Του Ορέστη Παπαδημητρίου,
Το κλίμα που περιγράφηκε στο πρώτο μέρος του άρθρου αρχίζει σιγά-σιγά να προβάλλει με όλο και πιο πιεστικό τρόπο το Κυπριακό ζήτημα. Οι Έλληνες Κύπριοι, απογοητευμένοι και εξαντλημένοι από την κατάσταση του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος, θα στραφούν σε πιο δυναμική και αποφασιστική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, απαιτώντας την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος, ο οποίος ήταν και Πρόεδρος του Εθναρχικού Συμβουλίου, θα συνδέσει το όνομά του με το δημοψήφισμα του 1950 και με την πίεση που ασκήθηκε στις ελληνικές κυβερνήσεις για την προώθηση της Ένωσης. Στο δημοψήφισμα αυτό, το οποίο διεξήχθη στις 15 Ιανουαρίου 1950, από τους 224.747 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους, άνδρες και γυναίκες άνω των 18 ετών, προσήλθαν και υπέγραψαν υπέρ της Ενώσεως 215.108, δηλαδή το εντυπωσιακό ποσοστό του 95,7% του ελληνοκυπριακού πληθυσμού. Παρόλα αυτά, η κυπριακή αντιπροσωπεία, που είχε επισκεφθεί την Αθήνα με την ελπίδα να παραδώσει τους τόμους του Κυπριακού Δημοψηφίσματος, δεν έγινε δεκτή από τον Πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα. Ο Πλαστήρας επιφυλάχθηκε να εξετάσει το Κυπριακό ζήτημα σε ευθετότερο χρόνο, εντός των πλαισίων των ελληνοβρετανικών σχέσεων.
Στο μεταξύ, στην Αθήνα, ο Γεώργιος Παπανδρέου, Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Δημοσίας Τάξεως, ερωτηθείς στις 20 Ιουνίου 1950 από τον Θεμιστοκλή Δέρβη, Δήμαρχο της Λευκωσίας, αν η Ελλάδα προτίθεται να αναγνωρίσει επισήμως το αίτημα της Ενώσεως, απήντησε: «Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονες, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν και για αυτό δεν μπορεί, λόγω του Κυπριακού, να κινδυνεύσει να πάθει από ασφυξία».
Έτσι, στις 21 Μαρτίου 1951, συνήλθε υπό την προεδρία του Πρωθυπουργού Σοφοκλή Βενιζέλου το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών της Ελλάδας και αποφάσισε να τεθεί το Κυπριακό ζήτημα στη Βρετανική κυβέρνηση. Το Συμβούλιο Αρχηγών Κομμάτων διαπίστωσε σε μια απόφαση που χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό ότι ο βασικός γνώμονας πάνω στον οποίον το θέμα ετίθετο ήταν ότι το αίτημα αυτό όφειλε να επιλυθεί εντός των πλαισίων της ελληνοβρετανικής φιλίας. Αυτό εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα της Βρετανίας, η οποία διατηρούσε στρατιωτικές βάσεις στο νησί αλλά και αλλού στην ελληνική επικράτεια, ενώ ταυτόχρονα κατοχύρωνε τον πλήρη «σεβασμό» των δικαιωμάτων της τουρκικής μειονότητας.
Το 1952 υπήρξε έτος συχνών ελληνοτουρκικών επαφών σε όλα τα επίπεδα, αλλά σημειώθηκε και η ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ τον Φεβρουάριο. Η προσέγγιση αυτή των δύο κρατών κορυφώθηκε με την ανταλλαγή επισκέψεων των πολιτικών ηγεσιών τους, τόσο σε επίπεδο αρχηγών κρατών όσο και σε επίπεδο Πρωθυπουργών και μελών του Υπουργικού Συμβουλίου. Μάλιστα, την 1η Φεβρουαρίου 1952, ο Σοφοκλής Βενιζέλος επισκέφθηκε επίσημα τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, η οποία συνεδρίαζε. Στα πλαίσια της επίσκεψής του, ο Βενιζέλος, πέραν των επαφών του με τον Köprülü, τον Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης Koraltan και τους υπόλοιπους Τούρκους αξιωματούχους, είχε την ευκαιρία να συζητήσει με τον Αμερικανό πρέσβη McGhee, τον Ιταλό πρέσβη στην Άγκυρα Marchi, ενώ διεξήχθη και συνομιλία μεταξύ των Βενιζέλου, Köprülü και Radovanović, πρεσβευτή της Γιουγκοσλαβίας. Παράλληλα, έλαβαν χώρα στρατιωτικές συνομιλίες μεταξύ του ταξιάρχου Ρούσου και του στρατιωτικού ακόλουθου Ιορδανίδη με τον υπαρχηγό του τουρκικού επιτελείου. Κατά τις συνομιλίες δεν τέθηκαν μόνο τα διμερή θέματα, αλλά και η κοινή γραμμή των δύο κρατών στην Ατλαντική Συμμαχία, η προσέλκυση της Γιουγκοσλαβίας σε μια περιφερειακή αμυντική συμμαχία και η στάση της Τουρκίας σε μια ενδεχόμενη ανακίνηση του Κυπριακού. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να παρέχουν αμοιβαία υποστήριξη η μία στην άλλη στο ΝΑΤΟ. Για το Κυπριακό, όμως, η Τουρκία δήλωσε ότι θα βρισκόταν σε δύσκολη θέση σε περίπτωση ένταξης της Κύπρου στην Ελλάδα.
