Της Αντιγόνης Λαπατά,
Η ίδια που θα σε λυτρώσει από τα μυστικά σου, η ίδια θα γινόταν η θηλιά στο λαιμό σου αν δεν αποφάσιζες να μιλήσεις. Αυτή η πέτρα που της εμπιστεύεσαι όσα δε λες ούτε στον καθρέφτη, ούτε στον πιο μακροσκελή μονόλογο. Αυτή είναι η σενγκέ σαμπούρ.
«Από το σώμα μέσω του σώματος με το σώμα εκ του σώματος και μέχρι το σώμα» (Antoine Artaud). Έτσι μάς εισάγει ο Ατίκ Ραχίμι σε αυτόν τον κόσμο που ζει η ηρωίδα μας. Θα μπορούσε πράγματι να είναι το Αφγανιστάν. Θα μπορούσε να είναι και κάπου αλλού. Μικρή σημασία έχει. Αυτό που έχει σημασία είναι να την ακούσετε, όπως ακριβώς την ακούει ο σύζυγός της. Όχι όπως στον γάμο τους, αλλά όπως τώρα που βρίσκεται σε κόμμα. Ένα άδειο σώμα, ένα βλέμμα πάντοτε το ίδιο απλανές θαρρείς και βλέπει την ίδια σκηνή ξανά και ξανά. Το σωληνάκι στο στόμα του είναι εκεί, το ίδιο κοκκαλωμένο με το βλέμμα του. Τα μάτια του θα ήταν πιο στεγνά και από έρημο αν η γυναίκα δεν φρόντιζε για το κολλύριο. Μία σταγόνα στο ένα μάτι, μία στο άλλο. Και ξανά, μία, δύο.
Η γυναίκα το μόνο που ψιθυρίζει πλάι του είναι ονόματα του Αλλάχ. Κάθε φορά ένα από τα ενενήντα εννιά. «Αλ Καχάρ» (Παντοκράτορα), «Αλ Ραχμάν», «Αλ Μουμίν» (Ελεήμονα, Σωτήρα, Δωρητή). Ο χρόνος έχει σταματήσει, μα όχι εντελώς. Δεν υπολογίζει πια σε ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα παρά μόνο με τις ανάσες του άντρα. Κάθε ενενήντα ανάσες, κάθε εκατόν ογδόντα, διακόσιες εβδομήντα… σαν να μη μετράνε οι μέρες που περνούν, σα να ‘ναι ξέφραγο αμπέλι, κοπάδι που περιμένει τον τσοπάνη του να το περιμαζέψει για να μην ξεχυθεί και γίνει απειλή. Η μαντίλα τής καλύπτει το πρόσωπο, η ομορφιά της όμως δεν κρύβεται. Η ουλή στη γωνία του αριστερού της ματιού σε κάνει παρατηρείς τα εκφραστικά της μάτια. Τα χείλη της σαρκώδη μα ωχρά, ψυχρά. Αν λίγο βαφόντουσαν κόκκινα θαρρείς θα γινότανε σωστή Εσμεράλδα. Αρκεί, όμως, που βάφτηκε κόκκινο το σεντόνι την πρώτη νύχτα που την είδε. Να μία από τις αναμνήσεις που μοιράζεται μαζί μας, μα πριν από όλους με τη «σενγκέ σαμπούρ» της. Θυμάται ακόμα εκείνον τον θρίαμβο στο πρόσωπό του που της προξένησε αηδία. Φυσικά δεν τόλμησε να του ζητήσει αυτά που διακαώς σκεφτόταν ότι θα την ευχαριστούσαν… τι δικαίωμα είχε εξάλλου πάνω στο σώμα της; Μόνο που τώρα μπορεί να τα πει χωρίς αναστολές, την ακούει χωρίς να αντιδρά.
Τι παράξενο που είναι, να τον παρακαλά να ξυπνήσει και αυτός να επιμένει να έχει το βλέμμα κολλημένο στον άδειο τοίχο. Ας είναι· η γυναίκα επικαλείται πάλι κάποια από τα ενενήντα εννιά ονόματα του Αλλάχ χωρίς να αφήνει το Κοράνι από τα χέρια της. Το κομποσκοίνι σφιχτά δεμένο στα χέρια της, ανάμεσα από τα δάκτυλά της. Της ξεφεύγουν κουβέντες άσχημες, μα τις πνίγει προτού βρουν τον στόχο τους. Δεν τις μετανιώνει, μόνο τις πνίγει. Δεν τα καταφέρνει καλά, για αυτό και ξανακάνει την προσευχή της, να τη συγχωρέσει ο Θεός για ό,τι ξεστομίζει (ή πολύ περισσότερο για αυτά που πρόκειται, που σκέφτεται να ξεστομίσει). Γυρνάει τον χρόνο πίσω, όταν ακόμα μέτραγε. Εκείνος πάντα απών, ακόμα και την ημέρα του γάμου τους. Από την πρώτη κιόλας στιγμή κατάλαβε πως είναι μόνη της, στη σκιά ενός φαντάσματος. Χωρίς αυτή τη σκιά, όμως, την έβρισκαν τα πυρά. Έπρεπε να συνεχίσει το μοτίβο που είχε μάθει. Να μη μιλά, να μην αντιδρά, να κρατάει χαμηλά τα μάτια της. Τι πρωτόγνωρη αίσθηση… τώρα μπορεί να σηκώσει τα μάτια και να μιλήσει με αυτά αν το θέλει. Αλλά δεν μπορεί να μιλάει άλλο σιωπηλά. Έχει έρθει πια η στιγμή να ανοίξει το στόμα της, να ακούσει τον χτύπο που αντηχεί στη φωνή της.
