Του Γιώργου Τζεμίντιμπη,
Στο προηγούμενο μέρος του άρθρου, είχαμε καταπιαστεί με τη θέση της Ποιήτριας Lana del Rey ως αγγέλου στη σύγχρονη Αμερική. Το μεταφυσικό βάρος του να ζει κανείς ποιητικά αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο υπόλοιπο τραγούδι, όπου διαγράφεται ο «Γολγοθάς» του Ανήφορου προς μια, βιαστική και μερική έστω, λύτρωση.
Η Ποιήτρια, λοιπόν, μη βρίσκοντας άλλο αποκούμπι μες στο χάος της Αμερικής, δεν μπορεί παρά να βασιστεί στις αισθήσεις της για να ξεπεράσει το μικροπρεπές «είναι» που αντικρίζει, για να σκαρφαλώσει έως το «δέον γενέσθαι». Μία δύναμη –ένας δαίμονας– που θα τη βοηθήσει δεν είναι άλλος παρά ο Έρωτας, ο οποίος, νομίζει η αρχικά αφελής Ποιήτρια, θα τη λυτρώσει με κάθε τρόπο, με κάθε μορφή από τα δεινά που την περιζώνουν. Η καλλιτέχνιδα, εξάλλου, πασχίζει, ήδη από τα πρώτα έργα της, να κατακρίνει τα κακώς κείμενα του σύγχρονου έρωτα, που έχει καταντήσει κι αυτός ένα από τα «Χρήματα του Βασιλιά», που δεν φαίνεται να ’χει θέληση να του αντιταχθεί, να τον «εκδικηθεί» και να ανυψώσει το βλέμμα των ανθρώπων πολύ πέρα από τα φαινομενικά «αγαθά» που τους πλημμυρίζουν, «το φάρμακο που [η Ποιήτρια χρειάζεται]: φήμη, αλκοόλ κι έρωτα». Ο εκχυδαϊσμός της αμερικανικής κοινωνίας έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε ένα αληθινό αγαθό, όπως ο έρωτας, αντιμετωπίζεται όχι ως κάτι υπέρτερο των «Χρημάτων», αλλά ένα από αυτά, ανάμεσα στη φήμη και το αλκοόλ, που η αφελής Ποιήτρια ζητά να της το δώσουν «γουλιά γουλιά», για να το αντέξει. Η μεταμορφωτική του δύναμη μπορεί να είναι, άλλωστε, κατακλυσμιαία σε τέτοιο βαθμό, που να την κάνει να δει τον κόσμο αλλιώς, αλλά είναι ανέτοιμη.
Παρακαλεί, λοιπόν, τον αρσενικό Αντιφωνητή: «Βάλε τα χέρια σου στη μέση μου, κάν’ το σιγά σιγά, γιατί ο Θεός κι εγώ δεν τα ’χουμε καλά, γι’ αυτό τώρα τραγουδώ». Φράση τόσο δηλωτική των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι καλλιτέχνες, που νιώθουν απόκληροι από την κοινωνία και από τον Θεό «της», που δεν μπορεί να δέσει με τη φύση ενός τραγουδιστή. Η Ποιήτρια τον εκλιπαρεί να την αγαπήσει, γιατί, κι ας μην το ξέρει ακόμα, με ό,τι κάνει προσπαθεί να φέρει ένα κομμάτι του χαμένου Παραδείσου, του αγνότερου, «δικού της» Θεού πίσω στον Κήπο του Κακού. Ίσως αυτό να είναι και η μεγάλη πρόκληση του ανθρώπινου είδους για την Ποιήτρια, ο αγώνας με παν μέσο «αγνότητας και αθωότητας», δηλαδή με παν μέσο ποιητικό, ώστε ο καλός έρωτας να γεφυρώσει τις διαφορές μεταξύ ημών και του Θεού. Κατά την αφήγηση της ίδιας στο Tropico: «Το Λος Άντζελες, η Πόλη των Αγγέλων, η Χώρα των Θεών και των Θεριών, το ενδιάμεσο βασίλειο, όπου μόνον οι επιλογές που έγιναν από τη δική Σου [εννοεί του Θεού] ελεύθερη βούληση θα αποφασίσουν την τελική μοίρα των ψυχών Σου. Κάποιοι ποιητές το λένε Είσοδο στον Κάτω Κόσμο, αλλά ορισμένες καλοκαιρινές νύχτες θυμίζει Παράδεισο, τον Χαμένο Παράδεισο». Η αναφορά της Ποιήτριας στο έπος του Τζον Μίλτον είναι σχεδόν βέβαιη.
