11.9 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟι Ελληνοτουρκικές σχέσεις 1950-1960 (Μέρος Γ')

Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις 1950-1960 (Μέρος Γ’)


Του Ορέστη Παπαδημητρίου,

Το 1955 αποδείχτηκε ένα έτος κατά το οποίο η συνεργασία μεταξύ Βρετανίας και Τουρκίας ενισχύθηκε σημαντικά. Πέραν του Κυπριακού, οι δύο χώρες εντατικοποίησαν τη συνεργασία τους στη Μέση Ανατολή. Τον Φεβρουάριο του 1955, Τουρκία και Ιράκ υπέγραψαν με την υποστήριξη της Βρετανίας το Σύμφωνο της Βαγδάτης, το οποίο αποσκοπούσε στη στρατηγική ενίσχυση της περιοχής. Παρά την ήττα που υπέστη η Ελλάδα στον ΟΗΕ και την έντονη τουρκική επίθεση, η ελληνική κοινή γνώμη επέμενε στην οδό της διεθνοποίησης του Κυπριακού, χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση της στρατηγικής συμμαχίας της Τουρκίας με τη Βρετανία.

Στη δημόσια συζήτηση για το Κυπριακό που διεξαγόταν στον ελληνικό Τύπο την ίδια περίοδο, δεν φαίνεται να εκφράζονταν σημαντικοί προβληματισμοί για την τουρκική πολιτική και τη στάση της. Παράλληλα, στις 30 Ιουνίου 1955, η βρετανική κυβέρνηση κάλεσε την Ελλάδα και την Τουρκία σε Τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο, με σκοπό να συζητήσουν πολιτικά και αμυντικά ζητήματα που επηρεάζουν την Ανατολική Μεσόγειο, περιλαμβανομένης και της Κύπρου. Αυτή η διάσκεψη προσέφερε την ευκαιρία για μια ενδεχόμενη μετωπική αντιπαράθεση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας στο Κυπριακό ζήτημα.

Με την υποκίνηση της Μεγάλης Βρετανίας, η Τουρκία ζήτησε την επιστροφή της Κύπρου ή, τουλάχιστον, τη διχοτόμησή της. Το 1954 ιδρύθηκαν διάφορες οργανώσεις, με κυριότερη την ακραία εθνικιστική οργάνωση «Η Κύπρος είναι τουρκική», τον Αύγουστο του 1954, η οποία είχε ως προστάτη τον Τούρκο Πρωθυπουργό Αχμέτ Τζεβάτ Μεντερές. Η οργάνωση αυτή συμμετείχε ενεργά στις διαδηλώσεις υπέρ των Τουρκοκυπρίων και εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1955, ανακοινώθηκε από το κρατικό ραδιόφωνο ότι πραγματοποιήθηκε βομβιστική επίθεση στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, η είδηση ήταν προκατασκευασμένη. Ο τύπος δημοσίευσε αλλοιωμένες φωτογραφίες του κτιρίου του προξενείου, στις οποίες οι καταστροφές παρουσιάζονταν υπερβολικές. Η βόμβα στη Θεσσαλονίκη είχε τοποθετηθεί από τον κλητήρα του τουρκικού προξενείου, κατ’ εντολή του Τούρκου γενικού προξένου Θεσσαλονίκης. Η ενέργεια αυτή, όπως αποδείχθηκε στις δίκες της Γιασίαντα, ήταν προβοκάτσια της τουρκικής κυβέρνησης και αποτέλεσε το σύνθημα για την έναρξη επεισοδίων κατά της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης.

