Του Φωκίωνα Δανιηλίδη,
Οι κάτοικοι της πόλης υποδέχθηκαν τους Βυζαντινούς ως απελευθερωτές και η φρουρά της εγκατέλειψε την Ρώμη, καθώς δεν ήταν βέβαιοι πως μπορούσαν να αντισταθούν στον Βελισάριο. Είχαν περάσει ακριβώς 60 χρόνια από την γερμανική κατάληψη της πόλης και οι Γότθοι δεν είχαν καταφέρει να κερδίσουν την εύνοια των ντόπιων. Στις 9 Δεκεμβρίου του 536, η Ρώμη βρέθηκε και πάλι στα χέρια της Αυτοκρατορίας, όμως αυτό δεν σήμαινε πως ο Ουίτιγις θα επέτρεπε στους Βυζαντινούς να την κρατήσουν, χωρίς να προβάλει αντίσταση.
Σχεδόν αμέσως μετά την έλευση των Βυζαντινών στη Ρώμη, ο Γότθος βασιλιάς την πολιόρκησε. Τους πρώτους μήνες της πολιορκίας, οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο στρατών δεν έληξαν ξεκάθαρα υπέρ της μίας πλευράς ή της άλλης. Ο Βελισάριος, ωστόσο, στόχευε σε αυτές να καταστρέψει τις πολιορκητικές μηχανές των αντιπάλων του, αφήνοντας στον Ουίτιγι την ανοιχτή σύρραξη ως μοναδική επιλογή. Σε αυτή, αν και οι περισσότεροι Γότθοι παρέμειναν ζωντανοί, ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να συνεχιστεί η πολιορκία με τα εναπομείναντα στρατεύματα. Ως εκ τούτου, ο Ουίτιγις διέταξε υποχώρηση μέσω μίας γέφυρας, όμως ο Βελισάριος δεν είχε πει ακόμα τη τελευταία του λέξη. Μόλις περίπου ο μισός στρατός διέφυγε, οι Βυζαντινοί καταδίωξαν αυτούς που δεν είχαν διαπεράσει ακόμα την γέφυρα. Τον Μάρτιο του 538, η πολιορκία λύθηκε επίσημα, μετά από έναν χρόνο και τέσσερις μήνες.
Κατά τα επόμενα χρόνια, οι πόλεις της βόρειας Ιταλίας έπεφταν στα χέρια του Βελισάριου η μία μετά την άλλη. Η έλευση 5.000 ανδρών, υπό την ηγεσία του στρατηγού Ναρσή, ωστόσο, αποδείχθηκε προβληματική για το μέτωπο της Αυτοκρατορίας στην Δύση. Οι δύο στρατηγοί δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ως προς την επόμενή τους κίνηση και ένας ανίκανος αξιωματούχος, ονόματι Ιωάννης, κατάφερε να γλιτώσει την ανάκλησή του, όταν εκείνος ορκίστηκε πίστη στον Ναρσή και όχι στον Βελισάριο. Ύστερα, όμως, έλαβε χώρα μία αποτυχημένη έφοδος στο Μιλάνο, της οποίας την έγκριση έλαβε από τον Ναρσή και ο Βαλισάριος χρησιμοποίησε την ήττα ως αφορμή για να πείσει τον Ιουστινιανό να ανακαλέσει τον Ναρσή στην Κωνσταντινούπολη.