Το ρεφρέν του τραγουδιού, το οποίο επαναλαμβάνεται τρεις φορές, τονίζει το πηχτό σκοτάδι που επιφυλάσσει το Αμερικάνικο Όνειρο για όποιον προσπαθεί να το στηλιτεύσει, ακόμη και με έναν υπερβολικό, αυτοκαταστροφικό τρόπο. Η χώρα, για άλλη μια φορά, τρώει τα παιδιά της (τα «Χρήματά» της). Πρώτο παράδειγμα, και χαρακτηριστικό του «λυτρωτικού» από τα Χρήματα τρόπου ζωής, είναι ο Jim Morison, πηγή έμπνευσης της Del Rey στα πρώτα της χρόνια, που ζούσε μια μποέμικη ζωή και πέθανε στα 27 του στη Γαλλία («κανένας δεν πήρε την ψυχή του», «έφυγε για ένα αγύριστο ταξίδι»). Ο κιμπορντίστας του συγκροτήματός του, των Doors, Ray Manzarek, δε θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα τον ποιητικό τρόπο, με τον οποίο ζούσε ο καλλιτέχνης: «Η συνεισφορά του Τζιμ στη μουσική υπήρξε το ότι ο Jim ήταν αληθινός. Ο Jim ήταν αληθινός επί σκηνής. Ο Jim ήταν αληθινός όταν έγραφε τα τραγούδια του. Ήταν αληθινός όταν τραγουδούσε τα τραγούδια του στο στούντιο. Δεν ήταν τραγουδιστής, δεν ήταν διασκεδαστής, δεν ήταν σόουμαν – ήταν σαμάνος. Ο τύπος ήταν δαιμονισμένος. Τον στοίχειωναν τα οράματά του, η παραφροσύνη του. Η λαχτάρα του για ζωή. Μια φωτιά που έκαιγε τα πάντα στο πέρασμά της· αυτή η φωτιά για να δημιουργήσει τέχνη». Είναι η ίδια φωτιά που καταδιώκει τους αγγέλους-ποιητές, τους λησμονημένους, όπως νομίζουν, από τον Θεό και την κοινωνία.
Το δεύτερο πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται η Del Rey στο ρεφρέν είναι πλαστό: η Lolita, από το περίφημο μυθιστόρημα του Vladimir Nabokov, η οποία έχασε την «αθωότητά» της σε ένα μοτέλ από τον πατριό της («Από μοτέλ σε μοτέλ και τραγουδάω: “Ναι ρε γαμώτο, δώστε το μου, αυτό είναι ο Παράδεισος, αυτό στ’ αλήθεια λαχταράω: την αθωότητα χαμένη, τη χαμένη αθωότητα”»). Το μυθιστόρημα, βαθιά επικριτικό για την αμερικανική κοινωνία και τον κακό της έρωτα, θυμίζει στην καλλιτέχνιδα τη μοίρα αυτών των πλασμάτων, που, ζώντας διαφορετικά από τον μέσο Αμερικάνο, αντιμετωπίστηκαν με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν, αφού ζούσαν για να πεθάνουν (Born to Die, το όνομα του πρώτου άλμπουμ της Del Rey), αλλά ζούσαν τουλάχιστον τη ζωή στο έπακρο, με όποιες συνέπειες είχε αυτό στην ψυχοσύνθεσή τους και στον βίο τους γενικότερα. Η Del Rey, επομένως, ασπάζεται φαινομενικά στην αρχή τον «ποιητικό» βίο του Morison και της Λολίτας, τον αυτοκαταστροφικό τρόπο ζωής, που επιδρά σαν ναρκωτικό και τονώνει τις επιθυμίες των προσώπων, μιας και στα πρώτα χρόνια της παρουσίας της τραγουδούσε για το πόσο αναγκαίο είναι να ζεις στα άκρα, σε αντίθεση με ό,τι θέλουν οι περισσότεροι, αφού, ακόμα κι αν χάσεις έτσι τη ζωή σου, έτσι πάλι τη σώζεις.