22.6 C
Athens
Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΚανόνες ερμηνείας του Ποινικού Δικαίου

Κανόνες ερμηνείας του Ποινικού Δικαίου


Του Γιώργου Ποτουρίδη,

Το Ποινικό Δίκαιο αποτελεί, ως γνωστόν, τον επαχθέστερο κλάδο του δικαιϊκού συστήματος, επόμενο του οποίου είναι η ερμηνευτική του προσέγγιση να θεωρείται η θεμελιωδέστερη όλων αρχή, διεπόμενη από απαράβατους κανόνες, που βοηθούν στην επίτευξη του ενός και αυτού σκοπού του, ήτοι της απόδοσης ουσιαστικής δικαιοσύνης. Στο παρόν επιχειρείται η παράθεση των κανόνων ερμηνείας του Ποινικού Δικαίου, μέσω των οποίων εξυπηρετείται καταρχήν η ασφάλεια του δικαίου, αλλά και η ιδέα της δικαιοσύνης, όπως αυτή μπορεί να προκύψει στο πλαίσιο του θετικού δικαίου και εν γένει του νομικού θετικισμού.

Αρχικά, τονίζεται σθεναρά —απέναντι στην κρατούσα γνώμη που δέχεται αποκλειστικά ως θεμιτές μεθόδους ερμηνείας την ιστορικοβουλητική και γραμματική, αποκλείοντας τις υπόλοιπες αδικαιολόγητα— ότι για την ερμηνεία του Ποινικού Δικαίου ισχύουν κατά βάση οι γενικές αρχές και μέθοδοι ερμηνείας, που ισχύουν για το σύνολο του δικαίου. Έτσι, λοιπόν, με αφετηρία πάντοτε τη γραμματική ερμηνεία και γνώμονα την ιστορικοβουλητική (παρουσιάζει πράγματι ιδιαίτερη βαρύτητα, λόγω του ότι μέσω αυτής εκφράζεται η βούληση του νομοθέτη, ο οποίος στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής αρχής εκφράζει τη βούληση του λαού, άρα το συμφέρον προστασίας των εννόμων αγαθών του Ποινικού Φαινομένου του αντικεμένου δηλαδή του Ποινικού Δικαίου), πάντοτε όμως στα πλαίσια της αντικειμενικά κρινόμενης λογικοσυστηματικής και την δεσμεύουσα τον σκοπό κάθε ποινικής διάταξης τελεολογικής, εξάγεται η ορθή ερμηνεία και το βαθύτερο νόημα των διατάξεων.

Ειδικότερα, όσον αφορά τη δυνατότητα ή μη αναλογικής ερμηνείας των ποινικών διατάξεων τονίζονται τα εξής: Όπως είναι γνωστό από τις θεμελιώδεις Συνταγματικές επιταγές και τις διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος που διέπουν το Ποινικό Δίκαιο, αναλογική διεύρυνση και θεμελίωση του αξιοποίνου δεν είναι νοητή. Προκύπτει ευθέως από το 7 παρ.1 του Συντάγματος και από όλες τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις και δικαιολογείται εύλογα δεδομένου του επαχθούς χαρακτήρα των ποινικών κυρώσεων. Ο δράστης κρίνεται σκόπιμο να γνωρίζει απόλυτα την επιλήψιμη συμπεριφορά, ούτως ώστε να την αποφύγει, ενώ θα παραβίαζε πρόδηλα την ασφάλεια του δικαίου να αποδίδεται μομφή και δη με τον χαρακτήρα της ποινής, σε συμπεριφορές που δεν τυποποιούνται ρητά στον νόμο αλλά προκύπτουν ερμηνευτικά.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: TUREK90

