15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΑντιμέτωπη με δημοσιονομικές ατασθαλίες η παγκόσμια οικονομία

Αντιμέτωπη με δημοσιονομικές ατασθαλίες η παγκόσμια οικονομία


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Την προηγούμενη εβδομάδα, η Επικεφαλής της ΕΚΤ, Christine Lagarde, σε δηλώσεις της ανέφερε πως η διεθνής οικονομία την τρέχουσα περίοδο παρουσιάζει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της δεκαετίας του 1920, δηλαδή τη δεκαετία πριν σημειωθεί η Μεγάλη Ύφεση του 1929. Εκ πρώτης όψεως, τα δεδομένα της σημερινής εποχής με αυτά του ’20 φαντάζουν πολύ διαφορετικά, καθώς παρουσιάζονται άλλες συνθήκες, καταστάσεις, πολιτικές προκλήσεις, μέτρα αντιμετώπισης κρίσεων κ.λπ. Ωστόσο, αν δούμε την ευρύτερη εικόνα, μπορούμε να διακρίνουμε κάποια κοινά γενικά χαρακτηριστικά των δύο αυτών εποχών. Εξάλλου, μην ξεχνάμε πως (κατά κάποιο τρόπο) η ιστορία επαναλαμβάνεται, απλά με κάποιες διαφοροποιήσεις κάθε φορά, αλλά με παρόμοια γενική εικόνα.

Αναφερόμενη σε αυτόν τον παραλληλισμό η Christine Lagarde, σίγουρα διέκρινε την τεχνολογική πρόοδο των δύο αυτών εποχών. Τη δεκαετία του ’20 έχουμε βιομηχανικές καινοτομίες (μηχανές εσωτερικής καύσης, ηλεκτρισμός κ.ά), ενώ σήμερα βιώνουμε την επανάσταση που φέρνει η τεχνητή νοημοσύνη. Ως συνέπεια, όπως και στη δεκαετία του ’20, αναμένεται να καταγραφεί αναπτυξιακό «άλμα» στις οικονομίες παγκοσμίως, αλλά και ριζικές αλλαγές στον τρόπο εργασίας (και όχι μόνο), κάτι που αποτελεί πρόκληση για την πολιτεία και την κοινωνία, ώστε να προσαρμοστούν εγκαίρως. Ακόμα ένα κοινό χαρακτηριστικό αποτελούν οι εντεινόμενες ανισότητας. Η οικονομική ανάπτυξη της δεκαετίας του ’20 μπορεί να έφερε μεγαλύτερη ευημερία, ωστόσο η κατανομή του πλούτου ήταν άνιση. Το ίδιο παρατηρείται και σήμερα, ειδικά μετά την περίοδο του Covid-19.

Το βασικότερο κοινό χαρακτηριστικό, που εξαφανίζεται και επανεμφανίζεται κατά περιόδους στην παγκόσμια ιστορία, αλλά με αναθεωρήσεις κάθε φορά, είναι ο οικονομικός εθνικισμός. Παρατηρούμε σήμερα έναν κατακερματισμένο κόσμο, που συγκεντρώνεται σε γεωπολιτικά μπλοκ, που οδηγεί σε μείωση της ανάπτυξης της παγκοσμιοποίησης. Βέβαια, τη δεκαετία του ’20 ο οικονομικός εθνικισμός ήταν πιο έντονος και διαφορετικός. Αυτό, προφανώς, επιφέρει διόγκωση της Κυβέρνησης, γεγονός που αποτελεί ακόμα ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των δύο χρονικών περιόδων. Μπορεί σήμερα να μην βλέπουμε την ίδια μείωση του διεθνούς εμπορείου, όπως τη δεκαετία του ’20 (τότε το παγκόσμιο εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε από το 21% το 1913 στο 9% μέχρι το 1938), και τα πιο ευρεία περιφερειακά μπλοκ (εκ των οποίων κάποια είναι πολύ ρευστά) να μετριάζουν τις επιπτώσεις των προστατευτικών εμπορικών πολιτικών. Ωστόσο, το πρόβλημα της διόγκωσης των Κυβερνήσεων σε πολλές μεγάλες οικονομίες, σε ένα περιβάλλον ήδη υψηλού χρέους και ασταθούς πληθωρισμού, αποτελεί σοβαρό πρόβλημα.

Αρχικά, μεγάλη παρεμβατική Κυβέρνηση δεν συνεπάγεται οικονομική ανάπτυξη, μάλιστα το αντίθετο (σχεδόν). Σύμφωνα με έρευνες, οι δημόσιες καταναλωτικές δαπάνες σχετίζονται συστηματικά αντιστρόφως με την οικονομική ανάπτυξη και υπάρχει σημαντικά αρνητική σχέση μεταξύ της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ με την αύξηση του κρατικού μεριδίου στο ΑΕΠ. Ειδικότερα, σύμφωνα με μια εμπειρική ανάλυση σε 23 χώρες του ΟΟΣΑ από τον James Gwartney και τους συναδέλφους του διαπίστωσε ότι μια αύξηση δέκα ποσοστιαίων μονάδων στη δημόσια κατανάλωση ως μερίδιο του ΑΕΠ μείωσε τον ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Πολλές άλλες μελέτες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχουν επίσης δείξει ότι καθώς η κυβέρνηση αναπτύσσεται, η ανάπτυξη επιβραδύνεται.

