Του Μάρκου Ζουζούνη,
Μπορεί να απέχουμε ακόμη έναν χρόνο από τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές, όμως η μάχη για τα ηνία της γερμανικής κεντροδεξιάς έχει ήδη αρχίσει να εντείνεται. Παραδοσιακά, ο κεντροδεξιός συνασπισμός “Union”, που αποτελείται από τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και το αδελφό τους κόμμα στη Βαυαρία, τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU), προκρίνει έναν κοινό υποψήφιο για τη θέση του Καγκελαρίου (Kanzlerkandidat).
Ενίοτε, η απόδοση του χρίσματος αυτού αποτελεί μήλον της έριδος ανάμεσα στις φράξιες του κόμματος. Όμως, αυτή η έριδα δεν ήταν ποτέ τόσο τοξική, όσο στις τελευταίες εκλογές, το 2021. Η διαδικασία επιλογής του υποψηφίου Καγκελάριου σημαδεύτηκε τότε από τη δημόσια ρήξη μεταξύ των Προέδρων των δύο κομμάτων του συνασπισμού, του Armin Laschet και του Βαυαρού Markus Söder. Μπορεί στο τέλος ο μετριοπαθής Laschet να επικράτησε, ως είθισται για τον Πρόεδρο του μεγαλύτερου κόμματος, όμως πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτή η δημόσια διαμάχη οδήγησε την κεντροδεξιά παράταξη στην ήττα στις εκλογές που ακολούθησαν.
Τρία χρόνια αργότερα, και με νέο αρχηγό στο CDU, οι ηγέτες του συνασπισμού φαίνονται να έχουν αποφασίσει να αποφύγουν οποιαδήποτε υπόνοια διχασμού στις προσεχείς εκλογές. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι εσωκομματικές φιλονικίες έχουν πια εκλείψει. Κάθε άλλο, με την Union να βρίσκεται σταθερά πρώτη στις δημοσκοπήσεις, με καθαρό προβάδισμα από τους Σοσιαλδημοκράτες του αντιδημοφιλούς Καγκελαρίου Scholz, το χρίσμα της υποψηφιότητας πιθανόν θα συνοδευτεί και από τα κλειδιά της Καγκελαρίας. Σε αυτό το κλίμα εκλογικής αισιοδοξίας, οι βασικοί διεκδικητές σπεύδουν να δηλώσουν την παρουσία τους.
Αφενός, ο συντηρητικός νέος πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών, Friedrich Merz. Υπό κανονικές συνθήκες, ως πρόεδρος του μεγαλύτερου κόμματος του συνασπισμού θα είχε τον πρώτο λόγο για την υποψηφιότητα. Και πράγματι δεν έχει κρύψει το ενδιαφέρον του. Με καθαρό δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι του Scholz και ένα ξεκάθαρα δεξιό προφίλ, ο Merz έχει προσπαθήσει να επαναφέρει το κόμμα στη συντηρητική του βάση, μετά τη 18ετή κυριαρχία της κεντρώας Angela Merkel. Άσπονδος εσωκομματικός αντίπαλος της Merkel, επέλεξε να εγκαταλείψει την πολιτική, όταν αυτή εδραίωσε τον έλεγχό της επί της κεντροδεξιάς. Μετά από πολυετή ενασχόληση με τις επιχειρήσεις, ο εκατομμυριούχος πλέον Merz, επέστρεψε στον πολιτικό στίβο μετά την απόσυρση της πρώην Καγκελαρίου. Ενισχυμένος από την (ισχνή) νίκη του “CDU” στις τοπικές εκλογές στα ανατολικά κρατίδια, ο Merz ήδη προαλείφεται για την κάθοδό του στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2025.
Παρά ταύτα, δε φαίνεται να έχει πείσει ακόμα όχι μόνο το εκλογικό σώμα, αλλά και το ίδιο του το κόμμα για τις ικανότητές του. Στην ηλικία των 68, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν την ανάγκη για έναν νεότερο, πιο ενεργό υποψήφιο, ιδίως σε μια εποχή που η ηλικία τείνει να καταστεί σε κεντρικό γνώρισμα ενός πολιτικού (βλέπε Biden). Οι συχνές λεκτικές του γκάφες και η χρήση οριακά ακραίας ρητορικής κατά των μεταναστών, τον έχουν αναγκάσει επανειλημμένα να απολογηθεί για σχόλιά του, ενώ έχουν καθηλώσει τη δημοτικότητά του σε επίπεδα χαμηλότερα της εκλογικής επιρροής του κόμματος. Σημαντικότερο ακόμα είναι το έλλειμμα δημοφιλίας που αντιμετωπίζει στις δυναμικές ομάδες του εκλογικού σώματος, ονομαστικά στις γυναίκες και τους νέους.
Αντιθέτως, η πολιτική επικοινωνία δεν αποτέλεσε ποτέ πρόβλημα για τον έτερο διεκδικητή του χρίσματος, και ηγέτη των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών, Markus Söder. Με έντονο λαϊκιστικό προφίλ, ο Πρωθυπουργός της Βαυαρίας, ουκ ολίγες φορές έχει κατηγορηθεί για πολιτικό καιροσκοπισμό. Ανά τα χρόνια, δεν έχει διστάσει να μετακινήσει τις θέσεις του, από την αντιμεταναστευτική ρητορική έως την ανάγκη καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, ανάλογα με τα θέματα που κυριαρχούν στη δημόσια ατζέντα.