Το παιχνίδι παίρνει άλλη τροπή. Ένας μονόλογος για όλους που μπορεί να νιώσει μόνο ένας. Οι σκέψεις της ξεπηδούν και ξεγλιστρούν από το στόμα της προτού προλάβει να τις περάσει από κόσκινο, όπως χρειαζόταν να κάνει κάθε φορά ακόμα και με την ανάσα της (τώρα ήξερε ότι η ανάσα της θα έπρεπε να συγχρονιζόταν με αυτή του άνδρα). Πού ακούστηκε μια γυναίκα να μιλά χωρίς κανέναν ενδοιασμό για το σεξ, τις επιθυμίες της, πού ακούστηκε να αναγνωρίζει η ίδια και μόνο το δικαίωμά της στην ηδονή και να το διακηρύττει σε ένα δωμάτιο χωρίς κοινό, με μόνο ακροατήριο εκείνον, τη «σενγκέ σαμπούρ» της; Πόσες φορές ήθελε να γελάσει στα ξαφνικά αντικρίζοντάς τον και κουνώντας το δάκτυλο να του φωνάξει πως όσο και να προσπαθεί, το κορμί μιας γυναίκας δεν εξουσιάζεται, δεν είναι το λάφυρο κανενός. Δεν έχει λυγίσει ακόμα κανένας τους. Ούτε ο μεν, ούτε ο δε.
Έξω οι πυροβολισμοί δε σταματούν, η γριά δε σταματά το τραγούδι που αυτοσχεδιάζει μέσα στην απόλυτη παράνοια, σε αυτήν την «ξέφρενη» δύνη. Τα μάτια της γυναίκας αρχίζουν και λαμποκοπάνε. Δε μιλάει πλέον μόνο στον άνδρα της, όχι. Απέναντί της βρίσκεται πλέον και ο πατέρας της (και σα να άργησε να φανεί). Δεν της συγχώρεσε ποτέ την αυθάδεια και το θράσος να αφήσει ελεύθερα τα πουλιά που είχε κλειδωμένα. Αχ ας μπορούσε να πετάξει και εκείνη μαζί τους, ας μπορούσε να φτερουγίσει μακριά από την ψυχρή «θαλπωρή» του σπιτιού της, ας της έδινε επιτέλους κάποιος φτερά να τιμωρήσει όλους αυτούς που την ήθελαν θαμμένη στις δικές τους προηγούμενες ζωές, στις δικές τους στερήσεις. Όμως όχι, τα μισεί αυτά τα πτηνά, τα κοιτά με απέχθεια. Τα κάνει θήραμα για εκείνη την πεινασμένη γάτα που στη θέα τους απλώνει τα νύχια της και τα κατασπαράζει με δόλια ευχαρίστηση. Για λίγο σκέφτηκε πως νίκησε· έδειξε και εκείνη τα δόντια της στον «κύρη» και «αφέντη» της. Τα πουλιά είναι ελεύθερα, ακόμα και αν κάποιος τα πυροβολήσει θα νιώθουν ότι για λίγο έχουν πετάξει.
Μα για μια στιγμή· κράταγε ένα φτερό! Ένα φτερό που είχε κρύψει μέσα στο Κοράνι. Κάποιος το έκλεψε, δε χωρά αμφιβολία. Πρέπει να το βρει. Πρέπει να συνεχίσει την ιστορία της…
Ατίκ Ραχίμι· γεννηθείς το 1962 στην Καμπούλ (Αφγανιστάν). Τελειώνοντας το γαλλοαφγανικό Λύκειο Εστικάλ, προχωρά σε σπουδές Λογοτεχνίας στη γενέτειρά του. Το 1984 σε ηλικία 22 ετών, ο πόλεμος τον οδηγεί να εγκατασταθεί στο Πακιστάν και αργότερα στη Γαλλία με πολιτικό άσυλο, βρίσκοντας ευκαιρία να ξεκινήσει και να ολοκληρώσει το διδακτορικό του στη Σορβόννη στο Τμήμα Οπτικοακουστικής Επικοινωνίας. Μετά από μια σειρά ντοκιμαντέρ το 2004, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το βραβευμένο στο Φεστιβάλ Καννών μυθιστόρημά του «Στάχτες και χώμα» (βραβείο «Βλέμμα στο μέλλον»). Το βιβλίο του Η πέτρα της υπομονής κυκλοφορεί στη Γαλλία πρώτη φορά το 2008 και την ίδια χρονιά αποσπά βραβείο Goncourt, ενώ λίγα χρόνια αργότερα (2012) μεταφέρεται και αυτό στον κινηματογράφο με τον ίδιο να αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία.
Μέσα από την μετάφραση των Βάσω Νικολοπούλου και Νίκη Καρακίτσου-Douge, οι Εκδόσεις Πατάκη δίνουν και σε εσάς την ευκαιρία να γίνεται η «σενγκέ σαμπούρ» κάθε αδικημένης, κάθε βασανισμένης γυναίκας. Έστω για λίγο, όσο διαρκεί το μονόπρακτο, ο μονόλογος. Θα «σπάσετε» κι εσείς μαζί της;