Της Βερονίκης Στεριώτη,
Ο Εμφύλιος Πόλεμος του 1946, ανάμεσα στον κυβερνητικό Ελληνικό Στρατό και τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, θεωρείται διεθνώς μια από τις μεγαλύτερες απώλειες που γνώρισε η χώρα από το 1830 έως σήμερα. Συνεπώς, όπως είναι κατανοητό, επέφερε σημαντική πληγή στην οικονομική, κοινωνική αλλά και πολιτική Ελλάδα. Είναι σαφές πως άφησε πίσω του περίπου 50.000 νεκρούς, 80.000 πολιτικούς πρόσφυγες, που κατέφυγαν στις χώρες της Αν. Ευρώπης, 700.000 ανθρώπους που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και τεράστιες υλικές ζημιές. Επιπλέον, αναμφίβολα, άνοιξε ένα βαθύ χάσμα ανάμεσα στους Έλληνες το οποίο σφράγισε τη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία.
Το πολίτευμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας ήταν η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οι πολίτες, ωστόσο, που κρίνονταν ύποπτοι αριστερών φρονημάτων στέλνονταν στις φυλακές και στα στρατόπεδα εξορίας. Ορισμένοι εκτελούνταν ενώ το κράτος απαιτούσε την υπογραφή «δηλώσεων νομιμοφροσύνης». To σύνταγμα του 1952 κάλυπτε νομικά αυτές τις αντιδημοκρατικές πρακτικές. Επομένως, το ελληνικό πολίτευμα εμφάνιζε σοβαρές δυσλειτουργίες. Είχε φτάσει πλέον η στιγμή να τεθούν υπό συζήτηση οι πρώτες προσπάθειες εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος της χώρας.
Η περίοδος που μας ενδιαφέρει, χαρακτηρίζεται στο οικονομικό-πολιτικό πλαίσιο της χώρας από την καπιταλιστική «ανασυγκρότηση». Για καιρό ακόμη, το πολιτικό σύστημα, παρέμεινε στάσιμο στις μετεμφυλιακές δομές του και είχε πλέον φτάσει η στιγμή για το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού. Προκειμένου να επιτευχθεί η αναπροσαρμογή του πολιτικού συστήματος και του τρόπου κυριαρχίας στις νέες συνθήκες, έπρεπε να δημιουργηθούν τροποποιήσεις στον εσωτερικό αλλά και τον εξωτερικό τομέα. Οι εκλογές του 1958 ήταν διαφορετικές από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα. Οι λόγοι που οδήγησαν στις εκλογές αυτές ήταν διαφορετικοί και το αποτέλεσμα τους είχε σημαντικές επιπτώσεις στην πολιτική σύνθεση της χώρας.
Για την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, οι εκλογές αυτές συνιστούσαν σημαντική αμφισβήτηση του πρωθυπουργού και των επιλογών του από κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης. Αυτή η αμφισβήτηση οδήγησε στην αποχώρησή του και σημάδεψε το 1958 για την ΕΡΕ. Για το Κόμμα Φιλελευθέρων, η ήττα που υπέστη στις εκλογές σήμανε την κατάρριψη του Κέντρου ευρύτερα. Το κόμμα βρισκόταν προηγουμένως σε έναν κύκλο συγκρούσεων κορυφής μεταξύ των κορυφαίων προσωπικοτήτων, του Σοφοκλή Βενιζέλου και του Γεωργίου Παπανδρέου. Μετά τις εκλογές, η ΕΡΕ συνέχισε να κυβερνά με ασφάλεια, αλλά η οικονομική και κοινωνική κρίση που έπληττε τη χώρα εξακολουθούσε να αποτελεί σοβαρή πρόκληση για την κυβέρνηση. Η έλλειψη ισορροπίας στον προϋπολογισμό, η ανεργία, η μείωση των εξαγωγών και οι περιορισμοί στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας απαιτούσαν αποφασιστικές πολιτικές επιλογές και μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπισή τους. Συνολικά, οι εκλογές του 1958 επιβεβαίωσαν τη σταθερότητα του πολιτικού σκηνικού της εποχής και την κυριαρχία της Δεξιάς, αλλά έδειξαν, επίσης, την αυξανόμενη πολιτική απήχηση του Κόμματος Φιλελευθέρων.
