Της Μαρίας Σαράφη,
Αν και οι κοινωνίες του σήμερα αλλάζουν και ανανεώνονται με γρήγορους ρυθμούς, δεχόμενες τα ποικίλλου είδους ερεθίσματα που προσφέρει η σύγχρονη ζωή του ανθρώπου, μέσα από την τεχνολογία ή την εύκολη και οικονομική πρόσβαση σε άλλες γωνιές του πλανήτη, σίγουρα διατηρούν κάποια από τα πνευματικά και πολιτισμικά θεμέλια στα οποία έχουν χτιστεί. Το ίδιο το άτομο είναι αυτό που τελικά θα αποφασίσει τι θα κρατήσει και τι θα αφήσει πίσω. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται πρώτα να αποκλείσει τον φόβο για το διαφορετικό, ένα στοιχείο που εξάλλου η ίδια η φύση προκαλεί. Χρειάζεται να δεχτεί πως το διαφορετικό δεν «βγαίνει» μόνο σε χρώματα και σχήματα, αλλά και σε τρόπο σκέψης και τρόπο ζωής. Ίσως χρειάζεται μονάχα να αναρωτηθεί: Και πώς θα ήταν αν;
«Ήπιε και το τελευταίο κοκτέιλ και τα βλέφαρά της άρχισαν να βαραίνουν. Κατέβασε το μαξιλάρι που στεκόταν στο προσκέφαλο του κρεβατιού και ακούμπησε το κεφάλι της. Εκείνο, λείο και ξυρισμένο όπως ήταν γλίστρησε και βούλιαξε στη μαξιλαροθήκη. Τα μάτια της έκλεισαν για μια στιγμή και την επόμενη είχαν ανοίξει. Αντίκρισε για ακόμη μία ημέρα το λευκό δωμάτιο του νοσοκομείου, τις γαλάζιες κουρτίνες, τον ορό και τον καθρέφτη. Το είδωλό της διέφερε με την εικόνα που είχε φτιάξει στο μυαλό της για την εξωτερική της εμφάνιση. Είχε μακριά καστανά μαλλιά, μέχρι λίγο κάτω από τους ώμους. Πρώτη φορά μάκραιναν τόσο πολύ, συνήθως σε μία νύχτα φυτρώνουν, όπως τα πρώτα χορταράκια της άνοιξης. Πρέπει να ήταν πολύ δυνατό το χθεσινό κοκτέιλ, σκέφτηκε.
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μπήκαν μέσα οι νοσοκόμες της πρωινής βάρδιας. Και οι δυο ντυμένες με τις γαλάζιες νοσοκομειακές τους φόρμες, το γυαλιστερό άτριχο κεφάλι τους και το καρότσι με το φαγητό, τα φάρμακα και τα καθαρά σεντόνια. Έμειναν έκπληκτες με την πλούσια κόμη της, δεν είχαν δει ποτέ τόσα πολλά μαλλιά σε ασθενή. Ήξεραν ότι η τριχοφυΐα συμπεριλαμβανόταν στις παρενέργειες του καρκίνου, εξαιτίας των ισχυρών φαρμάκων που περιείχαν τα κοκτέιλ, όμως ποτέ τους δεν είχαν κάποιο ασθενή που σε μια νύχτα να την έχει παρουσιάσει τόσο έντονα. Έτσι της είπαν και έφυγαν κλείνοντας τη πόρτα.
Δεν άργησε να ανοίξει και πάλι: ο γιατρός και τρεις δημοσιογράφοι πέρασαν στο δωμάτιο. Και οι τέσσερεις δίχως ίχνος τρίχας στο κεφάλι. Τη ρώτησαν κάποιες βασικές ερωτήσεις περί της ασθένειας της, όπως είπαν, τη βγάλανε και πέντε φωτογραφίες και φύγανε. Όταν άνοιξε την τηλεόραση, μία από εκείνες τις φωτογραφίες, κάλυψε όλο το γυαλί. Αμέσως άλλαξε το πλάνο και ένα κοριτσάκι που φορούσε ένα μαλλιαρό καπέλο που έμοιαζε με τα μαλλιά της, κρατούσε ένα πανό που έλεγε: «Ελισάβετ είμαστε στο πλάι σου, είσαι δυνατή!»
Πριν καλά καλά νυχτώσει έκλεισε την τηλεόραση «για να δει». Δεν είχε καθόλου μαλλιά ούτε εκείνη, ούτε κανένας καρκινοπαθής. Γύρω της κόσμος πολύς γέμιζε όλο το δωμάτιο και τα κεφάλια τους όλα γεμάτα τρίχες. Άλλες μπλεγμένες μεταξύ τους, άλλες ίσιες, άλλες κατσαρές, άλλες κοντές, άλλες μακριές. Τρίχες σαν πλοκάμια που απλώνονταν παντού, σέρνονταν στο πάτωμα σαν φίδια και ύπουλα έφτασαν μέχρι το κρεβάτι της. Τυλίχτηκαν γύρω από τους αστραγάλους της, παίδευσαν τις γάμπες της, μπλέχτηκαν ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών της μέχρι που έσφιξαν δυνατά τον λαιμό της. Πριν προλάβουν να τις κόψουν την ανάσα, εκείνη ανασηκώθηκε. Βλέποντας την αντανάκλασή της στο μισάνοιχτο παράθυρο, κατάλαβε πως οι τρίχες του ονείρου της, είχαν εξαφανιστεί από παντού.»
Αυτή και πολλές ακόμη ιστορίες πολύχρωμες, άγευστες, παράξενες, γεμάτες φαντασία, γεννιούνται στο κεφάλι, όταν ρωτάει κανείς τον εαυτό του: Και πως θα ήταν αν; Ίσως η ερώτηση αυτή να αποτελεί έναν τρόπο αντιμετώπισης του διαφορετικού. Ένα τρόπο να εκπαιδεύσει κανείς το σώμα και το πνεύμα του, ώστε να αλληλοεπιδρά αρμονικά με μία καινούργια εικόνα, μια διαφορετική κουλτούρα ή μία ξαφνική αλλαγή.