Του Ορέστη Παπαδημητρίου,
Τον Δεκέμβριο του 1958, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για το Κυπριακό στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, έγινε αποδεκτό ένα ψήφισμα που σήμανε την ολοκλήρωση της πολυάριθμης προσπάθειας για διεθνοποίηση του Κυπριακού ζητήματος και προώθησε τη λύση του μέσω διμερών διαπραγματεύσεων. Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Φατίν Ζορλού, πρότεινε, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη συνάντηση με τον Έλληνα ομόλογό του, Ευάγγελο Αβέρωφ, την διεξαγωγή διμερών διαπραγματεύσεων, χωρίς τη μεσολάβηση της Βρετανίας, για την εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα. Η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε τελικά να αποδεχτεί τη διενέργεια διμερών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, ενώ η Βρετανία δήλωσε ότι θα αποδεχόταν μια ελληνοτουρκική συμφωνία για το Κυπριακό, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρούσε τη στρατιωτική της παρουσία στο νησί.
Μετά από προκαταρκτικές επαφές, οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν στη Ζυρίχη από τις 5 έως τις 11 Φεβρουαρίου 1959, με τη συμμετοχή των Πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ακολούθησε η δεύτερη διάσκεψη στο Λονδίνο, από τις 17 έως τις 19 Φεβρουαρίου 1959, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία, καθώς και οι εκπρόσωποι των Κυπρίων. Στην ελληνική πλευρά, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν ο επικεφαλής. Παρά τις επιφυλάξεις του σχετικά με ορισμένα σημεία των Συμφωνιών, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος τελικά υπέγραψε τις συμφωνίες. Στη διάσκεψη του Λονδίνου υπεγράφη η βασική διάρθρωση του μελλοντικού συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το Πρωτόκολλο για την παραμονή δύο βρετανικών βάσεων στο νησί. Επίσης, συμφωνήθηκαν η Συνθήκη Συμμαχίας μεταξύ Κύπρου, Τουρκίας και Ελλάδας, καθώς και η Συνθήκη Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας από τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία.
Στη συνέχεια, για την εκπόνηση του σχεδίου του συντάγματος, συστήθηκε η Μεικτή Συνταγματική Επιτροπή, η οποία ολοκλήρωσε το έργο της την 6η Απριλίου 1960. Η υπογραφή των τελικών πράξεων για τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και του Συντάγματος, πραγματοποιήθηκε την 16η Αυγούστου 1960. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ανακηρύχθηκε πρώτος πρόεδρος του νεοσύστατου κράτους, ενώ ο Φαζίλ Κιουτσούκ έγινε αντιπρόεδρος. Το Σύνταγμα του 1960 βασίστηκε στον κοινοτισμό, διασφαλίζοντας τη συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων στο κράτος.
Εξετάζοντας τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αποτέλεσαν προϊόν αμοιβαίου διπλωματικού συμβιβασμού μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Βρετανίας. Η Ελλάδα, υπογράφοντας τις Συμφωνίες, απαρνήθηκε την ιδέα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, η οποία ήταν ο βασικός σκοπός της δράσης της ΕΟΚΑ. Αντίθετα, η Τουρκία απέρριψε την ιδέα της διχοτόμησης του νησιού. Η Βρετανία διατήρησε μόνο στρατιωτικές βάσεις στο νησί και παρέδωσε το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους στην Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Ελληνοκύπριοι αισθάνονταν ότι δεν εκπληρώθηκαν οι εθνικοί τους πόθοι, ενώ οι Τουρκοκύπριοι ήταν ικανοποιημένοι με τις ρυθμίσεις των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και επιθυμούσαν να προστατεύσουν τα κεκτημένα τους από τις συμφωνίες.
Αποτιμώντας, τα παραπάνω καταλαβαίνει κάνεις ότι, με την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και την (προσωρινή) διευθέτηση του Κυπριακού, που ήταν ένα σημείο τριβής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ξεκίνησε μια προσπάθεια αναθέρμανσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι δύο κυβερνήσεις είχαν πλέον τη δυνατότητα να συζητήσουν θέματα αμιγώς διμερή. Ένα βασικό σημείο ήταν το καθεστώς των Ελλήνων υπηκόων στην Κωνσταντινούπολη, οι αποζημιώσεις για τις ελληνικές περιουσίες που είχαν καταστραφεί κατά τα Σεπτεμβριανά και η διάλυση του σωματείου «Ελληνική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως», αλλά και τα θέματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Δυτικής Θράκης.
Συνοψίζοντας, οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κατά τη δεκαετία του 1950-1960 αντιμετώπισαν πολλές προκλήσεις και αντιφάσεις. Η Κύπρος, το Αιγαίο, και άλλα διμερή ζητήματα δημιούργησαν εντάσεις και επιφόρτισαν τις διμερείς σχέσεις με δυσκολίες. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις είχαν επίσης επιπτώσεις στην εσωτερική πολιτική των δύο χωρών. Παρά τις διαφορές, ωστόσο, η συμφωνία Ζυρίχης παρείχε ένα πλαίσιο για τις διμερείς σχέσεις. Η εποχή αυτή αντιπροσώπευε μια περίοδο δοκιμασίας, αλλά ήταν επίσης η αρχή ενός εποικοδομητικού διαλόγου και προσπαθειών για τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι δύο χώρες συνέχισαν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις, αλλά επίσης ανέπτυξαν μηχανισμούς για την επίλυση και την ενίσχυση της συνεργασίας. Οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας αντιπροσωπεύουν ένα πολύπλοκο κεφάλαιο στην ιστορία της νεότερης Νοτιοανατολικής Ευρώπης, που συνδυάζει τις προκλήσεις με ευκαιρίες για συνεργασία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Άγγελος Μ. Συρίγος (2015), Ελληνοτουρκικές σχέσεις (επιμ. Κυθρεώτης Χρίστος), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα
- Αλεξανδρής Α. (1991), Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα
- Νίκος Κρανιδιώτης (1981), Δύσκολα Χρόνια, Βιβλιοπωλείων της Εστίας, Αθήνα
- John O. Iatrides (1968), Balkan Triangle, Birth and Decline of an Alliance Across Ideological Boundaries, Mouton