Της Ευτυχίας Δανίδου,
Η αδυναμία παροχής είναι μία από τις ειδικότερες μορφές ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, κατά την οποία ο οφειλέτης βρίσκεται σε αδυναμία να εκπληρώσει την παροχή. Η αδυναμία παροχής μπορεί να έχει ποικίλες μορφές, αλλά υπάρχει μόνο σε ενοχές είδους και καταχρηστικού γένους. Η αδυναμία παροχής διακρίνεται περαιτέρω σε φυσική, νομική ή ηθική, ανάλογα με το εάν η αιτία της μη εκπλήρωσης εξαρτάται από τους νόμους της φυσικής, όπως η καταστροφή του αντικειμένου, ή εάν συναντώνται νομικά κωλύματα, όπως έλλειψη συστατικού στοιχείου κανόνα δικαίου, ή εάν η εκπλήρωση αντίκειται στην καλή πίστη, όπως σε περίπτωση θανάτου συγγενικού προσώπου, αντιστοίχως.
Επιπροσθέτως, η αδυναμία παροχής μπορεί να διακριθεί ανάλογα με το αν σχετίζεται με ιδιότητες του συγκεκριμένου οφειλέτη ή οποιοσδήποτε οφειλέτης θα βρισκόταν εξίσου σε αδυναμία να εκπληρώσει την παροχή του. Στην πρώτη περίπτωση, κάνουμε λόγο για υποκειμενική αδυναμία και στην δεύτερη για αντικειμενική. Μπορεί, ακόμη, να είναι ολική, εάν αφορά ολόκληρη την παροχή, ή μερική, εάν αφορά ένα τμήμα της. Εάν η εκπλήρωση είναι μερική, εφαρμόζεται το Άρθ.337ΑΚ και ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει την μερική παροχή, εκτός αν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον ως προς αυτό και αρνηθεί μέσα σε εύλογο χρόνο.
Οι συνέπειες της αδυναμίας παροχής εξαρτώνται από τον χρόνο κατά τον οποίο αυτή προέκυψε. Εάν η αδυναμία υπήρχε από την στιγμή γέννησης της ενοχής και εξακολουθεί να υπάρχει έως και τον χρόνο εκπλήρωσης, γίνεται λόγος για αρχική αδυναμία. Σε αυτή την περίπτωση και εάν υπάρχει υπαιτιότητα, δηλαδή γνώση ή άγνοια λόγω αμέλειας του οφειλέτη, εφαρμόζεται η ρύθμιση του Άρθ.362 ΑΚ και δημιουργείται ευθύνη για αποζημίωση του δανειστή. Η αποζημίωση περιλαμβάνει το θετικό διαφέρον, δηλαδή ο οφειλέτης καταβάλλει το ποσό που θα χρειαστεί για να καταστεί ο δανειστής στην θέση που θα ήταν, αν είχε εκπληρωθεί η παροχή. Οι ίδιες συνέπειες προκαλούνται και όταν η παροχή αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου (Άρθ.365ΑΚ).
Εάν δεν υπάρχει υπαιτιότητα, το Άρθ. 363ΑΚ ορίζει την απαλλαγή του οφειλέτη από την υποχρέωση αποζημίωσης. Εισάγονται, ωστόσο, δύο άλλες υποχρεώσεις. Η πρώτη είναι η υποχρέωση ειδοποίησης του δανειστή ακριβώς την στιγμή που ο οφειλέτης λαμβάνει γνώση της αδυναμίας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, διαφορετικά δημιουργείται ευθύνη αποζημίωσης για τυχόν ζημίες που προέκυψαν από την παράλειψη ή την καθυστέρηση ειδοποίησης. Η δεύτερη υποχρέωση συνίσταται στην απόδοση του περιελθόντος στον δανειστή, δηλαδή την όποια περιουσιακή ωφέλεια έλαβε, λόγω της αδυναμίας εκπλήρωσης, και η οποία ωφέλεια βρίσκεται σε σχέση εσωτερικής αιτιώδους συνάφειας με την αδύνατη παροχή.
Όταν η αδυναμία δεν υπήρχε κατά την γέννηση της ενοχής, εμφανίσθηκε αργότερα και εξακολουθεί να υφίσταται κατά τον χρόνο εκπλήρωσης ονομάζεται επιγενόμενη. Στην περίπτωση της επιγενόμενης αδυναμίας παροχής, ισχύουν, καταρχήν, οι παραπάνω κανόνες και διακρίσεις (Αρθ.335επ.ΑΚ).
Ιδιαίτερες ρυθμίσεις προκύπτουν στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, στις οποίες η μόνη διάκριση που ενδιαφέρει είναι η ύπαρξη ή μη υπαιτιότητας. Όταν η αδυναμία είναι ανυπαίτια εφαρμόζεται ο κανόνας της κοινής απαλλαγής, τόσο ο οφειλέτης όσο και ο δανειστής της αδύνατης παροχής απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις τους για παροχή και αντιπαροχή αντίστοιχα. Όταν η αδυναμία οφείλεται σε υπαιτιότητα του δανειστή, οποιουδήποτε βαθμού, αυτός οφείλει την αντιπαροχή, ενώ ο οφειλέτης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής την παροχής (Άρθ. 381ΑΚ).
Περισσότερες εναλλακτικές προκύπτουν όταν η αδυναμία οφείλεται σε υπαιτιότητα του οφειλέτη. Ο δανειστής έχει τα δικαιώματα της διάταξης 382ΑΚ. Μπορεί, δηλαδή, να ζητήσει κοινή απαλλαγή και να απαλλαγεί από την υποχρέωση της αντιπαροχής ή μπορεί να ζητήσει αποζημίωση. Η αποζημίωση θα καταβληθεί είτε για όλη την αδύνατη παροχή και ο δανειστής θα πρέπει να καταβάλλει την αντιπαροχή, είτε θα περιοριστεί στην διαφορά ανάμεσα στην παραπάνω αποζημίωση και στην αντιπαροχή, άρα ο δανειστής δεν θα οφείλει τίποτα. Τέλος, ο δανειστής έχει διαζευκτικά και το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης από την σύμβαση. Η υπαναχώρηση πραγματοποιείται με δήλωση του δανειστή στον οφειλέτη και έχει αναδρομική ισχύ, αποσβήνονται οι υποχρεώσεις και των δύο μερών. Τυχόν ήδη καταβληθείσες παροχές αναζητούνται με τις ρυθμίσεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2015.