Διάγραμμα με την μείωση του ελληνικού πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Αργά το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου, κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων διαμαρτυρίας στην πλατεία Ταξίμ από φοιτητικές οργανώσεις και το σύλλογο «Η Κύπρος είναι τουρκική», μεγάλες ομάδες οργανωμένων «αγανακτισμένων πολιτών» με επικεφαλής φανατικούς φοιτητές με παντουρκικές τάσεις, αποσπάστηκαν από τη διαδήλωση και άρχισαν να ρίχνουν πέτρες στις βιτρίνες καταστημάτων μη Μουσουλμάνων στην οδό Ιστικλάλ, η οποία ήταν η κύρια οδός της πλατείας Ταξίμ. Το καταστροφικό και συστηματικό έργο των ταραχοποιών οδήγησε στην καταστροφή περιουσιών της ελληνικής ομογένειας σε μια περιοχή περίπου 40 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στον Βόσπορο, στην ασιατική ακτή, στα Πριγκηπόνησα, έως τον Άγιο Στέφανο. Επίθεση δέχτηκαν και ελληνικά ιδρύματα, όπως ναοί, μονές, νεκροταφεία, σχολεία και νοσοκομεία, καθώς και ισχυρές ελληνικές κοινότητες. Ωστόσο, κατά τις επιθέσεις εναντίον των μη Μουσουλμάνων, υπήρχαν και φιλάνθρωποι Τούρκοι, οι οποίοι βοήθησαν τους μη Μουσουλμάνους να κρυφτούν ή παρουσίασαν τους εαυτούς τους ως ιδιοκτήτες οικιών ή καταστημάτων που είχαν γίνει στόχος.

Ο Αχμέτ Τζεβάτ Μεντερές, Πρωθυπουργός της Τουρκίας. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας, Αχμέτ Τζεβάτ Μεντερές, θέλοντας να κατευνάσει το σοκ που προκλήθηκε στο εσωτερικό της χώρας του αλλά και στη διεθνή κοινότητα, υποσχέθηκε αποζημίωση στους πληγέντες. Ωστόσο, η υλοποίηση της υπόσχεσης αυτής καθυστέρησε και χρειάστηκαν παρεμβάσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την επίλυση του ζητήματος.

Στη 1 Απριλίου 1955, ξεκίνησε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) στην Κύπρο, με στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, και με υποστήριξη από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και την ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, η έναρξη του αγώνα δημιούργησε ένταση στις σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η τουρκική κυβέρνηση, συμμεριζόμενη τους Τουρκοκύπριους, θεωρούσε ότι με την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα θα διπλασιάζονταν τα ελληνοτουρκικά σύνορα, γεγονός που ενίσχυσε την αντιπαράθεση.

Στις 29 Αυγούστου 1955, άρχισε στο Λονδίνο η Τριμερής Διάσκεψη για το Κυπριακό, την οποία συγκάλεσε η βρετανική κυβέρνηση του Άντονυ Ήντεν, και στην οποία προσκλήθηκαν η Ελλάδα και η Τουρκία. Η Βρετανία επιδίωκε να μετατρέψει το Κυπριακό σε ελληνοτουρκική διαμάχη με την ίδια ως διαιτητή. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1955 οδήγησαν σε αυξανόμενο εθνικιστικό πυρετό και ανθελληνική εκστρατεία. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1955, έγινε προσπάθεια εξεύρεσης λύσης μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ της βρετανικής κυβέρνησης και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου της Κύπρου. Το σχέδιο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου προέβλεπε όχι άμεση ένωση, αλλά ένα μεταβατικό Σύνταγμα αυτοκυβέρνησης, με την προοπτική ότι η Βρετανία θα παραχωρούσε «αυτοδιάθεση» στην Κύπρο μετά την εφαρμογή του.

Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν καθώς δεν βρέθηκε συμβιβαστική λύση για τις διατυπώσεις της αυτοκυβέρνησης, ενώ η συνεχιζόμενη δράση της ΕΟΚΑ υπό τον Τζων Χάρντινγκ, καθώς και η βρετανική εκτίμηση ότι ο Μακάριος ήταν υπεύθυνος για το αδιέξοδο, οδήγησαν στη σύλληψη του Μακαρίου στις 9 Μαρτίου 1956 και την εξορία του στις Σεϋχέλλες. Ο Μακάριος θα απελευθερωνόταν ένα χρόνο αργότερα. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η ελληνική κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή προσπάθησε το Μάρτιο του 1956 να ασκήσει πίεση στους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ για να αναθεωρήσουν τη στάση τους απέναντι στο Κυπριακό, επιδιώκοντας τη διεθνοποίησή του.