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο επόμενο κουπλέ, όπου δηλώνει απερίφραστα ότι «Στη χώρα των θεών και των θεριών ήμουν ένας άγγελος, που ’ψαχνε ένα γερό ταρακούνημα, σαν άγνωστη γκρούπι που παρίστανε την τραγουδίστρια, αφού η ζωή μιμείται την τέχνη». Οι σχετικά δυσνόητοι αυτοί στίχοι θεμελιώνονται καταρχήν σε αυτό που είχε πει ο Oscar Wilde, ότι «Η ζωή μιμείται την τέχνη πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η τέχνη μιμείται τη ζωή». Ο άγγελος-ποιητής, άρα, αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες, αφού θέλει να αλλάξει το σύστημα εκ των έσω και πρέπει να προσποιηθεί αρχικά ότι είναι κάτι που δεν είναι, για να γίνει εμπορικός. Γνωρίζει, όμως, ότι επηρεάζοντας το «φαίνεσθαι» της Αμερικής μπορεί να επιδράσει στην ουσία της. Προφανώς, η Lana del Rey αναφέρεται στα πρώτα της χρόνια ως τραγουδίστριας, όταν, για να τα βγάλει πέρα, έπρεπε να γίνει «μια άγνωστη γκρούπι που παρίστανε την τραγουδίστρια», μια γυναίκα, δηλαδή, που, αντί να δείχνει το ταλέντο της, τόνιζε τη σεξουαλική της πλευρά, φαινόμενο σύνηθες – άλλη μια οπτική του κακού αμερικανικού έρωτα. Ωστόσο, έψαχνε μια διέξοδο από όλα αυτά, μια καλύτερη ζωή, ένα «γερό ταρακούνημα» [ο αρχικός στίχος είναι μάλλον «γερό γα****» (fucked hard), αλλά η ίδια εξήγησε αργότερα ότι αναφερόταν σε ταρακούνημα, και όχι στη σεξουαλική πράξη].
Οι δοκιμασίες της Ποιήτριας βρίσκουν πάλι απέναντί τους τον Έρωτα και τον εκπρόσωπό του, τον οποίο παρακαλεί να την ταρακουνήσει, να της δώσει «τη δόση της απευθείας στην καρδιά», επειδή καθόλου δεν θέλει να ξέρει τι τής είναι καλό, αφού ο Θεός πέθανε κι αυτήν δεν τη νοιάζει πια. Η Lana del Rey, με αναφορές στον Νίτσε («ο Θεός πέθανε, εμείς τον σκοτώσαμε»), δεν αρνείται την πίστη στον Θεό, αφού από όλο της το έργο συνάγεται ότι είναι πιστή στην αγνή μορφή του Θεού, αυτήν που, κατά την ίδια, «πέθανε». Ενσαρκώνει παρά ταύτα τον ρόλο του Αγγέλου-Ποιητή, του χαμένου ανθρώπου, που ψάχνει για μια διέξοδο μέσα από τον έρωτα, αλλά δεν τη βρίσκει, γιατί η ηθική του πυξίδα δεν την προσανατολίζει πια ορθά (ζει, άλλωστε, στον Κήπο του Κακού).
