21.9 C
Athens
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ μετανάστευση και η οικονομική ανισότητα στα Βαλκάνια (Μέρος Α')

Η μετανάστευση και η οικονομική ανισότητα στα Βαλκάνια (Μέρος Α’)


Tης Γεωργίας Παγιαβλά,

Η μετανάστευση από την περιοχή των Βαλκανίων ή αλλιώς Νοτιοανατολικής Ευρώπης-ΝΑΕ, ιδίως πριν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων κοινοτήτων διασποράς για κάθε χώρα. Η Αλβανία και η Βοσνία και Ερζεγοβίνη αποτελούν αξιοσημείωτα παραδείγματα, με τη διασπορά να αγγίζει τα 1,4 εκατομμύρια και 2 εκατομμύρια άτομα αντίστοιχα, που αντιπροσωπεύουν περίπου τον μισό πληθυσμό των χωρών καταγωγής τους. Η διασπορά της Σερβίας είναι περίπου 1 εκατομμύριο, ή το 15% του πληθυσμού της (King & Oruc, 2019). Ιδίως τα τελευταία 30 χρόνια, το απόθεμα των μεταναστών από τα Βαλκάνια έχει διπλασιαστεί, φθάνοντας σχεδόν τα 3,8 εκατομμύρια το 2019 (Oruc, 2020). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα της KNOMAD, οι 10-ΝΑΕ συγκεντρώνουν ένα απόθεμα απόδημων μεταναστών που κυμαίνεται από 7,1% (Σερβία) έως 47% (Βοσνία-Ερζεγοβίνη). Στο Γράφημα 1, μπορούμε να διακρίνουμε 2 ομάδες.

– Ομάδα 1: 5 χώρες με ποσοστό πάνω από 30% (Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Μαυροβούνιο, Β. Μακεδονία) – όλες οι χώρες δεν είναι μέλη της ΕΕ.

– Ομάδα 2: 5 χώρες έχουν ποσοστά κάτω από 22% (Βουλγαρία, Κροατία, Ελλάδα, Ρουμανία και Σερβία) – 4/5 χώρες είναι μέλη τις ΕΕ.

Η εκροή πληθυσμού από τις χώρες των Βαλκανίων δεν επηρεάζει μόνο δημογραφικά και κοινωνικά τις χώρες προέλευσης, αλλά και οικονομικά. Τα υψηλότερα ποσοστά μετανάστευσης στην Ομάδα 1 θα μπορούσαν να κατανοηθούν ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης οικονομικής ανασφάλειας, των λιγότερων ευκαιριών απασχόλησης και της λιγότερης πολιτικής σταθερότητας. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, οι οικονομίες των χωρών της Ομάδας 1, όπως η Αλβανία, η Βοσνία και το Κόσοβο, αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις λόγω της απώλειας εργατικού δυναμικού, γεγονός που μειώνει την παραγωγικότητα και επιβραδύνει την ανάπτυξη. Για παράδειγμα, η φυγή ειδικευμένων εργατών από την περιοχή οδηγεί σε αυτό που ονομάζεται brain drain, επηρεάζοντας κρίσιμους τομείς, όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η τεχνολογία. Αυτό εμποδίζει τις οικονομίες να αναπτυχθούν και να προσελκύσουν επενδύσεις σε καινοτόμους τομείς.

Γράφημα 1: Απόθεμα απόδημων μεταναστών στις 10 χώρες των Βαλκανίων (Β-10). Πηγή: KNOMAD

Ταυτόχρονα, τα εμβάσματα που στέλνουν οι μετανάστες πίσω στις πατρίδες τους αποτελούν έναν κρίσιμο οικονομικό παράγοντα. Οι χώρες της Ομάδας 1 εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα εμβάσματα για την τόνωση της τοπικής κατανάλωσης και της οικονομικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, στην Αλβανία, τα εμβάσματα που στέλνονται από μετανάστες αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, τα εμβάσματα στις χώρες αυτές μπορεί να φτάσουν έως και το 15% του ΑΕΠ, βοηθώντας τις τοπικές οικονομίες να σταθεροποιηθούν και να ανταποκριθούν σε ανάγκες όπως η εκπαίδευση και η υγεία.

Οι King & Oruc (2019) υπογραμμίζουν την σημασία των Βαλκανίων για τη μελέτη της μετανάστευσης στις διάφορες μορφές της, συμπεριλαμβανομένης της μετανάστευσης εργατικού δυναμικού, της μετανάστευσης υψηλής ειδίκευσης, της αναγκαστικής μετανάστευσης, του σχηματισμού διασποράς και της μετανάστευσης επιστροφής.