Έστω, λοιπόν, ότι ο Α μιλά στο τηλέφωνο με την Β. Αφού τελείωσε η ομιλία τους η Β ξεχνά να κλείσει το τηλέφωνο και ο Α ακούει επί τη ευκαιρία ό,τι εκείνη συζητά με τον σύζυγό της, και μάλιστα θέματα καθαρά ιδιωτικής φύσης. Μπορεί να τιμωρηθεί για παραβίαση του απορρήτου κατά την 370Α ΠΚ; Η απάντηση είναι απλή. Η 370Α ΠΚ τιμωρεί εκείνον που παγιδεύει τη συσκευή και όχι αυτόν που τυχαία επωφελείται της ευκαιρίας. Η παγίδευση από την εννοιολογική της φύση απαιτεί θετική ενέργεια αυτοτελή και όχι παράλειψη. Άρα, η συμπεριφορά του Α δεν είναι αξιόποινη. Τυχόν αντίθετη παραδοχή θεμελιώνει αναλογική επέκταση του αξιοποίνου παραβιάζοντας προδήλω τω τρόπω τις συνταγματικές επιταγές του άρθρου 7.

Από την άλλη όμως, ενώ αναλογική διεύρυνση δεν είναι νοητή, η αναλογική ελάφρυνση όχι μόνο είναι νοητή αλλά και απαιτητέα! Το σύνολο της Θεωρίας απολύτως ορθά ομοφωνεί σε αυτή τη θέση υπό τον όρο όμως ότι πέραν του παρομοίου των συμπεριφορών, εκείνη που καλύπτεται αναλογικά να είναι ήσσονος απαξίας από την καλύπτουσα. Έστω ότι ο Α επιτρέπει στον Β να του σπάσει το ποδήλατο. Ο Β το σπάει. Μετά, όμως, κάνει μήνυση για φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατά την 378ΠΚ και επικαλείται το γεγονός ότι στην 378ΠΚ δεν υπάρχει ο ειδικός λόγος άρσης του αδίκου της συναίνεσης, πάρα μόνο στην απλή σωματική βλάβη και άρα ο Α είναι ένοχος.

Γίνεται όμως δεκτό, όπως τονίστηκε, ότι η αναλογική ελάφρυνση του αξιοποίνου είναι νοητή εάν η συμπεριφορά που αναλογικά καλύπτεται είναι ήσσονος απαξίας. Αφού λοιπόν η σωματική βλάβη, ένα αγαθό πολύ ανώτερο της φθοράς, μιας και προστατεύει τη σωματική ακεραιότητα και όχι την ιδιοκτησία, αν πράττεται με συναίνεση δεν είναι άδικη, πολλώ δε μάλλον η συναίνεση πρέπει να αίρει το άδικο στη φθορά. Έτσι λοιπόν ο Α στο παράδειγμά μας δεν πράττει άδικα!

Ζήτημα γεννάται ως προς τη δυνατότητα ή μη της διασταλτικής πια ερμηνείας των ποινικών διατάξεων. Η κρατούσα άποψη με δεδομένο ότι η διασταλτική δεν υπερβαίνει το γλωσσικό όρια του νοήματος της διάταξης, όπως η αναλογική, αλλά αποδίδει εντός των ορίων μία ευρύτερη έννοια της λέξης, δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τις επιταγές του ποινικού δικαίου και είναι νοητή. Ωστόσο, παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το Ποινικό Δίκαιο είναι ο κατεξοχήν κλάδος περιορισμού των δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, η ερμηνεία των Ποινικών διατάξεων, σύμφωνα με την απολύτως ορθή και μειοψηφούσα άποψη, πρέπει να είναι όμοια με την ερμηνεία των Συνταγματικών διατάξεων. Ένας πρώτος, λοιπόν, περιορισμός των περιορισμών των Συνταγματικών Δικαιωμάτων κατά πάγια νομολογία του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ είναι ακριβώς η απόλυτη απαγόρευση αναλογικής και διασταλτικής εφαρμογής άλλης διάταξης για την ερμηνευτική προσέγγιση άλλης. Απαιτείται πάντα και απόλυτα ρητή περιοριστική διάταξη νόμου, ούτως ώστε να καθίσταται θεμιτή η περιοριστική ρήτρα του δικαιώματος.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Engin_Akyurt

