Της Γεωργίας Σαχινίδου,
Ο καθένας από εμάς θέλει να νιώθει αποδεκτός από τον περίγυρό του και γενικότερα από την κοινωνία. Τι γίνεται όμως στη σημερινή εποχή, όπου ο καταναλωτικός χαρακτήρας της κοινωνίας είναι πιο έντονος από ποτέ και το μόνο το οποίο φέρνει μια παροδική ευτυχία, είναι η αγορά αναγκαίων ή και μη αγαθών; Το άτομο πλέον, ανεξάρτητα από την οικονομική του κατάσταση ασυνείδητα προσπαθεί να αντιγράψει τις τάσεις, με σκοπό να ενσωματωθεί με τους συνομηλίκους του σταματώντας, όχι μόνο να μην συλλογίζεται με το «τι θα έκανα εγώ», αλλά με το «τι θα πουν αυτοί για μένα;»
Υπερκαταναλωτισμός, σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη, ονομάζεται η τάση που χαρακτηρίζει τους πολίτες της καταναλωτικής κοινωνίας για υπερβολική κατανάλωση αγαθών. Με λίγα λόγια, η υπερβολική αγορά αγαθών που είτε ήδη έχουμε και συνεχίζουμε, βέβαια, να αγοράζουμε επιπρόσθετα είτε η εντελώς αχρείαστη αγορά τους. Εν έτη 2024, η πλειονότητα των ανθρώπων γνωρίζει πως, ο πληθωρισμός των τιμών σε όλα τα είδη της αγοράς και ιδιαίτερα, σε αυτά που καλύπτουν τις πλασματικές μας ανάγκες, αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Αντίθετα όμως, με ό,τι παρέθεσα, αν κάποιος βγει έξω θα παρατηρήσει ότι, τα μαγαζιά με ρούχα, παπούτσια ακόμη και καλλυντικά είναι γεμάτα από κόσμο. Αυτό, γίνεται εξαιτίας της επιρροής που έχουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία επηρεάζουν τους δέκτες τους σε ένα υπέρμετρο ποσοστό στο να βρίσκονται πάντα μέσα στη μόδα. Λόγω αυτού, συνεπάγεται πως, τα άτομα επιβάλλεται να έχουν τα πιο trendy (μοδάτα) κομμάτια από ρούχα, τσάντες, παπούτσια και τα συναφή. Το φαινόμενο αυτό ακόμα εντοπίζεται στην πλειοψηφία του, στις νεότερες γενιές, αλλά δεν παύει να υπάρχει και σε ένα ικανοποιητικό βαθμό και στις μεγαλύτερες ηλικίες, αφού οι περισσότεροι είναι ανεξάρτητοι οικονομικά.
Ως φαινόμενο, ο υπερκαταναλωτισμός θεωρείται πως προσφέρει ευτυχία στον αγοραστή της, αλλά και όπως ειπώθηκε προηγουμένως και προσωρινή χαρά. Όμως, αν αυτή η συμπεριφορά γίνει μια επανειλημμένη συνήθεια ειδικά στους νέους, οι οποίοι δεν έχουν κατακτήσει ακόμα την κριτικής τους σκέψη στο μέγιστο βαθμό, δεν προσφέρει τίποτα, καθώς η χαρά αυτή δεν παραμένει, μιας και τη στιγμή που ο καταναλωτής αφήσει στο πάτωμα τις σακούλες με αυτά που αγόρασε, συνεχίζει να βυθίζεται στα προβλήματα και τις έγνοιες που τον ταλάνιζαν προηγουμένως.
Φυσικά, η αποφυγή των προβλημάτων που έχει ο μέσος άνθρωπος παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της συνήθειας, αν και δεν είναι ο μόνος. Σημαντική αφορμή είναι ακόμη και η φανερή επιθυμία των ανθρώπων να νιώθουν ενσωματωμένοι ή αλλιώς ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας, στην οποία συναναστρέφονται και αντιδρούν. Αυτή η επιθυμία ένταξης υπήρχε και θα υπάρχει ανέκαθεν στον άνθρωπο, διότι από τη φύση του ακολουθεί τις κοινωνικές τάσεις. Ειδικότερα, ένας από τους βασικότερους παράγοντες είναι το σχολείο. Από το σχολείο αρχίζει η κοινωνικοποίηση του ατόμου, στην οποία το παιδί λειτουργεί ως ένα σημαντικό κομμάτι της σχολικής κοινωνίας, καθώς το σχολείο χαρακτηρίζεται σαν μια μικρογραφία της κοινωνίας. Έτσι, από μικρή ηλικία φαίνεται πως η μάζα ακολουθεί συστηματικά τη μόδα, αποσκοπώντας στην ένταξη της με τους φαινομενικά όμοιούς της.
Πώς συσχετίζεται ωστόσο η υπερκατανάλωση με το τι κάνουν τα παιδιά που πάνε ακόμη σχολείο; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Τα παιδιά επιθυμούν να γίνονται αποδεκτά και για να καταφέρουν ακριβώς αυτό, αγοράζουν υπερβολικό αριθμό ρούχων, αξεσουάρ και παπουτσιών, τα οποία σύντομα θα σταματήσουν να είναι μοδάτα. Το γεγονός αυτό, οδηγεί στην ασταμάτητη διαδικασία του νέου να αγοράζει διαρκώς νέα πράγματα τουλάχιστον ανά 3 μήνες, για να φανεί όπως θα έλεγαν και οι ίδιοι πιο κουλ ή για να νιώσουν επιθυμητοί προς την παρέα τους. Όλοι γνωρίζουμε ότι η κοινωνική αποδοχή είναι ένα από τους πιο αποφασιστικούς παράγοντες που συνδράμουν στην θετική ανάπτυξη των παιδιών βοηθώντας τα στην αυτοεκτίμησή τους, αλλά και πιο γενικά με τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.
Η ανάγκη να βρισκόμαστε πάντα μέσα στη μόδα προκαλεί την υπερπαραγωγή αγαθών, ενισχύοντας την υπερκατανάλωση που προϋπάρχει, δημιουργώντας μεγαλύτερη ζήτηση αυτών των προϊόντων. Η νεολαία θα κάνει το οτιδήποτε δυνατό για την κοινωνική τους αποδοχή, χωρίς να ενδιαφερθεί για το κόστος, αφού τις περισσότερες φορές δεν τους αφορά. Αυτό δε σημαίνει ότι, είναι οι μόνοι και μοναδικοί υπαίτιοι του προβλήματος. Εξάλλου, σε μια κοινωνία που είναι διαμορφωμένη με αυτόν τον τρόπο τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν;