Της Αντιγόνης Λαπατά,
Η ρωσική Λογοτεχνία τον 19ο αιώνα διένυε μία χρυσή εποχή. Και μέσα σε μία περίοδο τεράστιας δημιουργίας έρχεται στα μέσα της δεκαετίας του 1880, συγκεκριμένα το 1886, ο μεγαλωμένος στην Ουκρανία Ρώσος συγγραφέας Βλαντιμίρ Γαλακτιόνοβιτς Κορολιένκο για να δημοσιεύσει το μυθιστόρημα Ο τυφλός μουσικός και να μάς κάνει να δούμε τόσο μέσα από τη δική του ματιά όσο και μέσα από τα μάτια ενός τυφλού πώς μπορεί να διακρίνει κανείς τόσο εύκολα το απόλυτο σκοτάδι;
Ο Πετράκης από μωρό παραπονιόταν για τα μάτια του. Δεν μπορούσε ακόμα να αρθρώσει λόγο, όμως αδιαμφισβήτητα κάτι δεν πήγαινε καλά με τα μάτια αυτού του βρέφους. Σαν κάτι να τον ενοχλεί. Κάποιος λόγος πρέπει να υπάρχει που το κλάμα του φαντάζει αβάσταχτο, κι ας είναι μόνο η μητέρα του που νιώθει πόσο υποφέρει. Το βλέμμα του, ωστόσο παραμένει αχανές, δε διασταυρώνεται με κανενός άλλου. Η αιτία βρέθηκε· το παιδί είναι εκ γενετής τυφλό. Δύσκολα τα πράγματα για την οικογένεια, αφού δεν ξέρουν πώς να το αντιμετωπίσουν, θαρρείς και μιλάνε μόνο με τα βλέμματα. Η μητέρα γεμίζει ενοχές. Πώς θα επιβιώσει στο μέλλον αυτό το πλάσμα, όταν καλά καλά δε θα μπορεί να κοιτάζει ούτε τον δρόμο που περπατά, το πρόσωπο που του μιλάει; Ο θείος Μαξίμ όμως δεν ανησυχεί, αφού η φύση τού στέρησε μία αίσθηση, τότε αυτό σημαίνει ότι ίσως δεν τη χρειάζεται τόσο. Και είχε πράγματι δίκιο, γιατί έμελλε να του προσφερθεί ένα πολύ μεγαλύτερο χάρισμα.
Προσαρμόζεται πολύ γρήγορα, προς έκπληξη όλων —ή σχεδόν όλων— στη συμβίωση με τα υπόλοιπα μέλη. Ένας μικρός θόρυβος φτάνει για να εντοπίσει το δωμάτιο στο οποίο βρίσκεται. Μέχρι και τη μητέρα του βρήκε τρόπο να εντοπίζει, από το περπάτημα, χωρίς καν να χρειαστεί να ακούει τη φωνή της. Αυτά τα χαρακτηριστικά βήματα που έκανε όταν ερχόταν προς το μέρος του όταν τριγυρνούσε στο σπίτι. Το ένστικτο του θείου Μαξίμ απεδείχθη σωστό· μπορεί μία αίσθηση να είναι απούσα, όμως αυτό οδήγησε τις υπόλοιπες να γίνουν ακόμα πιο έντονες. Φαίνεται να έχει επενδύσει στην ακοή του. Προοικονομία θα το ονόμαζε οποιοσδήποτε μπορούσε να μαντέψει τη συνέχεια. Μια νύχτα από το παράθυρό του ακούει κάτι σαν μελωδία. Παράξενο συναίσθημα· δεν έχει ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Πρέπει οπωσδήποτε να βγει από το δωμάτιό του και να αρχίσει να ψάχνει, να εντοπίσει το σημείο από όπου ξεκινά η μελωδία για να φτάσει στα αφτιά του. Δεν μπορεί να τον δει, μα τον νιώθει. Στέκεται μπροστά του ένας φτωχός πλανόδιος μουσικός. Αυτός είναι που θα τον κάνει να «δει» για πρώτη φορά.