Παρ’ όλα αυτά, στο τελευταίο κουπλέ πραγματοποιείται η ανατροπή, από όπου η Ποιήτρια γεννάει αξιώσεις αλλαγής. Ενώ στο πρώτο κουπλέ η ίδια «γεννάται» στον κήπο του κακού και στα δύο επόμενα βιώνει την ουσία του μέσω του έρωτα, στο τέταρτο και τελευταίο φαίνεται να «τίκτει» κάτι το σημαντικό από όλα της τα βάσανα, ένα συμπέρασμα που τη βρίσκει σαν πούπουλο, απαλά και ξαφνικά. Από εκεί όπου δεν είχε κανένα στήριγμα στη ζωή της, και επεδίωκε τον Έρωτα σαρκικά, «χολιγουντιανά», χάριν του φαίνεσθαι, βρίσκει ανταπόκριση από τον εραστή της. Η σκηνή που φανταζόμαστε είναι μάλλον τρυφερή, αλλά αντανακλά, δυστυχώς, τα κριτήρια της ομορφιάς στη σύγχρονη κοινωνία: η γυναίκα-Ποιήτρια πασχίζει να πληροί ορισμένες ερωτικές προϋποθέσεις για χάρη ενός άνδρα τον οποίον ωραιοποιεί στη φαντασία της («Όταν μου μιλάς… όμορφη;»). Ο Αντιφωνητής, όμως, με έναν τρόπο παράδοξο, της απαντά σοφά, σαν να ανατρέπει τεχνηέντως όλους τους σύνθετους συλλογισμούς που προηγήθηκαν στο τραγούδι: από τον θάνατο του Θεού μέχρι το προπατορικό αμάρτημα, την απώλεια των αξιών της παλιάς Αμερικής και τη χαμένη αθωότητα του έρωτα. «Η ζωή δεν είναι τόσο δύσκολη» τής λέει, προτού να επαναληφθεί το ρεφρέν, για να κλείσει το τραγούδι.
Την καλεί, μάλλον, να δει τα πράγματα από μια άλλη οπτική γωνία, να αναλογιστεί τα όσα προείπε, να ζυγίσει τις σκέψεις μέσα της και να δει τι απ’ τα δύο αξίζει πραγματικά: όλα όσα έκανε, χαμένη σε λαβυρίνθους όπου η ζωή και το ποιητικό της όραμα μπλέκονταν, ή μια πιο ήπια, πιο ανθρώπινη οπτική της αγάπης; Ο Αντιφωνητής «γειώνει» την Ποιήτρια, και επιβεβαιώνει όσα είχε διηγηθεί η ίδια στο Tropico: «κάποιοι ποιητές λένε [το Λος Άντζελες] Είσοδο στον Κάτω Κόσμο, αλλά ορισμένες καλοκαιρινές νύχτες θυμίζει Παράδεισο, τον Χαμένο Παράδεισο». Όποιος άγγελος, λοιπόν, ζητεί διαρκώς τον Παράδεισο και την έξαψή του στη Γη, στον Κακό μας Κήπο, μάλλον θα απογοητευτεί. Η ευτυχία βρίσκεται πιο εύκολα στα γήινα μέτρα, παρά το αδύνατο του Επίγειου Παραδείσου, ο οποίος, όμως, μπορεί να θυμίζει κατά καιρούς τον Επουράνιο, χάρη σε έναν πιο αγνό έρωτα. Αυτού του είδους τον Παράδεισο η Ποιήτρια θα τον βρίσκει πιο σταθερά σε επόμενα άλμπουμ και τραγούδια της, ειδικά από το Lust for Life (2017) και έπειτα.
Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, η ομολογουμένως άξια καλλιτέχνιδα και στιχουργός, ψάχνει να βρει την «αθωότητα» στις σχέσεις της, ψάχνει να βρει τη χαμένη «αμερικανικότητα» που αναζητούσε από μικρή. Ο τρόπος, όμως, να το βρει δεν είναι πάντα βέβαιος, κρύβεται μέσα της και τον βιώνει σε μικρές στιγμές. Όπως πολύ σωστά είχε προσθέσει κάποτε στη λεζάντα του προφίλ της: «Νόμιζα ότι θα μπορούσε κάποιος να μου πει τον τρόπο, αλλά βρήκα ότι κανείς δεν μπορούσε». Η αισιοδοξία όμως αυτή αντανακλάται ήδη από το τέλος του συγκεκριμένου τραγουδιού, θυμίζοντάς μας τα αισιόδοξα λόγια του μεγάλου Hermann Hesse: «Ο κόσμος δε μας δίνει πολλά πια· μοιάζει να μην είναι καμωμένος παρά από θόρυβο και φόβο· κι όμως, τα δέντρα και η χλόη ακόμη φυτρώνουν».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Gods & Monsters, genius.com, διαθέσιμο εδώ