Στη συνέχεια, το νέο έτος (1953) έφερε μια ακόμη σημαντική επιτυχία για το δίδυμο Αθήνας-Άγκυρας. Οι προσπάθειές τους για προσέλκυση της Γιουγκοσλαβίας σε μια τριμερή συνεργασία στέφθηκαν με επιτυχία, καθώς, στις 28 Φεβρουαρίου 1953, οι συνεννοήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, μελών του ΝΑΤΟ από τη μία πλευρά και της Γιουγκοσλαβίας από την άλλη, ευοδώθηκαν με την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας της Άγκυρας. Ο φόβος για τη Σοβιετική Ένωση και το ανατολικό μπλοκ ένωσε τις τρεις χώρες παρά τις διαφορές τους σε συνεργασία και στρατιωτική συνεννόηση, έναν μόλις χρόνο μετά την είσοδο της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Η Συνθήκη προέβλεπε:
Α) Υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών να διαβουλεύονται για όλα τα προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος (άρθρο 1).
Β) Επιδίωξη από κοινού εξέτασης προβλημάτων ασφαλείας και κοινών μέτρων άμυνας κατά απρόκλητης επίθεσης (άρθρο 2).
Γ) Συνεργασία σε οικονομικό, τεχνικό και μορφωτικό επίπεδο (άρθρο 4).
Δ) Ειρηνική επίλυση διαφορών και μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του ενός συμβαλλόμενου μέρους από τα υπόλοιπα (άρθρο 5).
Από αυτό το σημείο ξεκινάει η αντίστροφή μέτρηση όσων αναφορά το κυπριακό ζήτημα, με τις δηλώσεις Παπάγου προς τη Βρετανία για τις βάσεις της στην Κύπρο (1954), στις οποίες έμεινε αδιάλεχτη, μέχρι στιγμής. Τον Φεβρουάριο 1954, η Άγκυρα πληροφόρησε την Ελληνική κυβέρνηση μέσω του πρέσβη της στην Αθήνα ότι αντιτίθεται σε οποιαδήποτε αλλαγή του διεθνούς καθεστώτος στην Κύπρο, ότι η Τουρκία επιθυμεί να συμμετάσχει σε ενδεχόμενες ελληνοβρετανικές διαπραγματεύσεις, όταν θα λάβαιναν χώρα, και ότι, τέλος, μια προσφυγή της Ελλάδος στον ΟΗΕ (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών) θα έβλαπτε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Πιο συγκεκριμένα, το διάβημα αυτό περιελάμβανε τρία σημεία:
Α) Η Τουρκία εξέφραζε την επιθυμία να παραμείνει αμετάβλητο το διεθνές καθεστώς της Κύπρου
Β) Τυχόν συνομιλίες για το Κυπριακό έπρεπε να είναι τριμερείς με τη συμμετοχή της Τουρκίας
Γ) Τυχόν προσφυγή της Ελλάδας στον ΟΗΕ θα όξυνε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Έτσι, στις 22 Αυγούστου 1954, ο Έλληνας αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, Χρ. Ξανθόπουλος Παλαμάς, κατέθεσε την πρώτη ελληνική προσφυγή σχετικά με το Κυπριακό Ζήτημα. Την αίτηση υπέγραφε ο Πρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης, στρατάρχης Παπάγος. Η προσφυγή αυτή αποτέλεσε σημαντικό βήμα για την Ελλάδα, καθώς επισημοποιούσε το αίτημα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, οι Βρετανοί, περίπου ένα μήνα αργότερα, επιβεβαίωσαν τις αρχικές τους εκτιμήσεις, οι οποίες αποδείχθηκαν αρκετά κοντά στην πραγματικότητα. Δηλαδή, διαπιστώθηκε ότι η ελληνική πλευρά δεν είχε δώσει την πρέπουσα προσοχή στο ζήτημα της τουρκικής στάσης απέναντι στο αίτημα της Ένωσης πριν καταθέσει την προσφυγή. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε λόγο ανακούφισης για την τουρκική κοινή γνώμη.
Στη συνέχεια, στις 12 Δεκεμβρίου 1954, εκδηλώθηκε η σαφής αντίθεση των ΗΠΑ για τη συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με επιστολή του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Foster Dulles. Οι ΗΠΑ πρότειναν να μην συζητηθεί περαιτέρω το ζήτημα στον ΟΗΕ, ενισχύοντας την αντίληψη ότι η διεθνής κοινότητα δεν ήθελε να εμβαθύνει στο Κυπριακό ζήτημα. Στη συζήτηση για τη λήψη απόφασης, η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, και την Τουρκία, η οποία είχε αποκτήσει σημαντική θέση και επιρροή στην περιοχή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Άγγελος Μ. Συρίγος (2015), Ελληνοτουρκικές σχέσεις (επιμ. Κυθρεώτης Χρίστος), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα
- Αλεξανδρής Α. (1991), Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα
- Νίκος Κρανιδιώτης (1981), Δύσκολα Χρόνια, Βιβλιοπωλείων της Εστίας, Αθήνα
- John O. Iatrides (1968), Balkan Triangle, Birth and Decline of an Alliance Across Ideological Boundaries, Mouton