Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Ο Στέφανος Κασσελάκης εξέπεσε του αξιώματος του Προέδρου του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., μετά τη σχετική ψηφοφορία στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Πλέον, κινούνται οι διαδικασίες ανάδειξης νέας ηγεσίας, με τις διάφορες απόπειρες ερμηνείας των πρόσφατων και των μελλοντικών γεγονότων να οργιάζουν. Δεν πρέπει, όμως, να χάσουμε τη μεγάλη εικόνα:
Στην εικόνα αυτήν, οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., όπως και στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., εντάσσονται στο ευρύτερο σχέδιο ισχυρών πολιτικοοικονομικών συμφερόντων για την αναδόμηση και τον πλήρη έλεγχο του εγχωρίου πολιτικού συστήματος. Το σχέδιο αυτό, των μεγάλων συμφερόντων, αλλοδαπών (Η.Π.Α., Ε.Ε.) κι εγχωρίων, είναι η δημιουργία ενός ελληνικού συστήματος πλήρως ελεγχόμενου από αυτά. Περιλαμβάνει την επιστροφή στον ισχυρό δικομματισμό, αφενός για πρακτικούς (σταθερότητα, ομαλή εναλλαγή Κυβερνήσεων) αφετέρου για επικοινωνιακούς λόγους, μιας και ο ισχυρός μεταπολιτευτικός δικομματισμός έχει ταυτισθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο με την εποχή της υλικής ευμάρειας. Ο δικομματισμός αυτός θ’ αποτελείται από μεγάλα κόμματα, τα οποία, θεωρητικά, θ’ ανήκουν στο λεγόμενο Κεντροδεξιό και στο λεγόμενο Κεντροαριστερό πολιτικό φάσμα.
Στην ουσία όμως, οι διαφορές τους θα είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες, στα μεγάλα, ουσιαστικά ζητήματα. Θα ομνύουν στην παγκοσμιοποίηση ως αφετηρία της πολιτικής σκέψης, του κυβερνητικού σχεδιασμού και του τρόπου άσκησης της εξουσίας, έστω κι εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες: Η Κεντροδεξιά αφετηρία θα είναι το «ανήκομεν εις την Δύσην», του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Για τη «νέα», «μεγάλη» Κεντροαριστερά θα είναι ο διεθνισμός, η παράδοση του «ευρωκομμουνισμού» την οποία θα κατέχουν διάφορες συνιστώσες της, ο «εκσυγχρονισμός» κ.λπ. Όλα τούτα θα ερμηνεύονται κατά το δοκούν και πρακτικά θα καταλήγουν στην πλήρη υποταγή στον Ευρωατλαντισμό, στην επιδίωξη της άτακτης διάχυσης της εθνικής κυριαρχίας τόσο στο πλαίσιο μια υβριδικής, αρχικώς «άτυπης» ευρωπαϊκής ομοσπονδοποίησης όσο και σε αυτό μιας ατλαντικής συμμαχίας που επιφυλάσσει για την Ελλάδα τον ρόλο του προτεκτοράτου.
Έτσι, στα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, θα κλείσουν γρήγορα, ζητήματα που αποτελούν υπαρξιακές προκλήσεις για την Ελλάδα, ως ανεξάρτητη (έστω και με τη σημερινή, ατελή, έννοια) χώρα: Τα ελληνοτουρκικά, με μοιραίες παραχωρήσεις από πλευράς μας προς τη γείτονα, πολύ όπισθεν εκ των ισχυόντων σήμερα «κόκκινων γραμμών». Το Κυπριακό, με μια «λύση» που ουσιαστικά θα δικαιώνει τα τουρκικά εγκλήματα. Στα ζητήματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας της Βορείου Ηπείρου, η οποία θ’ αφεθεί στο έλεος του, μαφιόζικης λειτουργίας, καθεστώτος Ράμα. Στο ζήτημα των ελληνοσκοπιανών σχέσεων που ήδη η νέα δήθεν εθνική γραμμή αφορά τη διαχείριση της ιστορικής ήττας της Συμφωνίας των Πρεσπών, που ακόμα κι αυτή είναι ανεπιτυχής. Θα τοποθετηθούν δε βραδυφλεγείς βόμβες στα θεμέλια των ελληνικών δικαίων και συμφερόντων στη Βόρειο Ελλάδα, με την εμφάνιση και τη σταδιακή ισχυροποίηση δήθεν μειονοτήτων, που δήθεν καταπιέζονται από το ελληνικό κράτος και στην Ανατολική Θράκη, με τη σταδιακή μετατροπή της μουσουλμανικής μειονότητας σε τουρκική.
