποινικός νομοθέτης θέλησε να ποινικοποιήσει αντίστοιχες περιπτώσεις εγκλημάτων, θέτοντας, βέβαια, κάποιες βασικές προϋποθέσεις ως προς την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην συνιστά κάθε απραξία αμέτοχου παρατηρητή και ποινικό αδίκημα. Η συγκεκριμένη, λοιπόν, συμπεριφορά του «αμέτοχου παρατηρητή» ομοιάζει αρκετά με τα εγκλήματα δια παραλείψεως, τελούμενα και πιο συγκεκριμένα με το γνήσιο έγκλημα παράλειψης και συγκεκριμένης διακινδύνευσης, την παράλειψης προσφοράς βοήθειας, το οποίο εκτός από το έννομο αγαθό της ζωής του κινδυνεύοντος προστατεύει και την κοινωνική αλληλεγγύη. Εν τη αύτη περιπτώσει, η από ψυχολογικής άποψης έννοια του αμέτοχου παρατηρητή θα μπορούσε να μετουσιωθεί ποινικά και νομικά κατά μία έννοια στη συμμετοχική μορφή της συνέργειας ή ακόμη και συναυτουργίας σε παράλειψη προσφοράς βοήθειας.
Με βάση, λοιπόν, το άρθρο 307 του Ποινικού Κώδικα : «Όποιος με πρόθεση παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής αν και μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή.». Το γνήσιο αυτό έγκλημα παράλειψης μπορεί ευχερώς να γίνει αντιληπτό δεδομένου ότι η εγκληματική συμπεριφορά συνίσταται σε παράλειψη, ρητώς αναφερόμενη και περιγραφόμενη στο κείμενο του Ποινικού Κώδικα, κι η οποία ανάγεται σε ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά. Ως κίνδυνος ζωής είναι η κατάσταση, η οποία αναπόφευκτα οδηγεί προς την τρώση και βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής, η οποία μπορεί μόνο να αποτραπεί μόνο με τη σωστική ενέργεια του ατόμου.
Σημειωτέον δε ότι ο δράστης οφείλει να δράσει και να σώσει τον παθόντα μόνο εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος της δικής του ζωής ή υγείας και μάλιστα αναμένεται από αυτόν να πράξει με τέτοιον τρόπο, ώστε πράγματι να σώσει τον παθόντα. Τέλος, εκτός τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, πρέπει να πληρούται κι η υποκειμενική, ήτοι να υπάρχει δόλος (αρκεί οποιουδήποτε βαθμού) και φυσικά ο δράστης να γνωρίζει ότι η δική του αδράνεια οδηγεί σε τρώση του εννόμου αγαθού του παθόντα. Διευκρινίζεται, βεβαίως, ότι στην περίπτωση που η κατάσταση του θύματος δεν επιδέχεται ουδεμίας αρωγής και σωστικής βοήθειας, ήτοι είναι αναπότρεπτος ο θάνατος, θα πρέπει να αρνηθούμε την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 307 ΠΚ, λόγω μη ύπαρξης παράλειψης, με βάση την αρχή impossibilium nulla est ibligatio.
Ακολούθως, η άποψη που περιορίζει τον κύκλο των δραστών μόνο στα παρευρισκόμενα στον τόπο του κινδύνου πρόσωπα αποτελεί μια αναχρονιστική θέση, γι’ αυτό θεωρείται —ως ασπάζεται κι η γράφουσα— η θέση του κ. Ανδρουλάκη ως ορθότερη, σύμφωνα με τον οποίο «περιορίζοντας τον κύκλο των απομακρυσμένων υποχρέων, η υποχρέωση προσφοράς βοήθειας βαρύνει εκείνους των οποίων η συνδρομή εμφανίζεται κατά περιπτώσεις ως μόνη δυνατή ή ως εγγυώμενη ταχύτερη κι ασφαλέστερη σωτηρία». Έτσι, λοιπόν, κατά την άποψη αυτή, η υποχρέωση ενέργειας για την προσφορά βοήθειας θα πρέπει να κρίνεται με βάση το αποτέλεσμα που ήταν αντικειμενικά δυνατό να επέλθει από την αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη.
Συμπερασματικά, πρέπει, λοιπόν, σε αυτά τα εγκλήματα ο καθένας μας να ντύνεται το ένδυμα του ήρωα και να υπερβαίνει τα όρια του ψυχικού σθένους του; Η νομολογία μας ορθώς έχει δεχτεί ότι ως δυνατότητα διάσωσης νοείται κι η ειδοποίηση αστυνομίας, πυροσβεστικής υπηρεσίας, γιατρού κ.ά. Αρκεί, επομένως, κι η ενημέρωση των αρμόδιων αρχών , οι οποίες είναι σε θέση να λυτρώσουν τον παθόντα από τον κίνδυνο ζωής, ανεξαρτήτως αν αυτή η ενέργεια της ειδοποίησης θα καταστεί πράγματι αποτελεσματική για τη διάσωση των θυμάτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κ. Κακοβούλης, Οι ποινικές ευθύνες από το έργο των νηογνωμόνων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023.
- Π. Κατσουρίδης, Το φαινόμενο του αμέτοχου παρατηρητή και η ιστορία του, health4u.gr. Διαθέσιμο εδώ.