Το καθαρό ποσοστό μετανάστευσης (ανά 1.000 κατοίκους) είναι ένας δημογραφικός δείκτης που μετρά τη διαφορά μεταξύ του αριθμού των ατόμων που εισέρχονται σε μια χώρα (μετανάστες) και του αριθμού των ατόμων που εγκαταλείπουν τη χώρα (απόδημοι) ανά 1.000 μέλη του πληθυσμού κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, συνήθως ενός έτους. Όταν είναι θετικό το καθαρό ποσοστό μετανάστευσης, αυτό σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι είναι μετανάστες απ’ ό,τι απόδημοι, γεγονός που υποδηλώνει εισροή ανθρώπων. Αντίθετα, όταν είναι αρνητικό το καθαρό ποσοστό μετανάστευσης, αυτό σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι είναι απόδημοι από ό,τι μετανάστες, γεγονός που υποδηλώνει εκροή ανθρώπων.

Σύμφωνα με το Γράφημα 2, το καθαρό ποσοστό μετανάστευσης στην Ομάδα 1 είναι κατά κύριο λόγο αρνητικό για όλες τις χώρες της. Παρόλα αυτά οι χώρες παρουσιάζουν κάποιες ιδιαιτερότητες. Στην Βοσνία Ερζεγοβίνη, το αρνητικό καθαρό ποσοστό μετανάστευσης την περίοδο 1991-1995 είναι άμεσο αποτέλεσμα της εθνοκάθαρσης που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας, που προκάλεσαν τον εκτοπισμό περίπου 2,7 εκατομμυρίων ανθρώπων έως τα μέσα του 1992, εκ των οποίων πάνω από 700.000 κατέφυγαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποτελώντας τη μεγαλύτερη μαζική έξοδο στην Ευρώπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπολογίζεται ότι μεταξύ 1,0 και 1,3 εκατομμύρια άτομα εκδιώχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των εκστρατειών εθνοκάθαρσης και ότι δεκάδες χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους. Τα θετικά ποσοστά το 1996 μπορούν να αποδοθούν στην επιστροφή των προσφύγων και των εκτοπισμένων μετά την ειρηνευτική συμφωνία του Ντέιτον.

Φωτογράφος και Δικαιώματα Χρήσης Εικόνας: Mark H. Milstein/ Northfoto

Το Κόσοβο, καθ’ όλη τη περίοδο αναφοράς παρουσιάζει μια εκθετική αρνητική πορεία το 1998. Αυτή η εκτόπιση πληθυσμού είναι αποτέλεσμα του πολέμου του Κοσσυφοπεδίου (1998-1999) που ήταν μια ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (η οποία περιλάμβανε τότε τη Σερβία και το Μαυροβούνιο), που είχαν τον έλεγχο της περιοχής, και της αλβανικής παραστρατιωτικής οργάνωσης Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου. Η πολεμική σύγκρουση σε συνδυασμό με την βομβαρδιστική αεροπορική εκστρατεία του ΝΑΤΟ οδήγησε παραπάνω από 12.000 άτομα στο θάνατο, ενώ 800.000 άτομα διέφυγαν.

Eνώ οι άλλες χώρες παρουσιάζουν έντονες αυξομειώσεις, ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 1980 παρατηρείται μια έντονη σταθερή αρνητική πορεία του καθαρού ποσοστού μετανάστευσης. Η Αλβανία γνώρισε μαζική μετανάστευση από το 1991, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να καταφεύγουν στην Ελλάδα και την Ιταλία. Ένα δεύτερο κύμα εκδηλώθηκε το 1997, λόγω της κατάρρευσης των διεφθαρμένων πυραμιδικών συστημάτων αποταμίευσης, που επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τον πληθυσμό. Τις επόμενες δεκαετίες, η μετανάστευση συνεχίστηκε, οδηγώντας σε μια εκτιμώμενη απώλεια μεταξύ του ενός τετάρτου και του ενός τρίτου του πληθυσμού της Αλβανίας (King & Oruc, 2019). Για αυτό και ο King (2005) έχει ορίσει την Αλβανία ως εργαστήριο για τη μελέτη της μετανάστευσης, λόγω της σειράς μεταναστευτικών κρίσεων που πέρασε η χώρα από το 1990.

Οι οικονομικές συνέπειες αυτών των γεγονότων ήταν βαθιές: η μαζική έξοδος πληθυσμών οδήγησε σε μείωση της εσωτερικής ζήτησης και παραγωγής, ενώ η εξάρτηση από τα εμβάσματα αυξήθηκε. Σήμερα, πολλές από τις χώρες της Ομάδας 1 βασίζονται σε αυτά για να σταθεροποιήσουν τις οικονομίες τους, καλύπτοντας δημοσιονομικά κενά και ενισχύοντας την κατανάλωση.