Σε ανάλογη λογική θα είναι και η τοποθέτησή τους επί του μείζονος ζητήματος του μεταναστευτικού: Η Κεντροδεξιά θα προτάσσει τις Δυτικές τάσεις επί του ζητήματος κι εμμέσως ή και αμέσως, την ανάγκη για νέα, φτηνά εργατικά χέρια, η οποία απαιτεί «ρεαλιστικές πολιτικές». Η Κεντροαριστερά, τις ουμανιστικές της αρχές, την «αλληλεγγύη» των λαών, την ανάγκη «πάταξης της ξενοφοβίας – ισλαμοφοβίας», την πολυπολιτισμικότητα. Αμφότερες θα καταλήγουν στη διευκόλυνση εισόδου και διαμονής στη χώρα μας εκατοντάδων χιλιάδων παρανόμων και πολιτισμικά αναφομοίωτων μεταναστών εξ Ανατολής και Βορείου Αφρικής.
Στα ζητήματα οικονομίας, η Κεντροδεξιά θα μιλά για «νοικοκύρεμα», η Κεντροαριστερά για «κοινωνικό πρόσημο». Τη φτωχοποίηση της μεγάλης μερίδας των Ελλήνων πολιτών, η Κεντροδεξιά θα τη χαρακτηρίζει «ανταγωνιστικότητα», η Κεντροαριστερά «εξίσωση». Το αν η Κεντροδεξιά προχωρήσει σε κάποια μικρής κλίμακας μείωση κάποιου φόρου ή αν η Κεντροαριστερά δώσει κάποιο επιπλέον, γλίσχρο, επίδομα μικρή σημασία θα έχει. Αμφότερες θα καταλήξουν να επικαλούνται την ανάπτυξη της «ευημερίας των αριθμών», προκειμένου να πείσουν ότι ήρθε η «ανάπτυξη». Την ίδια στιγμή η χώρα θ’ αντιμετωπίζεται με όρους αποικίας από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα του εξωτερικού και με όρους φεουδαρχίας από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα του εσωτερικού.
Στα κοινωνικά ζητήματα, κοινές συνισταμένες θα είναι η πολιτική ορθότητα, η woke ατζέντα, ο άκρατος δικαιωματισμός, η σχετικοποίηση και η ισοπέδωση. Η Κεντροδεξιά θ’ αναφέρεται στην ανάγκη σύγκλησης με τα Δυτικά πρότυπα. Η Κεντροαριστερά στα «δικαιώματα». Κοινή επιδίωξη και αποτέλεσμα η δημιουργία μιας ελληνικής κοινωνίας αποσαρθρωμένης, που θ’ απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις ρίζες, τις παραδόσεις, την ιστορία της, χάνοντας την πολιτισμική της ταυτότητα και μετατρεπόμενη σε μια ανερμάτιστη μάζα, που δεν θα μπορεί να δει, να μάθει, να κρίνει και να συγκρίνει συμπεριφορές και γεγονότα. Που το ένστικτο αυτοσυντήρησης θα περιορίζεται στον αγώνα για τη διασφάλιση των μέσων βραχυπρόθεσμης ατομικής επιβίωσης, κι όχι στη μάχη αντιμετώπισης των μεγάλων, μακροπρόθεσμων συλλογικών κινδύνων. Που «συλλογική διεκδίκηση» θα σημαίνει πίεση μικρών ακραίων ομάδων προς εξυπηρέτηση συμφερόντων ή απλώς επιθυμιών άσχετων ή και αντίθετων με την ευημερία του συνόλου και την κοινωνική συνοχή.
