19.3 C
Athens
Πέμπτη, 3 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ συναίνεση του ασθενούς στο δίκαιο της ιατρικής ευθύνης

Η συναίνεση του ασθενούς στο δίκαιο της ιατρικής ευθύνης


Του Θανάση Λέφα,

Όπως είναι ευρέως γνωστό, ο ασθενής έχει αναφαίρετο δικαίωμα να ενημερώνεται για την κατάσταση της υγείας του, το οποίο αναγνωρίζεται τόσο από το Σύνταγμα (5 παρ.1 κι 9 παρ.1 εδ. β’) όσο κι από ευρωπαϊκά νομοθετήματα, καθώς αποτελεί στοιχείο με μεγάλη νομική σημασία στο πεδίο της ιατρικής ευθύνης.

Νομική φύση της συναίνεσης

Καταρχήν, οποιαδήποτε ιατρική πράξη ενεργείται χωρίς προηγούμενη έγκυρη συναίνεση του ασθενούς παραβιάζει τη —μεταξύ γιατρού κι ασθενούς— σύμβαση ιατρικής αγωγής, ενώ συνιστά και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας (57 ΑΚ). Το γεγονός ότι η πράξη αυτή εκτελέστηκε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής δεν ενδιαφέρει. Όσον αφορά τη νομική φύση της συναίνεσης, επικρατεί διχογνωμία. Μια άποψη —η οποία είναι κι η κρατούσα— ισχυρίζεται ότι η συναίνεση δεν αποτελεί δικαιοπραξία. Ωστόσο, το αν συνιστά οιονεί δικαιοπραξία ή νομιμοποιητική πράξη που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της επέμβασης στο σώμα, ενδιαφέρει σχετικά με την ανάλογη εφαρμογή των περί δικαιοπραξιών διατάξεων. Έτσι, προκριτέος είναι ο χαρακτηρισμός της ως οιονεί δικαιοπραξία, αφού επιτρέπει την αναλογική εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων.

Ικανότητα για συναίνεση

Ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας συνδέει την ικανότητα για συναίνεση με την ικανότητα για δικαιοπραξία. Το άρθρο 12 παρ.2 β αα προβλέπει για τους ανηλίκους ότι η συναίνεση δίδεται από αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα κι επιμέλειά του. Όπως προκύπτει από τη διάταξη, για σοβαρές ιατρικές πράξεις η συναίνεση δίδεται κι από τους δύο γονείς, έστω κι αν ο ένας από αυτούς ασκεί την επιμέλεια. Ο ανήλικος, όσο ώριμος κι αν είναι, δε δύναται να δώσει τη συναίνεση μόνος του, κάτι που οδηγεί σε μια αντίφαση με τις επιταγές του σεβασμού της προσωπικότητας, της αυτονομίας και της ιδιωτικής ζωής των ανηλίκων κι έτσι μπορεί να κριθεί ως ατυχής η ρύθμιση του ΚΙΔ σχετικά με τους ανηλίκους.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Piron Guillaume

Ασθενείς, τώρα, που πάσχουν από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, γίνεται δεκτό ότι καταρχήν συναινούν αυτοπροσώπως στην ιατρική πράξη εκτός κι αν κατά τη στιγμή της παροχής της συναίνεσης βρίσκονται σε έλλειψη συνείδησης ή σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους (131 ΑΚ, αναλογική εφαρμογή). Στην περίπτωση αυτή, αν δεν έχει διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης, τη συναίνεση δίνουν οι οικείοι του ασθενούς, όπως προσδιορίζονται με ευρύτητα στο άρθρο 1 παρ.4 β ΚΙΔ.