Οι εκλογές αυτές, έθεσαν τα θεμέλια για τις μεταγενέστερες πολιτικές εξελίξεις της χώρας, καθώς οι πολιτικές δυνάμεις συνέχισαν να διεκδικούν την εξουσία και να επηρεάζουν την κοινωνία. Με τις 22 προτάσεις αναθεωρήσεως του Συντάγματος το 1961, τις λεγόμενες «Προτάσεις της βαθειάς τομής εις το Σύνταγμα», η κυβέρνηση επιχείρησε την τροποποίηση των συνταγματικών ρυθμίσεων, με σκοπό να επιτευχθεί η συγκέντρωση της εξουσίας στην εκτελεστική και να οργανωθεί η παρεμβατικότητα του κράτους στην οικονομία, ώστε το κράτος να πλαισιώσει οργανωτικά την εκβιομηχάνιση και την οικονομική ανάπτυξη. Ακόμη, οι προτάσεις αυτές έλυναν βασικά εσωτερικά προβλήματα που αφορούσαν το θέμα των ατομικών δικαιωμάτων, όπως την κατάχρησή τους, την ελευθερία τους, του τύπου, των βουλευτών καθώς και τα περί Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Μεγαλύτερες αλλαγές προσπάθησε να φέρει η Ένωση Κέντρου στο χώρο της εκπαίδευσης, με φιλελευθερικούς τρόπους. Για αρχή, πραγματοποιήθηκε η κατάργηση για τα δίδακτρα και εξέταστρα, διευκολύνοντας, με αυτό τον τρόπο, την πρόσβαση στην εκπαίδευση, υιοθετήθηκε η δημοτική γλώσσα και η υποχρεωτική εκπαίδευση από έξι χρόνια, έγινε εννέα. Ακόμη, ιδρύθηκαν δύο νέα Πανεπιστήμια, στα Γιάννενα και στην Πάτρα, ενώ στη μέση εκπαίδευση θα χρησιμοποιούνταν πλέον μεταφράσεις για την ερμηνεία ξένων κειμένων. Ακολούθησε η ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που θα έφερε την ευθύνη για τα νέα αναλυτικά προγράμματα, την ανανέωση των διδακτικών βιβλίων και την παιδαγωγική έρευνα. Προοδευτικά, λοιπόν, είναι προφανές πως η εξουσία του Κέντρου οδηγούσε σταδιακά σε εκδημοκρατισμό. Τελικά, τον Μάρτιο του 1967 (μετά την παραίτηση και αναχώρηση του Καραμανλή για τη Γαλλία) ο βασιλιάς ανέθεσε στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος είχε ήδη αναλάβει ηγέτης της ΕΡΕ, να σχηματίσει κυβέρνηση και να κάνει εκλογές.
Για το ελληνικό εξωτερικό κεφάλαιο υπήρχαν αναμφίβολα αρκετοί στόχοι, εκ των οποίων οι δύο κρίνονται από τους σημαντικότερους και πιο άξιους τοποθέτησης και ανάλυσης στην παρούσα αναφορά. Ο πρώτος αφορούσε το Κυπριακό Πρόβλημα, το οποίο ο Καραμανλής (ως πρωθυπουργός της περιόδου) είχε με επιτυχία επιλύσει χάρη στις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (1959). Η συνθήκη αυτή ανεξαρτησίας, κατέστη δυνατή μέσα από μια σειρά τροποποιήσεων όπως η ισορροπία δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας και των στρατηγικών συμφερόντων μεταξύ ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο. Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική εξωτερική πολιτική είχε ξεκινήσει τα πρώτα βήματα προσπάθειας για μια μεγάλη αλλαγή. Εξελίσσεται, λοιπόν, στα πρώτα στάδια, προσπαθώντας να διεκδικήσει την αμερικανική μεσολάβηση και στήριξη. Για πρώτη φορά, ο σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών επισκέφτηκε την Ελλάδα τον Ιούνιο 1956 και τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου απέφυγε να στηρίξει την αγγλογαλλική παρέμβαση στο Σουέζ, ενώ ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής, επισκέφθηκε επισήμως την Γιουγκοσλαβία τον Δεκέμβριο του 1956. Ακόμη, έκανε προσπάθειες ελέγχου της δραστηριότητας της ΕΟΚΑ και του Γρίβα στην Κύπρο. Τα παραπάνω, μαζί με την αγγλική στάση συγκρότησαν τη λύση του κυπριακού προβλήματος.