Το ένα εκ των δύο μερών αυτού του, υπό κατασκευή, δικομματισμού υπάρχει: Είναι η Ν.Δ., του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται «Κεντροδεξιό» κι έχει ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά του στα μεγάλα συμφέροντα ότι αξίζει να επενδύσουν σε αυτό. Τα της οικονομικής του πολιτικής γνωστά και συνεχώς παρόντα στην καθημερινότητα του πολίτη, με την ακρίβεια να τσακίζει το διαθέσιμο λαϊκό εισόδημα, με το πρόβλημα στέγασης πιο ισχυρό παρά ποτέ, με το ενεργειακό κόστος δυσβάσταχτο κι επιδεινούμενο κατόπιν ενεργειών, όπως η στρατηγική βίαιης απολιγνητοποίησης και τόσα άλλα. Στα της εξωτερικής πολιτικής η επίδειξη νομιμοφροσύνης, ειδικά έναντι των Αμερικανών, αγγίζει την πρόκληση. Στο μεταναστευτικό είχαμε την παροχή άδειας διαμονής κι εργασίας σε αλλοδαπούς, παρανόμως εισελθόντες, διαμένοντες κι εργαζομένους στη χώρα, προκειμένου ν’ αποτελέσουν «νόμιμο» εργατικό δυναμικό. Στα δε κοινωνικά ζητήματα μπορεί να υπερηφανεύεται ότι ξεπέρασε και την Κυβέρνηση Τσίπρα, θεσμοθετώντας τον γάμο και τη δυνατότητα υιοθεσίας παιδιών από ζευγάρια ομοφυλόφιλων. Πλήρης συμμόρφωση με το ανωτέρω σχέδιο για το νέο πολιτικό τοπίο της χώρας.
Πλέον κορυφώνονται οι διεργασίες για τη δημιουργία του δεύτερου πόλου, με την επιδίωξη αυτός ν’ αποτελείται από τη συνένωση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με το ΠΑ.ΣΟ.Κ., τη Νέα Αριστερά, μικρότερα κόμματα και μεμονωμένους πολιτικούς. Για να επιτευχθεί απαιτείται η ύπαρξη ηγεσιών με την ανάλογη βούληση. Στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ο Κασσελάκης ήταν το πρόσωπο που οι μεγάλοι πολιτικοοικονομικοί παράγοντες επέλεξαν για τη θέση του Προέδρου και εξελέγη με την ξεκάθαρη υποστήριξη του Τσίπρα. Η ρήξη στις σχέσεις τους, που προκάλεσε την πτώση Κασσελάκη, μπορεί να οφείλεται είτε στην «αποεπένδυση» των συμφερόντων στο πρόσωπο του τελευταίου, ένεκα της αδυναμίας του ν’ ανατάξει το κόμμα και να το οδηγήσει στις συνεργασίες είτε σε μια σύγκρουση στο εσωτερικό των συμφερόντων αυτών που περιλαμβάνει και τον ρόλο που ο Τσίπρας διεκδικεί για τον εαυτό του.
Σε κάθε περίπτωση η στόχευση της διαπλοκής δεν έχει αλλάξει κι αυτό φαίνεται και από τις διεργασίες που συντελούνται στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. για την εκλογή νέας ηγεσίας και την πριμοδότηση υποψηφιοτήτων που εκ πρώτης όψεως φαντάζουν παράταιρες, μιας και παρουσιάζονται σαν διαφορετικής αποκλίσεως, αλλά εν τέλει υπηρετούν το ίδιο σχέδιο, μιας και είναι εξίσου χρήσιμη η ύπαρξη τόσο αυτών που θα προωθήσουν τη συνένωση με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κ.λπ. όσο κι αυτών που επιθυμούν να συνεργαστούν με τη Ν.Δ., σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας –και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται ένα απονευρωμένο ΠΑ.ΣΟ.Κ., με ανεπαίσθητες διαφορές πολιτικής από το σημερινό κυβερνών κόμμα. Άλλωστε, η ύπαρξη δύο κομμάτων, μόνον θεωρητικά αντιπάλων, εξασφαλίζει όχι μόνο την εναλλαγή τους στην εξουσία άνευ «εκπλήξεων», αλλά και την εύκολη συνεργασία τους όταν αυτό απαιτηθεί.
Ας μην παρασυρόμαστε, λοιπόν. Η πτώση Κασσελάκη και οι επακόλουθες διεργασίες στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν αποτελούν κάτι άλλο πέρα από μια διαπάλη για το τελικό περιεχόμενο μιας μόνο ψηφίδας της μεγάλης εικόνας. Ενδιαφέρον όσο και κρίσιμο είναι το αν η ελληνική κοινωνία και τμήματα του πολιτικού προσωπικού της σε όλο το κομματικό φάσμα έχουν τη βούληση και τη δυνατότητα αντίστασης…