Επιπλέον, οι μεγάλες Κυβερνήσεις γίνονται πιο αναποτελεσματικές στις λειτουργίες τους. Όσο περισσότερο η κυβέρνηση παίρνει από τις βασικές της λειτουργίες, τόσο περισσότερο εμπλέκεται σε τομείς όπου απλώς δεν έχει τα προσόντα να κάνει πολύ καλή δουλειά. Σε πολλές περιπτώσεις, σε διάφορες χώρες, οι Κυβερνήσεις έχουν επεκτείνει τους προϋπολογισμούς τους, με σκοπό να χρηματοδοτήσουν λύσεις σε προβλήματα που μαστίζουν την κοινωνία, χωρίς κανένα αποτέλεσμα ή και με αρνητικό αντίκτυπο σε ορισμένες περιπτώσεις. Πολλές φορές, δεν έχει καμία σημασία πόσα ξοδεύεις, αλλά πώς τα ξοδεύεις. Δεν είναι λύση να δώσουμε μεγαλύτερη ελευθερία στα «χέρια» της εκάστοτε Κυβέρνησης για να σπαταλήσει πόρους, αλλά να την ελέγξουμε περισσότερο, για αξιοποιεί σωστά τους πόρους που διαθέτει. Επίσης, η κρατική παρέμβαση παραγκωνίζει τις ιδιωτικές ενέργειες της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίες είναι πολύ πιο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των αναγκών των ανθρώπων.

Πηγή εικόνας: Racool_studio / Freepik

Παράλληλα, η διόγκωση μιας Κυβέρνησης μπορεί να τροφοδοτήσει την πολιτική διαφθορά, καθώς δίνεται μεγαλύτερη εξουσία σε αυτήν. Η εξουσία, γενικότερα, τείνει να διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Η διαφθορά είναι ενδημική στη μεγάλη κυβέρνηση και ξεπερνά κατά πολύ το περιστασιακό σκάνδαλο. Είναι αυτονόητο πως οι πολιτικοί, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι απελπισμένοι για επανεκλογή είναι επιρρεπείς στις διαφθορές και τις πελατειακές σχέσεις, ενώ συνήθως υποκύπτουν στις πιέσεις των λόμπυ, εις βάρος της πλειοψηφίας.

Επίσης, οι μεγάλες Κυβερνήσεις περιορίζουν την ικανότητα των ανθρώπων να λαμβάνουν αποφάσεις για τον εαυτό τους και να είναι υπεύθυνοι για τη ζωή τους. Κάθε δολάριο που ξοδεύει η μεγάλη κυβέρνηση όπως θέλει είναι ένα δολάριο λιγότερο που πρέπει να ξοδέψουν τα άτομα με τον τρόπο που θέλουν.

Το δόγμα των μεγάλων Κυβερνήσεων, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων και υψηλής αβεβαιότητας δεν είναι κάτι καινούργιο γενικά. Η μεγάλη επέκταση έχει ξεκινήσει ήδη από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ενώ το 1960 οι κρατικές δαπάνες σε όλο τον πλούσιο κόσμο ήταν ίσες με το 30% του ΑΕΠ, τώρα είναι πάνω από 40%. Σε ορισμένες χώρες η αύξηση της οικονομικής ισχύος του κράτους ήταν ακόμη πιο δραματική. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι κρατικές δαπάνες της Βρετανίας αυξήθηκαν κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, ενώ της Νότιας Κορέας κατά δέκα μονάδες.

Τις τελευταίες δεκαετίες οι κυβερνήσεις πραγματοποίησαν μια τεράστια επέκταση των δαπανών. Επειδή δεν υπήρξε ανάλογη αύξηση των φόρων, η ανακατανομή παραγκωνίζει τις δαπάνες για άλλες λειτουργίες της κυβέρνησης, γεγονός που, με τη σειρά του, βλάπτει την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών. Οι κυβερνήσεις έχουν συσσωρεύσει απίστευτες υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού για να καταβάλουν χρήματα στο μέλλον.

Σε γενικές γραμμές, οι κυβερνήσεις έχουν γίνει πιο γενναιόδωρες σε περιόδους προβλημάτων. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας έριξαν χρήματα σε εργαζόμενους και εταιρείες που επλήγησαν, καθώς και σε πολλές που συνέχιζαν σε μεγάλο βαθμό κανονικά. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης του 2022, πολλές κυβερνήσεις διοχέτευσαν με επιπλέον λεφτά την οικονομία. Ακόμη και η γερμανική κυβέρνηση, ιστορικά μεταξύ των πιο αυστηρών, διέθεσε το 4,4% του ΑΕΠ σε μέτρα που προστατεύουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις από τις επιπτώσεις.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.