Του Δημήτρη Μήλιου,
Σε περιπτώσεις όπου ο οφειλέτης έχει ευθύνη έναντι των δανειστών του για εκπλήρωση των υποχρεώσεών του παρατηρείται συχνά το φαινόμενο της καταδολίευσης δανειστών, δηλαδή την με πρόθεση απαλλοτρίωση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων του δανειστή σε τρίτο πρόσωπο με σκοπό να καταστεί ανεπαρκής η περιουσία του και να μην μπορεί να επιτευχθεί η ικανοποίηση των δανειστών. Αυτό συμβαίνει διότι οι τελευταίοι δύνανται σε περίπτωση μη εκούσιας εκπλήρωσης από τον οφειλέτη να επιληφθούν της περιουσίας του με την αναγκαστική εκτέλεση και να ικανοποιηθούν από αυτή.
Έτσι, φοβούμενος ο οφειλέτης την απώλεια των περιουσιακών του στοιχείων προτιμά να τα εκποιήσει σε τρίτους έναντι χρηματικού ανταλλάγματος ή με χαριστικές αιτίες με την προοπτική της επανάκτησής τους μετά το πέρας του κινδύνου. Στο σημείο αυτό μιλάμε για καταδολιευτική απαλλοτρίωση μεταξύ οφειλέτου και τρίτου, ενώ γεννάται από τον νόμο αξίωση στο πρόσωπο του δανειστή για διάρρηξη της απαλλοτρίωσης και αποκατάσταση των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση ΑΚ 939 επόμενα. Προκειμένου να γεννηθεί αξίωση για διάρρηξη είναι απαραίτητο να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις κατόπιν και του συνδυασμού των άρθρων 939-942 ΑΚ: 1) απαλλοτρίωση, 2) εκ μέρους του οφειλέτη, 3) πρόθεση βλάβης των δανειστών, 4) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση και 5) αφερεγγυότητα του οφειλέτη.
Από το άρθρο 939 ΑΚ καθίσταται σαφές ότι απαλλοτρίωση είναι κάθε διάθεση ή εκποίηση δικαιωμάτων περιουσιακής φύσεως του οφειλέτη, η οποία επέρχεται κυρίως με δικαιοπραξία. Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο σε διάρρηξη υπόκειται κάθε απαλλοτρίωση που έγινε από τον οφειλέτη, γεγονός που αποτελεί τη δεύτερη προϋπόθεση. Συνεπώς, ο οφειλέτης είναι απαραίτητο να έχει προβεί ο ίδιος εκούσια σε διάθεση είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω άμεσου αντιπροσώπου. Εν συνεχεία, απαιτείται η ύπαρξη δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη, δηλαδή πρόθεσης εκ μέρους του να βλάψει τους δανειστές. Ο δόλος αυτός είναι διπλός και καλύπτει αφενός τη γνώση του οφειλέτη ότι με την απαλλοτρίωση μειώνεται η περιουσία του, ώστε να μην μπορεί να ικανοποιηθεί ο δανειστής, και αφετέρου την επιδίωξη του αποτελέσματος αυτού. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, δηλαδή να γνωρίζει ο οφειλέτης το ενδεχόμενο πρόκλησης αφερεγγυότητας με την απαλλοτρίωση.
Σχετικά με τον τρίτο, δηλαδή το πρόσωπο υπέρ του οποίου έγινε καταδολιευτική απαλλοτρίωση, υπάρχει αναφορά στις διατάξεις 941 και 942 ΑΚ, όπου γίνεται διάκριση μεταξύ απαλλοτρίωσης από επαχθή αιτία και απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία. Στην πρώτη περίπτωση, η οποία εμφανίζεται συχνότερα στην πράξη, το άρθρο 941 ΑΚ θεσπίζει ως προϋπόθεση για τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης τη γνώση εκ μέρους του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του.
Στην περίπτωση της απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία, το άρθρο 942 ΑΚ αναφέρει ότι για τη διάρρηξη δεν απαιτείται το στοιχείο της γνώσης του τρίτου, με άλλα λόγια εκείνος που αποκτά από χαριστική αιτία δεν προστατεύεται ακόμα και αν είναι καλόπιστος ως προς τις καταδολιευτικές προθέσεις του οφειλέτη. Τέλος, όλα τα παραπάνω έχουν νόημα εφόσον η υπολειπόμενη περιουσία του οφειλέτη δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, δηλαδή υπάρχει αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία προκαλεί βλάβη στους δανειστές. Κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο θα κριθεί το αν συντρέχει και η τελευταία προϋπόθεση, δηλαδή η ύπαρξη αφερεγγυότητας, είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής διάρρηξης.
Όσον αφορά τα υποκείμενα της αγωγής διάρρηξης, ως ενάγων νομιμοποιείται ο δανειστής του οφειλέτη που προέβη στην απαλλοτρίωση, δηλαδή κάθε πρόσωπο που έχει περιουσιακής φύσεως αξίωση κατά του οφειλέτη, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για αξίωση ενοχική ή εμπράγματη, χρηματική ή μη. Η αγωγή στρέφεται κατά του τρίτου, δηλαδή αυτού υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση, ο οποίος νομιμοποιείται παθητικά για τη διεξαγωγή της δίκης και επομένως αυτός είναι ο εναγόμενος και όχι ο οφειλέτης. Μέσω της αγωγής, λοιπόν, δίνεται η δυνατότητα στους δανειστές να απαιτήσουν τη διάρρηξη των καταδολιευτικών δικαιοπραξιών, σε περίπτωση δε ύπαρξης περισσότερων δανειστών είναι σαφές ότι ο καθένας έχει αυτοτελή αξίωση διάρρηξης και δε δημιουργείται μεταξύ τους ενοχή εις ολόκληρον. Τέλος, η αγωγή διάρρηξης υπόκειται σε παραγραφή με την πάροδο πέντε ετών από την απαλλοτρίωση σύμφωνα με το άρθρο 946 ΑΚ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλας, 2015.