13.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο δευτερογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το δευτερογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης


Της Βασιλικής Φώτη,

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει νομική προσωπικότητα και για τον λόγο αυτόν διέπεται από τη δική της έννομη τάξη,  η οποία διαφέρει από τη διεθνή. Το δίκαιο της ΕΕ επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τη νομοθεσία των κρατών-μελών της και γίνεται μέρος της έννομης τάξης κάθε κράτους-μέλους. Η έννομη αυτή τάξη αποτελείται συνήθως από το πρωτογενές δίκαιο (τις Συνθήκες και τις γενικές αρχές του δικαίου) κι από το δευτερογενές ή παράγωγο αλλιώς δίκαιο, το οποίο και θα αποτελέσει αντικείμενο του παρόντος άρθρου.

Τι σημαίνει, όμως, δευτερογενές δίκαιο της Ένωσης; Το δευτερογενές δίκαιο περιλαμβάνει όλες εκείνες τις πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και ως εκ τούτο, το εν λόγω δίκαιο αποτελεί δημιούργημα αυτών. Κάποιες από αυτές τις πράξεις δύνανται να αναπτύξουν δεσμευτικότητα, να επιφέρουν, δηλαδή, άμεσα αποτελέσματα από τη θέση σε ισχύ τους και άλλες όχι. Έτσι, λοιπόν, γίνεται λόγος για πράξεις δεσμευτικές και για μη δεσμευτικές.

Σε ό,τι αφορά τις δεσμευτικές πράξεις αυτές, με τη σειρά τους διακρίνονται σε νομοθετικές και μη νομοθετικές (υποδιαίρεση των τελευταίων συνιστούν οι: κατ’ εξουσιοδότηση μη νομοθετικές και οι εκτελεστικές μη νομοθετικές). Κριτήριο για τη διάκριση των πράξεων σε νομοθετικών και μη συνιστά το θεσμικό όργανο από το οποίο αυτές προέρχονται. Το άρθρο 289 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ένωσης (ΣΛΕΕ εφεξής) αναφέρει επακριβώς ποια είναι η διαδικασία θέσπισης του των νομοθετικών αυτών πράξεων, ενώ το ακριβώς προηγούμενο αναφέρεται στις τρείς πιο σημαντικές από αυτές: στον Κανονισμό, στην Οδηγία και στην Απόφαση. Οι πράξεις αυτές όμως, προκειμένου να απολαύουν νομιμότητας, δέον να συνοδεύονται από τις κατάλληλες εγγυήσεις κατά τη διαδικασία παραγωγής τους.

Πρωτίστως, για τη νομιμότητα των πράξεων της Ένωσης απαιτείται η ύπαρξη της κατάλληλης νομικής βάσης. Αυτό σημαίνει ότι η συγκεκριμένη πράξη πρέπει να εκδίδεται αφενός εντός των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες, και αφετέρου να εκδίδονται από το κατάλληλο θεσμικό όργανο. Περαιτέρω, απαιτείται η πράξη να συνοδεύεται από την κατάλληλη αιτιολογία, ώστε να γνωστοποιούνται μέσω αυτής όλα τα δεδομένα έκδοσής της στους ενδιαφερομένους, αλλά και για να μπορεί το Δικαστήριο της Ένωσης να ελέγξει τη νομιμότητά της.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: dimitrisvertsikas1969

Η ύπαρξη αιτιολογίας είναι εξαιρετικής σημασίας για τη θεμελίωση αυτής της νομιμότητάς της, καθόσον δια μέσω αυτής φαίνεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο η συλλογιστική πορεία που ακολούθησε το αρμόδιο όργανο για την έκδοσή της. Έλλειψη δε της αιτιολογίας δύναται να επιφέρει ακόμα και ακυρότητα της πράξης, ενώ λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Απαραίτητη προϋπόθεση συνιστά και η δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Ένωσης, όπως εξάλλου διατυπώνει ρητώς το άρθρο 297 ΣΛΕΕ προκειμένου να εξασφαλίζεται η βεβαιότητα σχετικά με τον χρόνο έναρξης της ισχύς της (είτε οι πράξεις που δημοσιεύονται αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία που αναγράφεται στο σώμα του είτε είκοσι μέρες από τη δημοσίευσή τους.)