Επόμενός του στόχος ήταν η ίδια η πρωτεύουσα των Γότθων. Μία καταστροφική πυρκαγιά έκαψε τις καλλιέργειες της πόλης και οι προμήθειες που στάλθηκαν σε αυτή από τους συμμάχους της, κλάπηκαν από τους Βυζαντινούς. Με το πέρασμα του χρόνου, πολλοί Γότθοι παραδόθηκαν στον Βελισάριο από φόβο πως θα καταλαμβάνονταν και αυτοί. Αναγνωρίζοντας το μάταιο της κατάστασης, ο Ουίτιγις παραδόθηκε και αυτός, υπό την προϋπόθεση πως ο Βελισάριος θα γινόταν ο βασιλιάς της Δύσης. Ο στρατηγός δέχθηκε και εισήλθε χωρίς να αντιμετωπίσει αντίσταση στην Ραβένα, όμως ο στρατός του ακολούθησε και δήλωσε πως παρέμενε πιστός στον Ιουστινιανό. Ύστερα, ο βασιλιάς αιχμαλωτίστηκε και οι θησαυροί στάλθηκαν μαζί με αυτόν στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία επέστρεψε και ο ίδιος ο Βελισάριος, καθώς η κατάκτηση της Ιταλίας είχε, ουσιαστικά, ολοκληρωθεί, όμως δεν ίσχυε το ίδιο για το ανατολικό μέτωπο.
Οι Σασσανίδες είχαν έναν νέο βασιλιά, τον Χοσρόη Α’, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους σπουδαιότερους της δυναστείας. Γνωρίζοντας πως ο στρατός του Βυζαντίου ήταν απασχολημένος στην Ιταλία, εισέβαλε σε πολλές περιπτώσεις στα ανατολικά σύνορα, καταλήγοντας να λεηλατήσει και να κατακτήσει μερικές πόλεις. Για να σταματήσει τις επιθέσεις απαιτούσε από τον Ιουστινιανό να καταβάλει μεγάλα ποσοστά χρυσού. Ο Βελισάριος στάλθηκε στην Ανατολή μεταξύ το 541 και το 542 και κατάφερε να τρέψει τον Χοσρόη σε φυγή, όταν τον ξεγέλασε στο να νομίζει πως ο στρατός του ήταν ισχυρότερος από των Περσών. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, έλαβε χώρα μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία της Αυτοκρατορίας.
Από το 541, ξεκίνησε η εξάπλωση της πανούκλας του Ιουστινιανού και για τα επόμενα χρόνια, το Βυζάντιο κατέληξε να χάσει περίπου το 1/3 του πληθυσμού του. Μέχρι και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να παραμείνει αδρανείς, όταν νόσησε από την αρρώστια και η διακυβέρνηση πέρασε στα χέρια της γυναίκας του, Θεοδώρας. Αν και η Αυτοκράτειρα κατάφερε να σώσει το Βυζάντιο από την κατάρρευση, φέρεται να μην εμπιστευόταν καθόλου τον Βελισάριο, από τον οποίο αφαίρεσε τα στρατιωτικά αξιώματα και, ύστερα, δήμευσε την περιουσία του, ανησυχώντας πως θα προσπαθούσε να αναλάβει αυτός την εξουσία, μέσω πραξικοπήματος.
Στα δυτικά σύνορα της Αυτοκρατορίας, μολονότι η πανούκλα δεν είχε επεκταθεί στους Βυζαντινούς που φρουρούσαν τα οχυρά στην Ιταλία, η κατάσταση παρέμενε δυσβάσταχτη. Η αποδυνάμωση της κεντρικής διοίκησης σήμαινε πως η Κωνσταντινούπολη αδυνατούσε να εφοδιάσει τα στρατεύματά της και ο νέος βασιλιάς των Γότθων, ο Τωτίλας, εκμεταλλεύθηκε τις συνθήκες και ανακατέλαβε σχεδόν ολόκληρη την Χερσόνησο. Το 544, επιτράπηκε στον Βελισάριο να ηγηθεί ξανά του στρατού και μεταφέρθηκε στην Ιταλία, σε μία προσπάθεια να εκδιώξει τους Γότθους από αυτή, όμως πολλοί αξιωματούχοι του δεν υπάκουαν στις διαταγές του. Ως φυσική απόρροια, οι επιδόσεις των Βυζαντινών στο πεδίο της μάχης ήταν μέτριες και αφού η Ρώμη ανακαταλήφθηκε και χάθηκε αρκετές φορές και από τις δύο πλευρές, ο Βελισάριος, όντας, πλέον, εξαντλημένος, την εγκατέλειψε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
Η τροπή που πήραν τα πράγματα στην Ιταλία, ωστόσο, δεν σήμαινε πως οι κτήσεις των Βυζαντινών ήταν καταδικασμένες. Το 551, ο Ιουστινιανός, ο οποίος είχε πλήρως αναρρώσει από την πανούκλα, έστειλε συνολικά 20.000 υπό τον Ναρσή στην περιοχή, αποφασισμένος να υποτάξει οριστικά τον Τωτίλα. Ο γερασμένος στρατηγός, έφτασε στην Ιταλία, μέσω των Δαλματικών Ακτών, και μετά από μερικές σημαντικές νίκες, κατέληξε να πετύχει στην εκστρατεία του και να σκοτώσει τον αντίπαλο βασιλιά. Αν και χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τις εισβολές των Φράγκων και των Αλλεμανών, μέχρι το 555 ο Ναρσής είχε υποτάξει ολοκληρωτικά τους Γερμανούς της περιοχής, στερώντας, παράλληλα, την δόξα από τον Βελισάριο.