Τον Ιούνιο του 1958 κατατέθηκε το σχέδιο Μακμίλλαν, το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία καθεστώτος τριπλής συγκυριαρχίας Αγγλίας, Ελλάδας και Τουρκίας στην Κύπρο. Το σχέδιο Μακμίλλαν περιλάμβανε τη διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας υπό καθεστώς συνεταιρισμού με την Ελλάδα και την Τουρκία. Επίσης, προέβλεπε τη δημιουργία δύο ξεχωριστών κοινοτικών βουλών για τη ρύθμιση κοινοτικών θεμάτων και ένα Υπουργικό Συμβούλιο με τέσσερις Ελληνοκύπριους και δύο Τουρκοκύπριους Υπουργούς, συν δύο κυβερνητικούς αντιπροσώπους από την Ελλάδα και την Τουρκία.

Ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής υποδέχεται στο αεροδρόμιο τον Βρετανό ομόλογό του Χάρολντ Μακμίλαν. Πηγή εικόνας: kathimerini.gr

Το σχέδιο Μακμίλλαν απέφευγε την εφαρμογή μιας δημοκρατικής αρχής, η οποία θα σήμαινε άσκηση της αυτοδιάθεσης, και καθιέρωνε ένα δυσλειτουργικό καθεστώς τριπλής κυριαρχίας στην Κύπρο. Η Τουρκία αποδέχθηκε το σχέδιο, αλλά η ελληνική πλευρά το απέρριψε, καθώς θεωρούσε ότι η ελπίδα για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα χανόταν και ότι η εξίσου συμμετοχή Ελλάδας και Τουρκίας στη διοίκηση του νησιού άνοιγε το δρόμο για το διαμοιρασμό της Κύπρου μεταξύ των δύο χωρών στο μέλλον. Παρά τις ελληνικές αντιρρήσεις, οι Βρετανοί ετοιμάστηκαν να εφαρμόσουν το σχέδιο από την 1η Οκτωβρίου 1958, γεγονός που δυσκόλεψε τη θέση της Ελλάδας, ιδίως μετά την απόρριψη της τελευταίας προσφυγής της στο Δεκέμβριο του 1958 στο φόρουμ του ΟΗΕ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Άγγελος Μ. Συρίγος (2015), Ελληνοτουρκικές σχέσεις (επιμ. Κυθρεώτης Χρίστος), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα
  • Αλεξανδρής Α. (1991), Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα
  • Νίκος Κρανιδιώτης (1981), Δύσκολα Χρόνια, Βιβλιοπωλείων της Εστίας, Αθήνα
  • John O. Iatrides (1968), Balkan Triangle, Birth and Decline of an Alliance Across Ideological Boundaries, Mouton

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ορέστης Παπαδημητρίου
Ορέστης Παπαδημητρίου
Είναι 25 ετών και προπτυχιακός φοιτητής στο τέταρτο έτος του Ιστορικού Τμήματος του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία, με έμφαση στην ευρωπαϊκή και ελληνική ιστορία. Προσπαθεί συνεχώς να ενημερώνεται για όλες τις πτυχές της ιστορίας, καθώς πιστεύει ότι η κατανόηση του παρελθόντος είναι κλειδί για την κατανόηση του παρόντος και του μέλλοντος. Στον ελεύθερο χρόνο του, ασχολείται με τη μελέτη της πολιτικής και την εμβάθυνση σε ιστορικά θέματα, ενισχύοντας έτσι τις γνώσεις και τις αναλυτικές του δεξιότητες.