Όταν το 2021 έχασε το χρίσμα από τον κεντρώο Laschet, έσπευσε να διακηρύξει την υποστήριξή του στον πρώην αντίπαλό του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να υπονομεύσει την καμπάνια του τελευταίου με τακτικές σπόντες και υπονοούμενα. Έχοντας λοιπόν ήδη υποχωρήσει μία φορά, πολύ πιθανόν να πιστεύει ότι τώρα είναι η σειρά του να λάβει την υποψηφιότητα του συνασπισμού. Μάλιστα σε δημόσιες δηλώσεις του, μετά τις πρόσφατες τοπικές εκλογές, δήλωσε ξεκάθαρα διαθέσιμος να αναλάβει την υποψηφιότητα, αν του ζητηθεί από το “CDU”. Οι δημοσκοπήσεις μάλιστα φαίνεται να συνηγορούν υπέρ του, δείχνοντας ότι με ποσοστό 32% μεταξύ των δεξιών ψηφοφόρων, είναι ο πλέον δημοφιλέστερος ανάμεσα στους εσωκομματικούς ανταγωνιστές του.
Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η πληθωρικότητα του χαρακτήρα του, όσο και ο οπορτουνισμός του, δεν του έχουν κερδίσει πολλούς συμμάχους εντός του συνασπισμού, και ειδικά στο αδελφό κόμμα “CDU”. Αν σε αυτά προσθέσει κανείς και το δυσχερές ιστορικό προηγούμενο, δηλαδή το γεγονός ότι κανένας Βαυαρός δεν έχει αναρριχηθεί στην Καγκελαρία από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα, οι πιθανότητες του Söder μοιάζουν μάλλον περιορισμένες.
Στους δύο Προέδρους των κομμάτων του συνασπισμού, έρχεται να προστεθεί και ένας τρίτος δελφίνος. Ο λόγος για τον Hendrik Wüst, ανερχόμενο Πρωθυπουργό της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, του πολυπληθέστερου γερμανικού κρατιδίου. Έχοντας ξεκινήσει την πολιτική του διαδρομή από τη συντηρητική πτέρυγα του κόμματος, ο 49χρονος πολιτικός φαίνεται να συνειδητοποίησε γρήγορα το πολιτικό κενό που άφησε η αποχώρηση της Angela Merkel στο κέντρο του εκλογικού φάσματος.
Εκμεταλλευόμενος λοιπόν αυτό το κενό, έσπευσε να αναβαπτιστεί πολιτικά, ως ένας μετριοπαθής τεχνοκράτης από την περιοχή του Ρήνου, με τις πολυπολιτισμικές πόλεις της Κολωνίας, του Ντίσελντορφ κ.ά.. Με εφόδιο τη νοσταλγία πολλών Γερμανών για το μετριοπαθές και τεχνοκρατικό προφίλ της Merkel, ο Wüst προσπαθεί να εμφανιστεί τώρα ως ο υποψήφιος που μπορεί να προσελκύσει τις ψήφους πρώην εκλογέων της Merkel, που στις τελευταίες εκλογές στράφηκαν σε άλλα κόμματα του κέντρου, και ειδικά στου Πράσινους.
Και το στοίχημα του έδειχνε να ανταποδίδει, έως ότου οι κεντρώες πολιτικές του κυβερνητικού συνασπισμού άρχισαν να γίνονται όλο και λιγότερο δημοφιλείς. Ειδικά η συγκυβέρνησή του με τους Πράσινους στην τοπική βουλή αρχίζει να μετατρέπεται σε βαρίδι, δεδομένης της μειούμενης δημοτικότητας του κόμματος σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, με την άνοδο της άκρας δεξιάς και της αντιμεταναστευτικής ρητορικής, οποιαδήποτε επίκληση στο έργο της Merkel γίνεται μάλλον αντιπαραγωγική για την κεντροδεξιά. Μπορεί η νοσταλγία για την εποχή της Merkel, πριν τη δυσβάσταχτη ακρίβεια και τον πόλεμο στην Ουκρανία, να συγκινεί ακόμα μέρος του εκλογικού σώματος, όμως οι πολιτικές της Merkel καθαυτές (π.χ. πολιτική ανοιχτών συνόρων, ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία) είναι μάλλον ξεπερασμένες.
Συμπερασματικά, παρατηρούμε ότι πέρα από μια μάχη αντικρουόμενων φιλοδοξιών, ο ανταγωνισμός για το χρίσμα της γερμανικής κεντροδεξιάς, έχει βαθιά ταυτοτικά χαρακτηριστικά. Τα διλήμματα για τη μετανάστευση, την άμυνα, την ενεργειακή πολιτική, τη συνεργασία με την ακροδεξιά, όλα εξυφαίνουν ένα δίχτυ προκλήσεων στις οποίες καλούνται να δώσουν απαντήσεις οι υποψήφιοι δελφίνοι. Η στάση που θα επικρατήσει τελικά δεν είναι άσχετη με το μέλλον πολλών κεντροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, μια παράταξη που μεταπολεμικά έπαιξε καίριο ρόλο στην εμπέδωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της πολιτικής ενοποίησης στην ήπειρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Will Friedrich Merz finally become Germany’s next chancellor?, Financial Times, διαθέσιμο εδώ
- Friedrich Merz, the CDU and its bid for power, Deutsche Welle, διαθέσιμο εδώ
- Söder über Kanzlerkandidatur: “Wenn Friedrich Merz mich bittet”, Bayerische Rundfunk, διαθέσιμο εδώ
- Welcher Kanzlerkandidat der CDU/CSU ist am erfolgsversprechendsten?, Statista, διαθέσιμο εδώ