Αδυναμία συναίνεσης

Στον νόμο δεν προβλέπεται η περίπτωση κατά την οποία ο –κατά τα άλλα– δικαιοπρακτικά ικανός ασθενής, είναι αναίσθητος και δεν είναι σε θέση να παράσχει τη συναίνεσή του. Υπάρχει, εδώ, η ανάγκη διαφύλαξης της αυτονομίας του ασθενούς. Το άρθρο 12 παρ.3 α ΚΙΔ, παρέχει το κατάλληλο έρεισμα. Σε αυτό, προβλέπεται ότι σε επείγουσες περιπτώσεις, στις οποίες υπάρχει ανάγκη για άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ιατρική φροντίδα, ο γιατρός νόμιμα μπορεί να προβεί στην ιατρική πράξη, χωρίς συναίνεση, επομένως η προσφυγή στους οικείους δεν απαιτείται. Εξ αντιδιαστολής, συνάγεται ότι αν δεν υφίσταται επείγουσα περίπτωση κι από τη στιγμή που ο ασθενής είναι δικαιοπρακτικά ικανός να συναινέσει, αλλά απλώς βρίσκεται σε πρόσκαιρη αδυναμία προς τούτο, τότε επιβάλλεται η αναβολή της ιατρικής πράξης εωσότου ανακτήσει την ανωτέρω δυνατότητα. Αν η αδυναμία παροχής συναίνεσης αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, τότε είτε θα διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης είτε θα συναινέσουν οι οικείοι.

Άρνηση συναίνεσης

Ενδέχεται, τόσο ο ασθενής όσο και τα πρόσωπα που αποκτούν εκ του νόμου αυτή την εξουσία για λογαριασμό του ασθενούς, να αρνούνται να παράσχουν την απαιτούμενη συναίνεση. Καταρχήν, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της άρνησης από τον ασθενή κι από τον τρίτο δικαιούχο της συναίνεσης. Σχετικά με τη δεύτερη περίπτωση, το ζήτημα πριν τον ΚΙΔ αντιμετωπιζόταν από το 1534 ΑΚ. Ωστόσο, το άρθρο 12 παρ. 3 γ ΚΙΔ προβλέπει ότι, όταν οι γονείς ανήλικου ή οι συγγενείς ασθενούς που δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, αρνούνται να συναινέσουν, ενώ υπάρχει ανάγκη άμεσης παρέμβασης, τότε κατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται συναίνεση. Επήλθε με αυτό τον τρόπο σιωπηρή κατάργηση του άρθρου 1534 ΑΚ, άποψη που έχει γίνει και νομολογιακά δεκτή.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Hush Naidoo Jade Photography

Για τους ανηλίκους, τα ανωτέρω αναφερθέντα αφορούν την περίπτωση που κι οι δυο γονείς αρνούνται να συναινέσουν. Συμπερασματικά, η παράκαμψη της κρίσης του τρίτου δικαιούχου, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση όταν δημιουργείται άμεσος κίνδυνος ζωής του ασθενούς, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 παρ. 3 γ ΚΙΔ. Σχετικά με την άρνηση του ασθενούς, ο οποίος είναι ικανός να συναινέσει αυτοπροσώπως, ο ΚΙΔ κι η Σύμβαση του Οβιέδο προβλέπουν ότι παρά τα προβλεπόμενα στο ποινικό δίκαιο, για τον ασθενή δεν υφίσταται ουδεμία υποχρέωση να δεχτεί ακόμα κι ιατρική πράξη σωτήρια για τη ζωή του παρά τη βούλησή του. Επομένως, όταν ο γιατρός επεμβαίνει αυτόβουλα, τότε προβαίνει σε αυθαίρετη ιατρική πράξη, υφιστάμενος τις συνέπειες που προβλέπονται από αυτή.

Τέλος, συναίνεση συνεπεία πλάνης, απάτης ή απειλής είναι ανίσχυρη. Ομοίως, συναίνεση που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη, καθώς κι η συναίνεση που δόθηκε υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Επιπρόσθετα, δεν απαιτείται να είναι ρητή, αλλά μπορεί και να συνάγεται από τη συμπεριφορά του ενημερωμένου ασθενούς.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Κατερίνα Φουντεδάκη, Παραδόσεις Αστικής Ιατρικής Ευθύνης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θανάσης Λέφας
Θανάσης Λέφας
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη των Σερρών. Βρίσκεται στο 4ο έτος των σπουδών του στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. Έχει πτυχίο στα αγγλικά και στα γαλλικά. Του αρέσει να παρακολουθεί νομικά, οικονομικά και πολιτικά θέματα της επικαιρότητας, ενώ τον ελεύθερό του χρόνο τον αξιοποιεί παίζοντας μπάσκετ.