Του Γιάννη Δράμαλη,
Οι συμπεριφορές που τυποποιούνται στα άρθρα 235 παρ.1 ΠΚ και 236 παρ.1 ΠΚ είναι απλώς η βασική μορφή μιας πολύ γνωστής και διαδεδομένης πρακτικής, την οποία πολλοί επιχειρούν να εκμεταλλευτούν για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Δεν είναι ασυνήθιστο μάλιστα να ανακαλύπτονται παραθυράκια, προκειμένου να αποφευχθεί ο ποινικός κολασμός ή να οργανώνονται ολόκληρες κομπίνες για την κερδοσκοπία λίγων. Για να αυξηθεί, λοιπόν, η προστασία του Δημοσίου Τομέα, θα ήταν επιτακτική η προσθήκη επιπλέον διατάξεων, που θα κάλυπταν και άλλες απρόβλεπτες περιπτώσεις. Έτσι, υπάρχουν, καταρχήν, οι διακεκριμένες μορφές των εγκλημάτων αυτών, που εξασφαλίζουν συμπληρωματικά όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία.
Η πρώτη διακεκριμένη μορφή του 235 παρ.1 ΠΚ βρίσκεται στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου. Τυποποιεί την ακριβώς ίδια συμπεριφορά με το πρώτο εδάφιο τόσο στην αντικειμενική όσο και στην υποκειμενική υπόσταση, ωστόσο το στοιχείο που προστίθεται και την καθιστά διακεκριμένη περίπτωση είναι η τέλεση της πράξης κατ’ επάγγελμα, αυξάνοντας έτσι και το αξιόποινο. Σε ό,τι αφορά την έννοια της κατ’ επάγγελμα τέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, αυτή ορίζεται στο άρθρο 13 στοιχείο ε) του Ποινικού Κώδικα ως εξής: «Όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο υπαίτιος με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του υπαίτιου για πορισμό εισοδήματος».
Αυτό σημαίνει ότι ο δράστης και εν προκειμένω ο δημόσιος υπάλληλος, είτε έχει διαπράξει επανειλημμένα την ίδια πράξη, είτε έχει οργανώσει μια υποδομή, ένα σύστημα που θα διευκόλυνε την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής, ακόμα και αν έχει τελέσει την πράξη μόνο μια φορά όταν αποκαλυφθεί. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως, από άποψη υπαιτιότητας, θα πρέπει να υπάρχει ο σκοπός για πορισμό εισοδήματος από αυτές τις ενέργειες, ενός εισοδήματος συμπληρωματικού προς αυτό που λαμβάνει με τη νόμιμη εργασία του και άρα αδικαιολόγητου και αντίθετου προς τις αρχές που αντιπροσωπεύει η Δημόσια Υπηρεσία. Θα μπορούσε να πει κανείς, πως ο δράστης αποσκοπεί στην επιβολή όρων ιδιωτικού δικαίου σε έναν χώρο που υπόκειται στο δημόσιο δίκαιο.
Συμπληρωματική κάλυψη της έννοιας του δημοσίου υπαλλήλου βέβαια προσφέρει και το άρθρο 237Β. Ως δημόσιος υπάλληλος αντιμετωπίζεται διευρυμένα και το πρόσωπο που «υπηρετεί μόνιμα ή μη με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση σε οργανισμούς ή επιχειρήσεις οποιασδήποτε νομικής μορφής που ανήκουν εξ ολοκλήρου ή κατά την πλειοψηφία των μετοχών τους στο Κράτος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή των οποίων η διοίκηση διορίζει εξ ολοκλήρου ή κατά πλειοψηφία το Κράτος ή οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Η ρύθμιση αυτή εξυπηρετεί κυρίως περιπτώσεις όπου εμπλέκεται και το ιδιωτικό δίκαιο και θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από άπληστους και φιλόδοξους υπαλλήλους.
Η δεύτερη διακεκριμένη περίπτωση δωροδοκίας τυποποιείται στο πρώτο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 235 ΠΚ. Εδώ παρουσιάζεται η συμπεριφορά της προηγούμενης παραγράφου, δηλαδή η παθητική δωροδοκία (δωροληψία). Το επιπλέον στοιχείο όμως και συγχρόνως ο λόγος που απειλείται αυστηρότερη ποινή είναι, ότι η πράξη, μελλοντική ή τελειωμένη, για την οποία ο δημόσιος υπάλληλος λαμβάνει το αθέμιτο ωφέλημα, είναι αντίθετη στα καθήκοντά του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του υπαλλήλου που είναι υποχρεωμένος να μην παραχωρήσει οικοδομική άδεια αλλά την παραχωρεί χάριν της δωροδοκίας. Εάν πάντως ήταν υποχρεωμένος να την παραχωρήσει και λάμβανε χώρα δωροδοκία παρόλα αυτά, π.χ. για επίσπευση της διαδικασίας, θα ήταν αξιόποινος με το άρθρο 235 παρ.1 εδάφιο πρώτο ΠΚ και όχι με τη διακεκριμένη μορφή.
Η τρίτη διακεκριμένη μορφή δωροδοκίας είναι αυτή του άρθρου 235 παρ.2 εδάφιο δεύτερο. Σε αυτή γίνεται λόγος για το έγκλημα του αμέσως προηγούμενου εδαφίου, δηλαδή της πράξης αντίθετης προς τα καθήκοντα του υπαλλήλου, σε συνδυασμό όμως με την κατ’ επάγγελμα τέλεση που ορίζει το άρθρο 13 στοιχείο ε) ΠΚ. Αυτή αποτελεί μια ιδιαίτερα σοβαρή περίπτωση διπλής απαξίας θα έλεγε κανείς και δικαιολογημένα επισύρει την αυστηρότερη ποινή, θίγοντας βαθύτατα τις αξίες που αποπνέει ο Δημόσιος Τομέας. Τελευταία διακεκριμένη μορφή είναι αυτή του άρθρου 236 παρ.2 ΠΚ. Σε αυτήν παρουσιάζεται ο καθρέφτης του 235 παρ.2 εδάφιο πρώτο, ως διακεκριμένη μορφή της δωροδοκίας δημοσίου υπαλλήλου για τέλεση πράξης αντίθετης στα καθήκοντά του, με πρωτοβουλία τρίτου. Φυσικά, διακεκριμένη μορφή κατ’ επάγγελμα τέλεσης δωροδοκίας από τρίτο δεν υφίσταται.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μπιτζιλέκης Νικόλαος, Υπηρεσιακά εγκλήματα, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2001.
- Μπιτζιλέκης Νικόλαος, Η σύγχρονη διαμόρφωση των εγκλημάτων δωροδοκίας κατά τον Ποινικό Κώδικα. Ένα παράδειγμα μετανεωτερικού Ποινικού Δικαίου, σε 6ο Συνέδριο Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Η ποινική διαχείριση της δωροδοκίας, σελ. 155 επ, 2013.
- Παπακυριάκου Θεόδωρος, Το καθεστώς ειδικής-αυξημένης ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων στο ελληνικό ποινικό δίκαιο – Βασικά χαρακτηριστικά και κριτική αποτίμησης, ΠοινΔικ, σελ. 1126 επ, 2009.
- Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Δωροδοκία υπαλλήλου (άρθρα 235-236 ΠΚ), Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 2003.
- Χατζηκώστας Κωνσταντίνος, Μερικές σκέψεις για τη δωροδοκία και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Με αφορμή το βούλευμα 570/2006, ΠοινΧρ, σελ. 583 επ, 2007.
- Χατζηκώστας Κωνσταντίνος, Η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 2010.