Η Βόρεια Μακεδονία και το Μαυροβούνιο έχουν την πιο σταθερή πορεία σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, με μια μικρή θετική εξέλιξη από το 2008 και μετά.

Ενώ στα Ανατολικά Βαλκάνια η πλειονότητα των μεταναστών ήταν μετανάστες εργασίας, στα Δυτικά Βαλκάνια στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το εκκρεμές κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση –οι πρόσφυγες, οι εσωτερικά απομονωμένοι, οι εθνοτικές μεταναστεύσεις και η εμπορία ανθρώπων βρέθηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

Γράφημα 2: Καθαρό ποσοστό μετανάστευσης ομάδας 1: Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Μαυροβούνιο, Β. Μακεδονία.

Εστιάζοντας στην ομάδα 2, παρατηρούμε ότι η Ρουμανία παρουσιάζει σταθερή πορεία με διακυμάνσεις μέχρι το 1980. Έκτοτε, η τάση είναι σταθερά αρνητική με απότομη θετική μεταβολή μετά το 2020. Η έξαρση της μετανάστευσης μετά το 1989 είναι μια μαζική έξοδος που προκλήθηκε μετά τη διάλυση του σοσιαλιστικού κράτους.

Η Σερβία έχει τα πιο χαμηλά καθαρά ποσοστά μετανάστευσης και όπως φάνηκε από το Γράφημα 1 παρουσιάζει το μικρότερο συνολικό απόθεμα απόδημων. Η Βουλγαρία την περίοδο 1970-1990 παρουσιάζει τα υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, μια τάση που ανατρέπεται από τη δεκαετία του 1990.

Η Ελλάδα παρουσιάζει μια έντονη αρνητική τάση για ολόκληρη τη δεκαετία του 1960, αλλά γύρω στη δεκαετία του 1970 αρχίζει μια θετική τάση η οποία σταθεροποιείται σε θετικό σημείο μέχρι τη δεκαετία του 1980, αλλά από το 2000 και μετά παρατηρείται μια αρνητική τάση η οποία σταθεροποιείται τα επόμενα χρόνια λίγο κάτω από το μηδέν. Η μετανάστευση στην Ελλάδα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις πολιτικές και οικονομικές αναταραχές. Η κρίση χρέους που ξέσπασε το 2010 οδήγησε σε αυξημένα ποσοστά μετανάστευσης, καθώς η οικονομική ανασφάλεια και η ανεργία ώθησαν πολλούς να αναζητήσουν καλύτερες ευκαιρίες στο εξωτερικό.

Η Κροατία παρουσιάζει τις ισχυρότερες διακυμάνσεις, με εκθετική θετική τάση μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έντονες αρνητικές μεταβάσεις καθ’ όλη τη δεκαετία του 1990. Τα έντονα αρνητικά ποσοστά της μετανάστευσης στη δεκαετία του 1991-1995 αποκαλύπτουν τις συνέπειες του πολέμου της Κροατίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η επιχείρηση «Καταιγίδα», όπου στις 4 Αυγούστου του 1995 περίπου 2.000 Σέρβοι, μέσα σε αυτούς και πολλοί άμαχοι, έχασαν τη ζωή τους ενώ περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.

Οι οικονομικές επιπτώσεις της μετανάστευσης από τα Βαλκάνια είναι πολυδιάστατες και βαθιές. Ενώ οι χώρες προέλευσης χάνουν σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο και παραγωγική δυναμική, οι εισροές εμβασμάτων βοηθούν στην κάλυψη των δημοσιονομικών κενών και τη σταθεροποίηση των οικονομιών τους.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • King, R., & Oruc, N. (2020). Migration in the Western Balkans–Trends and Challenges. Migration in the Western Balkans, 1-10.
  • King, R. (2005). Albania as a Laboratory for the Study of Migration and Development. Journal of Southern Europe and the Balkans, 7 (2), 133–55.
  • Krasteva, A. (2021). Balkan migration crises and beyond. Southeastern Europe, 45(2), 173-203.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεωργία Παγιαβλά
Γεωργία Παγιαβλά
Αποφοίτησε από το Tμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ, παράλληλα, ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Απασχολήθηκε σε μια αστική ΜΚΟ για την Απολιγνιτοποίηση στη Μεγαλόπολη και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο Tμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με κατεύθυνση Χωρικές Πολιτικές και Ανάπτυξη στην Ευρώπη. Συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο, ενώ, συγχρόνως, φοιτά στο προπτυχιακό Τμήμα της Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Χόμπυ της η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και οι περίπατοι στην Αθήνα.