Του Δημήτρη Κυριαζή,
Με αφορμή το 10ο Φεστιβάλ Δάσους και της παρακολούθησης της θεατρικής παράστασης Όρνιθες του Αριστοφάνη, πιστεύω αξίζει τον κόπο να σχολιαστεί το περιεχόμενο και να παρατεθεί μια πρώτη εντύπωση ενός κλασσικού αν μη τι άλλο έργου. Χωρίς ιδιαίτερη έμφαση σε ερμηνείες, σκηνικά, ενδυμασίες —παρόλο που ήταν όντως αξιόλογα— αυτό που απαιτούν οι περιστάσεις είναι μια βαθιά κατανόηση της οντολογικής διάστασής του, και μια εξίσου εύστοχη κριτική σε πιθανόν αστοχίες, αλλά και ανακυκλωμένους προβληματισμούς.
Σε πρώτο χρόνο, η αδυναμία που παρατηρείται από την πλευρά της ανθρώπινης δράσης και υπόστασης να ενσωματωθεί σε μια καινούργια μορφή κοινωνικοποίησης και κοινωνικής διάδρασης (αναφέρομαι προφανώς στους δύο πρωταγωνιστές που αναζητούν την εναλλακτική κοινωνία θεμελιωμένη σε άλλες αρχές και αξίες, αυτή των πουλιών), θέτει ρητορικά —κατά τη γνώμη μου— ερωτήματα για την ίδια την σχέση του ανθρώπου πολίτη με τη φύση. Είναι μια σχέση αντιπαράθεσης και ρήξης ή μια σχέση συμφιλίωσης και συμπόρευσης; Η φύση γοητεύει τον άνθρωπο, αλλά από πότε ο άνθρωπος έχει την υποχρέωση να αποκόπτεται από αυτή και να κατανέμει διακριτές ιδιότητες στη δράση του, χωρίς να συνυπολογίζει τις φυσικές; Σε καιρούς που ο μέση κοινωνική συμπεριφορά θέτει από μόνη της περιορισμούς σε αυτή τη σχέση, μάλλον πρόκειται για μια σχέση συγκρουσιακή. Σε κάθε σπίτι άλλωστε, μια πιθανή εισβολή από κάποιο έντομο προκαλεί τρόμο και αντιδράσεις υστερίας. Άρα, όντως, ο άνθρωπος αντιμάχεται τη φύση, και όποιος θεωρεί πως δεν την αντιμάχεται γίνεται απλά ένας φυσιολάτρης που τα Σαββατοκύριακά του επιλέγει να πηγαίνει εκδρομές στην ύπαιθρο.
Η βαθύτερη ουσία αυτής της ανησυχίας είναι το κατά πόσον η ανθρώπινη κοινωνία και οργάνωση αποτελούν διακριτό κομμάτι από την φύση. Η ανάγκη των δύο προβληματισμένων συνοδοιπόρων που πασχίζουν να βρουν την καινούργια αυτή μορφή ζωής, μαρτυρά πως εντέλει η κοινωνία των ανθρώπων δεν αποτελεί πτυχή της φυσικής ισορροπίας, για αυτό και τη διαταράσσει. Η αδυναμία της ένταξής τους είναι παράγωγο των κοινωνικών επιταγών μιας οργάνωσης που ρίζωσε σε αρχές που απογυμνώνουν τον άνθρωπο από τα χαρακτηριστικά της φυσικής αρμονίας και προμηνύουν την αποξένωσή του από αυτή. Αν η δραστηριότητά μας πλαισιωνόταν από τη φυσική ακατέργαστη πτυχή της, δεν θα παραγόταν η δυσανασχέτηση που οδήγησε στην αναζήτηση ενός νέου μοντέλου που εντάσσει τους φυσικούς, ακατέργαστους και αυθεντικούς νόμους.