Άρα, κατά την απολύτως ορθή γνώμη, διασταλτική ερμηνεία στο Ποινικό Δίκαιο ΔΕΝ είναι νοητή. Η παραδοχή της μίας ή της άλλης άποψης δεν είναι μεστή συνεπειών. Αντιθέτως μπορεί να οδηγήσει από την ενοχή στην αθώωση. Έστω ότι ο Α απλός αστυνομικός χωρίς ανακριτικά καθήκοντα βασανίζει τον κρατούμενο Β για να του αποσπάσει ομολογία. Το ερώτημα είναι αν έπραξε το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας κατά τη 239ΠΚ (το έγκλημα των βασανιστηρίων κατά την 137Α ΠΚ φυσικά έχει τελεστεί), με δεδομένο ότι δεν έχει προανακριτικά καθήκοντα. Άρα, για να ευθύνεται πρέπει να έχει καθήκοντα δίωξης. Έχει;

Αν ο όρος δίωξη ερμηνευτεί διασταλτικά (μεγάλο τμήμα της θεωρίας τον ερμηνεύει έτσι), τότε ναι, περιλαμβάνει πέραν της δίωξης ως τρόπου εκκίνησης της ποινικής διαδικασίας από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά το 27 ΚΠΔ, και κάθε άλλο τρόπο φυσικής δίωξης, όπως η σύλληψη, η ανάκριση από όποιον αστυνομικό. Άρα εδώ ο Α είναι ένοχος. Αν, αντίθετα, υιοθετεί η ορθή γνώμη που σέβεται τους θεμελιώδεις κανόνες και δεν προκύπτει αυθαίρετα, γίνεται δεκτό πως δίωξη σημαίνει ΜΟΝΟ αυτό που ο νομοθέτης είπε ότι σημαίνει στο 27 ΚΠΔ, δηλαδή η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να εκκινεί την ποινική διαδικασία. Άρα ο Α είναι αθώος!

Τέλος, γεννάται το ερώτημα του τι θα συμβεί εάν υπάρχουν περισσότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις της ίδιας συμπεριφοράς. Η κρατούσα γνώμη, δέχεται ότι σε αυτή την περίπτωση υπερτερεί έναντι όλων το πόρισμα της ιστορικοβουλητικής ερμηνείας, καθώς αυτό επιτάσσει η αρχή της νομιμότητας και η Δημοκρατία. Η άποψη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή καθώς παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο νομοθέτης εκφράζει άποψη εκείνων που τον ψήφισαν τη δεδομένη χρονική στιγμή, ενώ το ποινικό δίκαιο απαιτεί διαχρονική σταθερότητα. Γίνεται λοιπόν δεκτό, σύμφωνα με τον αείμνηστο Χωραφά ότι επιτάσσεται από το Κράτος Δικαίου και την αρχή της αναλογικότητας, η εφαρμογή της ηπιότερης ερμηνευτικής προσέγγισης, αυτής που ευνοεί τον κατηγορούμενο. Υιοθετείται λοιπόν η θεμελιώδης αρχή in dubio pro mitiore!

Η ερμηνεία του Ποινικού Δικαίου, όπως τονίστηκε πολλάκις, αποτελεί το θεμέλιο της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια λοιπόν οι κανόνες που τη διέπουν αποκτούν αυξημένη βαρύτητα και ανάλογο κύρος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι / Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Ποτουρίδης
Γιώργος Ποτουρίδης
Γεννήθηκε στους Πύργους Πτολεμαΐδας. Είναι φοιτητής της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Του αρέσει η εξειδίκευση στον τομέα του Ουσιαστικού Ποινικού Δίκαιου και της ποινικής δικονομίας. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση επιστημονικών βιβλίων, την πολιτική και τον αθλητισμό. Παρακολουθεί επιστημονικά σεμινάρια και μελετά αντίστοιχα περιοδικά σε μηνιαία βάση. Επίσης, είναι ψάλτης στην εκκλησία.