Της Μαρίνας Κισσούδη,
Συχνό φαινόμενο με το οποίο έρχονται αντιμέτωπα τα ελληνικά δικαστήρια στα πλαίσια δικών είναι η προβολή ενστάσεων αντισυνταγματικότητας ενός νόμου από κάποιον διάδικο, προκειμένου αυτός να διαφυλάξει τα εκάστοτε δικαιώματά του. Με την προβολή ένστασης το δικαστήριο οφείλει να προβεί σε έλεγχο (αντι)συνταγματικότητας (άρθρο 93 παρ. 4 Συντ.). Πρόκειται για έναν έλεγχο α. διάχυτο, δηλαδή που μπορεί να ασκηθεί από όλα τα δικαστήρια ανεξάρτητα από τον βαθμό τους, β. αυτεπάγγελτο, που μπορεί να ασκηθεί και χωρίς νομικό ισχυρισμό διαδίκου, γ. παρεμπίπτοντα, που ασκείται στο πλαίσιο μίας οποιασδήποτε δίκης (όχι ειδικής με θέμα τη συνταγματικότητα), δ. συγκεκριμένο, που λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της εφαρμογής μιας διάταξης σε συγκεκριμένη περίπτωση και ε. δηλωτικό, που οδηγεί σε μη εφαρμογή της διάταξης μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση (όχι σε ακύρωση), σε περίπτωση που διαπιστωθεί η αντισυνταγματικότητά της.
Η ισότητα αποτελεί τον πιο συχνό λόγο άσκησης ένστασης! Ωστόσο, ο δικαστής δύναται να ελέγξει μόνο για τυχόν υπέρβαση των ακραίων ορίων της γενικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.) με την μορφή της ισότητας εντός του νόμου, με βάση το εάν η προσβαλλόμενη διάταξη ρυθμίζει όμοια τις όμοιες καταστάσεις και ανόμοια τις ανόμοιες. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ και του ΑΠ, επιβάλλεται η ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες και επιτρέπεται η διαφορετική ρύθμιση περιπτώσεων που τελούν υπό ειδικές συνθήκες δημοσίου συμφέροντος. Αντιθέτως αποκλείεται η έκδηλα άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες, η αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων και η ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων με βάση συμπτωματικά ή άσχετα κριτήρια.
Σε κάθε περίπτωση τα κριτήρια που μπορούν να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση μιας κατηγορίας προσώπων είναι απαραίτητο να συνάδουν με τον σκοπό που επιδιώκεται και την αρχή της αξιοκρατίας, η οποία επιτάσσει την ανάπτυξη της προσωπικότητας και της σταδιοδρομίας του καθενός κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας και πηγάζει από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Η αρχή της αξιοκρατίας χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως για τη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης.
Όταν το κριτήριο απορρέει από το Σύνταγμα, η διαφορετική μεταχείριση δεν είναι απλώς δικαιολογημένη, αλλά και επιβεβλημένη. Για παράδειγμα το άρθρο 21 παρ. 2 Συντ. επιβάλλει την ειδική φροντίδα των πολύτεκνων οικογενειών, επομένως αυτή πρέπει να εκδηλωθεί με διάφορα επιδόματα, όχι όμως με πριμοδοτήσεις μορίων σε παιδιά από πολύτεκνες οικογένειες στις Πανελλήνιες, διότι κάτι τέτοιο αντίκειται προς τον σκοπό του Πανεπιστημίου, που είναι η εισαγωγή φοιτητών με θεμιτά και αξιοκρατικά κριτήρια. Διαφορετικά θα θεωρούνταν αντισυνταγματικό, καθώς παραβιάζει την αρχή της ισότητας.
Τα κριτήρια διαφορετικής μεταχείρισης μπορεί να είναι αξιολογικά (π.χ. εισάγεται διαφοροποίηση όσον αφορά το ύψος της σύνταξης υπέρ των πτυχιούχων ΑΕΙ) ή κάποιες φορές και τοπικά, αλλά μόνο υπό προϋποθέσεις και χωρίς η εντοπιότητα να καθίσταται το μοναδικό κριτήριο, νοθεύοντας την αξιοκρατία (π.χ. είναι συνταγματική η πριμοδότηση δημοτών για θέσεις δημοτικών υπαλλήλων στον οικείο δήμο με σκοπό την αποκέντρωση και συγκράτηση στους μικρούς δήμους, εφόσον βέβαια δεν είναι το αποκλειστικό κριτήριο πρόσληψης στον δήμο). Παράλληλα διαφορετική μεταχείριση μπορούν να εισάγουν και οι ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας, αν και κάποιες φορές αυτό το κριτήριο αμφισβητείται (π.χ. πολλοί ισχυρίζονται ότι είναι αντισυνταγματική η διάκριση σε υπαλλήλους και εργάτες όσον αφορά το ύψος αποζημιώσεων, διότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, όπως και το δικαίωμα στην εργασία του άρθρου 22 παρ. 1 Συντ). Παρεμφερές κριτήριο αποτελούν και οι ιδιαίτερες κατηγορίες προσωπικού του Δημοσίου, που λόγω των εξειδικευμένων αντικειμένων τους (π.χ. δικαστικοί λειτουργοί, ιατροί του ΕΣΥ, διπλωμάτες, μέλη ΑΕΙ) δικαιολογείται διαφορετική μεταχείριση τους σε ορισμένους τομείς.
Τα σημαντικότερα όμως κριτήρια, πέρα από αυτά που πηγάζουν από το Σύνταγμα, είναι οι λόγοι ανωτέρας βίας, που και αυτοί επιβάλλουν τη διαφορετική μεταχείριση (π.χ. είναι συνταγματική η πριμοδότηση μορίων σε πυρόπληκτους μαθητές που συμμετέχουν στις Πανελλήνιες εξετάσεις της ίδιας ή της επόμενης χρονιάς από μια πυρκαγιά στον τόπο τους) και δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αμφισβητηθούν.
Εάν, λοιπόν, ο δικαστής —στο πλαίσιο μιας δίκης— εντοπίσει διαφορετική μεταχείριση από τον νόμο, χωρίς όμως αυτή να δικαιολογείται από τουλάχιστον ένα από τα παραπάνω κριτήρια, τότε θεωρεί την ένσταση βάσιμη και δεν εφαρμόζει στη συγκεκριμένη μόνο υπόθεση τον νόμο που εισάγει τη διαφορετική μεταχείριση, με την αιτιολογία ότι αντίκειται στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ) και άρα είναι αντισυνταγματικός.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Κώστας Χ. Χρυσόγονος – Σπύρος Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017.