Παράλληλα όταν η ένταξη στη νέα αυτή μορφή ζωής, που προϋποθέτει την εσωτερίκευση της ιδέας ότι φύση και άνθρωπος είναι δύο παράλληλες γραμμές που βαδίζουν μαζί χωρίς να συγκρούονται, πραγματοποιηθεί, τότε ξεκινά η οικοδόμηση μιας νέας πολιτείας στις νέες αυτές βάσεις. Μιας πολιτείας, όμως, που αποκόπτεται από τους θεούς και στέκεται εμπόδιο της σχέσης της κοσμικής ανθρώπινης κοινωνίας με αυτούς. Προφανώς, η κριτική του έργου εστιάζει στην εξουσιαστική διάσταση αυτής της σχέσης, από τη στιγμή που υπονομεύεται από οποιοδήποτε δόγμα η ελευθερία της κριτικής και η αμφισβήτηση του «δεδομένου» αργεί να ωριμάσει.
Ωστόσο, όταν ο κληρικαλισμός, ο αισχρός δογματισμός και η θρησκευτική υποτέλεια γίνονται το αντικείμενο κριτικής μια κοσμικής θεώρησης της πραγματικότητας, χάνεται από το προσκήνιο ταυτόχρονα ολόκληρη η μεταφυσική διάσταση και οδηγούμαστε στον μηδενισμό του ανώτερου νοήματος που προσφέρει μία μη κοσμική σκέψη. Τα ρηχά νοήματα και αυτά με τη σειρά τους αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη μιας αναστοχαστικής λογικής, αφού δεν ενδιαφέρει τίποτα περισσότερο τα υποκείμενα παρά η απλή βιολογική τους υπόσταση και η ικανοποίηση των ακόρεστων επιθυμιών. Μια ηθική του ανώτερου σκοπού βοηθά στην ανάδειξη ενός παραδείγματος συμπεριφοράς από το οποίο δεν εκλείπει η ευρύτερη κοινωνική του συνιστώσα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η σχέση μας με το «θείο» καθίσταται επιτακτική, αν όχι και απαραίτητη, δεδομένου ότι δεν υπάρχει η ανάγκη του να ζει μόνο κανείς, αλλά και να ξέρει για ποιόν λόγο ζει.
Και τέτοιου είδους ερωτήματα δύσκολα απαντώνται από ορθολογιστές κοσμικούς, όπως και ο πραγματισμός με τη σειρά του δύσκολα συναντά το φαντασιακό. Επομένως, οδηγούμαστε αυτομάτως σε μια σχέση πολυγαμική μεταξύ των τριών αυτών καταστάσεων. Ένας άνθρωπος που παύει να αποκόπτεται από την φυσική παρουσία και αφομοιώνεται από αυτή ενεργώντας μέσα σε αυτή, και τον ίδιο χρόνο δεν αλλοτριώνεται από τις επιφανειακές επιθυμίες και τις μετουσιώνει σε κάτι ανώτερο, βρίσκοντας ένα βαθύ νόημα στην ίδια του την υπόσταση.
Ίσως βέβαια, η αλήθεια να βρίσκεται στο αντικαθρέφτισμα αυτού του συλλογισμού. Λαμβάνοντας υπόψιν την τελευταία επίσκεψη των θεών στην καινούργια πολιτεία, προκειμένου να επιπλήξουν τους θνητούς για την αναίδεια και το θράσος τους, ενδεχομένως να διαφαίνεται ότι η θεϊκή πράξη πρέπει να μετουσιώνεται σε ανθρώπινη και όχι η ανθρώπινη σε θεϊκή. Θεοί που τους διατρέχουν ανθρώπινα πάθη και υποκύπτουν σε πειρασμούς είναι η σκήνη με την οποία κλείνει η αυλαία. Ίσως, πάλι, ο άνθρωπος να μην αποτελεί κομμάτι της φύσης και της μετανθρώπινης φαντασίας, αλλά τα δύο τελευταία να αποτελούν κομμάτι του ανθρώπου. Ίσως πάλι, ο θεός να βρίσκεται στον ίδιο τον άνθρωπο και να μην παρουσιάζεται ως απρόσιτος. Ίσως τέλος, ο άνθρωπος να είναι θεός και ο θεός άνθρωπος και η φυσική ανισορροπία που προκαλείται από την ανθρώπινη δράση να είναι η πραγματική κοσμική ισορροπία.
Ερωτήματα που δεν είναι μάλλον ρητορικά και αυτονόητα. Το μόνο ευχάριστο είναι πως υπάρχουν τέτοιες παραστάσεις να μας δίνουν τροφή για σκέψη…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Όρνιθες του Αριστοφάνη, thessalonikicityguide.gr, διαθέσιμο εδώ