Μέσα από την επαφή με αυτόν τον άνθρωπο, ο Πετράκης θα γνωρίσει έναν καινούριο κόσμο, αυτόν της μουσικής! Κι αφού ακούει τις νότες που βγαίνουν από μια απλή ή μια περίτεχνη κίνηση των δακτύλων αυτού του νεαρού ζητιάνου, ακούει κατά κάποιον τρόπο και την ιστορία του, το παράπονό του, που αντί για κραυγή γίνεται άσμα δίχως λόγια. Όλοι τον έβλεπαν, αλλά ο τυφλός ήρωάς μας ήταν αυτός που τον πρόσεξε. Και με τη σειρά του τον πρόσεξε και αυτός. Ο Πετράκης δεν άργησε να καταλάβει ένα πράγμα· αν θέλει να μη σταματήσει να φτάνει στα αφτιά μα και στην ψυχή του ο ήχος από τις νότες, τότε δεν μπορεί να βασίζεται σε άλλους. Η μουσική βγαίνει μέσα από την ψυχή, όχι κατά παραγγελία. Κι όπως η μουσική δεν είναι προορισμένη να βγαίνει κατά παραγγελία, έτσι κι ο έρωτας με την Άννα (ή αλλιώς «Άνια») ήρθε τόσο απρόσμενα όσο και η παρουσία αυτού του ζητιάνου. Προσπαθεί να του περιγράψει τα χρώματα, το φως, ίσως για να γαληνέψει το «μέσα» του. Μάταια όμως. Αλλά ο ήρωάς μας αγαπά πολύ την Άνια για να αφήσει το σκοτάδι να καταπιεί έναν έρωτα. Μόνος του θα γαληνεύει την ψυχή του. Θα βρει τον τρόπο!
Το ταλέντο του δεν αργεί να ξεδιπλωθεί. Κάθεται με τις ώρες στο πιάνο του σπιτιού του και δημιουργεί. Η μητέρα του τον καθοδηγεί. Συνεχίζει και ακούει τα βήματά της. Δεν βλέπει τη θέση των δακτύλων του, αλλά αισθάνεται τις νότες. Η ικανότητά του να διακρίνει την αρμονία από τον συνδυασμό των πλήκτρων με τόση δεξιοτεχνία αφήνει τους γύρω του αποσβολωμένους, με μάτια ορθάνοιχτα. Κι ας ξέρει πως τα δικά του δε θα μπορέσουν να δουν την έκφραση στα μάτια των αγαπημένων του, τον θαυμασμό όσων πρώτα πρώτα φοβόντουσαν για τη μοίρα του. Κάθε αίσθηση γίνεται μια μελωδία, οι χτύποι της καρδιάς του συγχρονίζονται για να ξεχυθούν και να ξαναπάρουν τη θέση τους κάθε φορά που τα δάκτυλά του βρίσκονται στον «αέρα» και περιμένουν μέχρι να καταλήξουν στην επόμενη νότα.
Ένας συγγραφέας όπως ο Κορολιένκο δε θα μπορούσε να μη δώσει και κοινωνική διάσταση στα δημιουργήματά του. Ο Πετράκης δε βλέπει. Είτε βρισκόταν μπροστά σε έναν πλανόδιο ζητιάνο που πάσχιζε από τη μουσική του να επιβιώσει ή ακόμη και να ημερέψει κάποιον καημό του, είτε βρισκόταν μπροστά στον μεγαλύτερο συνθέτη, δε θα βασιζόταν στην εικόνα του για να νιώσει εκείνο το δέος που αισθάνεται στο άκουσμα μιας μελωδίας. Έχοντας ήδη εικόνα περί κοινωνικής αδικίας και κοινωνικής ανισότητας, ο Κορολιένκο αποφάσισε πως οι μόνες εικόνες που θα έβλεπε ο ήρωάς μας θα υπήρχαν αποκλειστικά στη φαντασία του. Θα έπλαθε τον κόσμο έτσι όπως ο ίδιος ήθελε, χωρίς να δέχεται πρίσματα από τον κόσμο γύρω του που εθελοτυφλεί! Στο βιβλίο αναφέρει πως τα μάτια θα ήταν σωστότερο αντί για καθρέφτης της ψυχής να θεωρούνται «παράθυρα απ’ όπου μπαίνουν στην ψυχή οι εντυπώσεις από έναν λαμπερό, πολύχρωμο κόσμο». Ο συγγραφέας αποτυπώνει στο χαρτί τον ψυχικό κόσμο των ηρώων του σαν μουσικός πάνω σε παρτιτούρα. Βρείτε τις νότες πίσω από τα λόγια του και χαθείτε στη μελωδία ψάχνοντας για τα χρώματα που δεν μπορείτε να δείτε, αλλά να ακούσετε!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ο τυφλός μουσικός, passepartoutreading.gr, διαθέσιμο εδώ