Του Δημήτρη Κυριαζή,
Μια ανάγκη και μάλιστα επιτακτική —για τα δικά μου δεδομένα τουλάχιστον— είναι η βαθιά συνειδητοποίηση του παραγωγικού χαρακτήρα της εξουσίας. Αντλώντας θάρρος —πρωτίστως— και υλικό από την ίδια την ανάλυση του Foucault για τον ρόλο που λαμβάνει αυτό που συγκαταβατικά ονομάζουμε «εξουσία», οφείλουμε να απομακρυνθούμε από την απλή εξωτερική και απαγορευτική της διάσταση και να εστιάσουμε και στην εσωτερική της.
Δεν είναι απαραίτητο να μας ασκούν βία κάθε είδους, προκειμένου να συνετιστούμε και να «ισιώσει το κλαδί». Αποτελεσματικότερο από την απαγόρευση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς είναι η υπαγόρευση της τελευταίας. Όταν η βία είναι άμεση, βιωματική και καθαρά εμπειρική, τα υποκείμενα —δηλαδή εμείς— είναι ευκολότερο να αντιδράσουν, καθώς η καταπίεση που τους ασκείται είναι εύληπτη και κατανοητή. Στην περίπτωση, όμως, που συγκροτηθούν τέτοια μοντέλα συμπεριφοράς, τα οποία με «φυσικό» και «κανονικό» τρόπο υποβάλλουν στα άτομα τον κοινωνικό τους ρόλο και δράση, χωρίς να διαταράσσουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, η ωμή βία περισσεύει.
Για παράδειγμα, δεν χρειάστηκε να μας δείρει ποτέ κανείς για να περνάμε στην απέναντι μεριά του δρόμου από τη διάβαση. Έχουμε μάθει να διασχίζουμε τον δρόμο κατά αυτόν τον τρόπο. Η ίδια η γνώση οικειοποιείται από τους φορείς τής εξουσίας με τη σειρά της και συγκροτεί χαρακτήρες, προσωπικότητες και συμπεριφορές. Αυτή είναι η παραγωγική διάσταση της εξουσίας. Μια διάσταση που παράγει υποκείμενα, διότι αυτά εσωτερικεύουν και «φυσικοποιούν» την παραχθείσα υποκειμενική πραγματικότητα.
Με τον ίδιο τρόπο, κανείς δεν μας έδειρε ώστε να λειτουργούμε «δημοκρατικά». Η Δημοκρατία ως έννοια άλλωστε, συγκρούεται με την ιδέα τής επιβολής και της καταπίεσης και λαμβάνει μια μορφή την οποία ηθικά νομιμοποιούμε. Ποιος εναντιώνεται στην αρχή της πλειοψηφίας; Παρόλα αυτά, έχουμε μάθει να τη νομιμοποιούμε και η εικόνα που έχουμε σχηματίσει για αυτήν είναι προϊόν εξουσιαστικών ωσμώσεων, αλλά και συγκεκριμένων κατευθυντήριων. Ήδη από το σχολείο, ένα δεκαπενταμελές μιλάει εκ μέρους μιας ολόκληρης μαθητικής σχολικής κοινωνίας. Και αυτή η μονοδιάστατη εσωτερίκευση του χαρακτήρα της Δημοκρατίας φαίνεται από το γεγονός ότι της προσδίδουμε μία μόνο χροιά και τη χρωματίζουμε με μία και μόνο απόχρωση. Η απόχρωση της αντιπροσώπευσης, λόγου χάρη, είναι αυτή που διακοσμεί γλαφυρά τον λευκό καμβά τής συνείδησής μας και η διεκδίκηση ή η συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες λειτουργεί ως το παραδεδεγμένο μοντέλο μιας ενεργής κοινωνίας πολιτών. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση στην έννοια της Δημοκρατίας θεωρείται μη δημοκρατική.
Σχετικά τώρα με την ενεργή Κοινωνία των Πολιτών και τις ριζοσπαστικές εκφάνσεις που αυτή λαμβάνει, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος την υπάρχουσα κατάσταση, διαφαίνεται πάλι η παραγωγική συνιστώσα των εξουσιαστικών φορέων. Ένας λόγος και μια δράση ριζοσπαστική και πολιτικά ενεργή, που ξεφεύγει από τα όρια του Κοινοβουλίου, έχει παγιδευτεί στη φενάκη μιας απατηλής διεκδίκησης της ελευθερίας. Η καταστολή παίρνει τη μορφή ελέγχου της σκέψης και η βία αντικαθίσταται από την εσωτερίκευση μιας ψευδεπίγραφης αντίστασης και αντίδρασης. Όταν, όμως, ο ίδιος ο καπιταλισμός, οι δομές που αυτός θεμελιώνεται και το σύστημα των αξιών που τον νομιμοποιούν λαμβάνουν έναν όλο και πιο ολοκληρωτικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην ξεφεύγει κανείς από τη λούπα αυτή, είναι υποκρισία να μιλάμε για αντισυστημική δράση, τη στιγμή που και η δράση αυτή συντηρεί με τη νωθρότητά της τον «Λεβιάθαν».
Ίσως, η ανάγκη για εκτόνωση της δυσανασχέτησης των πολιτών να είναι αυτό που οδηγεί τη διαμόρφωση από την εξουσία μιας φόρμας εξωτερίκευσης, όπως είναι οι άνευρες, κοινοβουλευτικές και μη, διαβουλεύσεις και δράσεις. Όταν η δυσανασχέτηση βρίσκει έναν «συμβατικό» τρόπο για να εκτονωθεί, τότε η ιδέα της ανατροπής μπαίνει απλά στο κάδρο ή, ακόμα χειρότερα, η έννοια της ανατροπής γίνεται συμβατική…
Η συζήτηση δεν δύναται να κλείσει. Τουλάχιστον όχι πριν προσδιοριστεί ποιος ακριβώς ασκεί την εξουσία εν τέλει, ποιος ο ρόλος τού ίδιου τού κράτους στην εξουσιαστική διαδικασία, σε ποιον υποτάσσεται το τελευταίο και ποιοι το υπηρετούν σε τελική ανάλυση. Αξίζει να στοχαστούμε, εν τέλει, αν κάθε μορφή κοινωνικής σχέσης ανακυκλώνει και αναπαράγει μία ήδη παραχθείσα πραγματικότητα και το μόνο που κάνουν τα υποκείμενα είναι μέσα από τη δράση τους να εμβαθύνουν, διευρύνουν και, ως αποτέλεσμα, να θεμελιώσουν με ακόμα μεγαλύτερη σταθερότητα ένα σύστημα οργάνωσης το οποίο σε πρώτο χρόνο αντιμάχονται. Είμαι πεπεισμένος πως η γνώμη του Aldous Leonard Huxley περιγράφει εύστοχα την εν λόγω πραγματικότητα: «Η τέλεια δικτατορία θα έχει την εμφάνιση της δημοκρατίας. Μια φυλακή χωρίς τοίχους στην οποία οι κρατούμενοι δεν θα ονειρεύονται να δραπετεύσουν. Ένα σύστημα δουλείας όπου χάρη στην κατανάλωση και τη διασκέδαση, οι δούλοι θα αγαπήσουν τη δουλεία τους».