Την ίδια εποχή, η Κυβέρνηση Καραμανλή εστίαζε περισσότερο προς την ευρωπαϊκή προοπτική. Ήταν ξεκάθαρο πως η αναπτυξιακή πολιτική της χώρας είχε ανάγκη εισαγωγής επενδυτικών και ευρωπαϊκών κεφαλαίων. Συγχρόνως, η εξέλιξη της ελληνικής αγοράς βασίζονταν στην Ευρώπη κυρίως για τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, τη μετανάστευση, άδηλους πόρους, εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών κλπ. Οι πολιτικές δε, εξαρτήσεις ήταν μια απτή πραγματικότητα. Ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής μαζί με τον Υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης Ευ. Αβέρωφ, θεωρούσαν πως αυτή η προσπάθεια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελούσε μια ευκαιρία για την οικονομική αλλά και πολιτική ανάπτυξη της χώρας, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυε την ασφάλειά της. Εξάλλου, η ένταξη και προσάρτηση της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ αποτελούσε μια «χαλάρωση» της εξάρτησής της από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ σε μια περίοδο που η Αμερική ξεκινούσε να υιοθετεί μια στάση αμφισβήτησης προς την Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο στις 9 Ιουλίου 1961, μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, υπογράφηκε η συμφωνία σύνδεσης της χώρας με την ΕΟΚ. Ήδη, λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ξεκινά η ταχύτατη αύξηση της εισροής κεφαλαίων. Η πολιτική αυτή στρατηγική επεδίωκε να πετύχει την εκβιομηχάνιση και να διατηρήσει με κάθε τρόπο την κοινωνική πειθαρχία. Μια κύρια προϋπόθεση της επιτυχίας του εκσυγχρονιστικού προγράμματος ήταν, λογικά, η παραμονή της ΕΡΕ στην εξουσία, ώστε να μπορέσει να πραγματοποιήσει το ζητούμενο στόχο. Εξάλλου, στο εσωτερικό της χώρας, ο Καραμανλής είχε επιδιώξει να καταστήσει ηπιότερο το καθεστώς κράτησης σε στρατόπεδα ή φυλακές των αριστερών. Κάπως έτσι, εξηγείται και η εκλογική νίκη του κόμματος το 1961.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, προκύπτει το συμπέρασμα πως η ελληνική προσπάθεια παρουσιάζεται αναληφθείσα μετά το 1950 σε συνθήκες μιας γενικότερης αναμόρφωσης του δυτικού/καπιταλιστικού μοντέλου διακυβέρνησης. Ο ελληνικός εκσυγχρονισμός, αυτά τα χρόνια, εντασσόταν σε μια ευρύτερη διαδικασία σύγκλισης με τη Δύση, που αποτελούσε κυρίαρχο στόχο των αναδυόμενων νέων ηγεσιών. Εξίσου σημαντικός ήταν ο εσωτερικός συστημικός παράγοντας που αφορά το κοινωνικό προαπαιτούμενο της επιτυχίας. Η κοινωνία διψούσε για ανάπτυξη, έργο και αποτέλεσμα. Παρ’ ότι υπήρξαν αντιδράσεις στο εσωτερικό και εξωτερικό πεδίο, το ελληνικό κράτος δεν έπαψε να δίνει μάχη για τον δικό του αγώνα ενάντια στη μετεμφυλιακή κατάσταση. Οι παραπάνω προσπάθειες αλλά και οι στόχοι εκσυγχρονισμού της πολιτικής ζωής που αναφέρθηκαν, ύστερα από χρόνιες επιδιώξεις αποτελούν σημαντικό κομμάτι της πολιτικής εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας και ιστορίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χαραλάμπης Δημήτρης (1996), Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός: Η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, εκδ. Εξάντας
- Κωστής Κώστας (2018), Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας: Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος-21ος αι., εκδ. Πατάκη