Πράγματι, ο στρατηγός, παρά τα επιτεύγματά του, φέρεται να λάμβανε άδικη μεταχείριση από τον Αυτοκράτορα. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έμεινε, με εξαίρεση την απώθηση μίας εισβολής ενός τουρκικού φύλλου τα βόρεια Βαλκάνια, αδρανείς και έζησε ως πατρίκιος, μέχρι τον θάνατό του 565. Ο ιστορικός Προκόπιος, ο οποίος συνόδευσε τον στρατηγό στις εκστρατείες του και συνέγραψε ένα εκτενές έργο για αυτές στο οποίο εγκωμιάζει τόσο τον Αυτοκράτορα, όσο και τον Βελισάριο, στην συνέχεια αναιρεί τους ισχυρισμούς του.
Στην Απόκρυφη Ιστορία του, η οποία παρέμεινε αδημοσίευτη, μέχρι και τον 15ου αιώνα, παρουσιάζει το αυτοκρατορικό ζεύγος, ως φαύλο, άπληστο και ανήθικο και κατηγορεί τον Ιουστινιανό και την Θεοδώρα για το άδοξο τέλος του Βελισάριου. Τον 18ο αιώνα, μάλιστα, διαδόθηκε ένας μύθος, σύμφωνα με τον οποίο, ο Βελισάριος τυφλώθηκε από τον Αυτοκράτορα και έζησε την υπόλοιπη ζωή του ως ζητιάνος στις πύλες της Κωνσταντινούπολης. Η εγκυρότητα του έργου, ωστόσο, αμφισβητείται από πολλούς ιστορικούς, καθ’ ότι φαίνεται γεμάτο υπερβολές και σε ορισμένες περιπτώσεις, ανακριβής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Προκόπιος (1914), The history of the wars (μτφρ. H. R. Dewing), Νέα Υόρκη, εκδ. Harvard University Press
- Προκόπιος (2010), Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία (μτφρ. Σίδερη Αλόη), Αθήνα, εκδ. Άργα
- Αλέξιος Σαββίδης (2011), Ιστορία του Βυζαντίου: 284-717 με αποσπάσματα από τις πηγές (τόμος Α’), Αθήνα, εκδ. Πατάκη
- Νικόλαος Νικολούδης (2004), Η Βυζαντινή Μικρά Ασία: Ακμή και Παρακμή (330-1461), Αθήνα, εκδ. Ιωλκός
- Ian Hughes (2009), Belisarius: The last Roman general, Yardley, εκδ. Westholme Publishing
- James Allan Stewart Evans (1996), The age of Justinian: Circusmstances of Imperial Power, Νέα Υόρκη, εκδ. Routledge
- John Julius Norwich (2011), Mare Nostrum: Μία ιστορία της Μεσογείου (μτφρ. Νικολάου Ευγενία), Αθήνα, εκδ. Γκοβόστη.
- Geoffrey Greatrex (2003), The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars Part II AD 363-630, Νέα Υόρκη, εκδ. Routledge