Ο Κανονισμός αποτελεί την πιο θεμελιώδη πράξη της Ένωσης, αφού έχει γενική ισχύ, δεσμεύει άμεσα τα κράτη-μέλη και ταυτόχρονα ισχύει για το σύνολο αυτών. Έτι ειδικότερα, ο Κανονισμός περιλαμβάνει κανόνες γενικούς και αφηρημένους και μέσω αυτού ρυθμίζεται απεριόριστος αριθμός εννόμων σχέσεων. Όλες οι διατάξεις του είναι δεσμευτικές και απευθύνονται στα κράτη-μέλη, στα θεσμικά όργανα και στους πολίτες των κρατών-μελών.

Αυτή η απόλυτη δεσμευτική ισχύς του συνεπάγεται περαιτέρω τη μηδενική διακριτική ευχέρεια που αφήνεται στα κράτη-μέλη ως προς την εφαρμογή και τη συμμόρφωσή τους σε αυτόν. Τα πρόσωπα που αντλούν δικαιώματα από τον Κανονισμό μπορούν να τον επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Στην περίπτωση αυτήν, ο εθνικός δικαστής είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίζει τα δικαιώματα αυτά και να τα προστατέψει. Η έκδοση Κανονισμών προτιμάται από τα θεσμικά όργανα, όταν αυτά επιδιώκουν να πετύχουν στο εσωτερικό των κρατών-μελών πλήρη ομοιομορφία ως προς ένα συγκεκριμένο ζήτημα και ταυτόχρονη έναρξη ισχύος.

Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 288 ΣΛΕΕ γίνεται λόγος για την Οδηγία. Πρόκειται και αυτή για μια πράξη νομοθετική που εκδίδεται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, με τη διαφορά, όμως, ότι αυτοί έχει ως αποδέκτες αποκλειστικά τα κράτη-μέλη και ότι παράγει δεσμευτικότητα ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της ρύθμισης που επιθυμεί να εισάγει. Τα κράτη-μέλη έχουν, ωστόσο, την υποχρέωση μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία να μεταφέρουν την Οδηγία στο εσωτερικό τους με μια κανονιστική πράξη της επιλογής τους, αρκεί με αυτή να επέρχεται το επιδιωκόμενο από την Οδηγία αποτέλεσμα.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Karolina Kaboompics

Με άλλα λόγια, κατά το στάδιο μεταφοράς αυτής από το ενωσιακό επίπεδο στο εθνικό, δίνεται στα κράτη-μέλη διακριτική ευχέρεια, η οποία, όμως, εκτείνεται μόνο στον τρόπο μεταφοράς και όχι στο ουσιαστικό περιεχόμενο. Συναφώς, οι έννομες συνέπειες για τα κράτη-μέλη από την Οδηγία επέρχονται όχι από την έκδοσή της, αλλά από τη μετατροπή αυτής με την «Πράξη Μεταφοράς». Απαιτείται δε κάθε κράτος-μέλος όχι απλώς να μεταφέρει την Οδηγία εμπρόθεσμα και προσηκόντως, αλλά να την εφαρμόζει ορθώς. Σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να έρθει αντιμέτωπο με τις συνέπειες των άρθρων 258 ΣΛΕΕ.

Τέλος, η τελευταία από τις δεσμευτικές νομοθετικές πράξεις της Ένωσης είναι η Απόφαση, η οποία είναι δεσμευτική στο σύνολό της και μπορεί να απευθύνεται σε έναν ή περισσότερους ιδιώτες, αντιμετωπίζεται, με άλλα λόγια, όπως και μια κλασσική ατομική πράξη των εθνικών δικαίων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Δονάτος Ι. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 263 και επόμενες, 5η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Φώτη
Βασιλική Φώτη
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Κατερίνη. Είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Από το πρώτο μέχρι και το τρίτο έτος των σπουδών της εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο της Θεσσαλονίκης, το οποίο εξειδικευόταν σε ζητήματα του εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου. Η αρθρογραφία, τα λογοτεχνικά βιβλία, το θέατρο και η άθληση συγκαταλέγονται μεταξύ των ενδιαφερόντων της. Διαθέτει άριστη γνώση της αγγλικής και καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας.