Της Μάρας Βιτσαξάκη,
«Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τί γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν»
Το συγκεκριμένο ποίημα γράφτηκε απ’ τον Καβάφη, όταν εκείνος βρισκόταν στην ηλικία των 36 ετών. Παρ’ όλα αυτά, αν και δε βρισκόταν ακόμα σε ηλικία που να επηρεάζεται άμεσα απ’ αυτόν, διακρίνεται εμφανώς η ανησυχία ή ορθότερα ο φόβος του θανάτου. Ενώ το ποίημα ξεκινά αισιόδοξα και παρομοιάζει τις μελλοντικές ημέρες με χρυσά, ζεστά και ζωηρά κεράκια που σφύζουν από ζωή κι επιφυλάσσουν νέες ευκαιρίες, στη συνέχεια γίνεται περισσότερο απαισιόδοξο. Ο ποιητής συνειδητοποιεί με θλίψη ότι οι μέρες του παρελθόντος έχουν πια παρέλθει και τις προσομοιάζει με καχεκτικά κεριά, κρύα, λιωμένα και κυρτά που σβήσαν με την καθιερωμένη δύση του ηλίου. Όμως οι μέρες αυτές αποτελούν την ιστορία του ποιητή, τις αναμνήσεις του, τη ζωή του…
Τον κατακλύζει μελαγχολία, καθώς θυμάται τις πρώτες ένδοξες ημέρες της νιότης του. Νοσταλγεί για το παρελθόν του που χάθηκε απλώς μέσα στον απέραντο χρόνο. Ακόμη, ο ποιητής προβληματίζεται έντονα για το γρήγορο πέρασμα του χρόνου, για τα λεπτά και τις στιγμές που ξεγλιστρούν μέσα απ’ τα χέρια του. Οι ημέρες περνούν ταχύτατα κι ο χρόνος στο πέρασμά του σαρώνει τη ζωή του και την παίρνει μαζί του. Η ζωή του κινείται όλο και γρηγορότερα και προτού το αντιληφθεί η ζυγαριά των ημερών θα γέρνει πια προς το παρελθόν έναντι του μέλλοντος, αφού οι μέρες που περνούν πληθαίνουν και βαραίνουν το πρώτο, ενώ ταυτοχρόνως το μέλλον που έχει μπροστά του όλο και λιγοστεύει. Διαφαίνεται ελαφρώς κι ο φόβος του γήρατος, ο οποίος όμως έχει σαφή προσανατολισμό κι αντανακλά στην πραγματικότητα τον φόβο του επακόλουθου θανάτου.
Παρ’ όλα αυτά, ο ποιητής συνειδητοποιεί πως είναι ανήμπορος απέναντι σε όλες αυτές τις φυσικές κι αναπότρεπτες επερχόμενες μελλοντικές συνθήκες κι έτσι επαναπαύεται στις ημέρες του μέλλοντος. Η μόνη διαφυγή απ’ τον τρόμο και τη θλίψη που του προκαλεί η όψη των σβησμένων και λιωμένων πλέον κεριών, είναι να εφιστήσει την προσοχή του σε όσα είναι ακόμα αναμμένα και ουσιαστικά να αποσπάσει και να εφησυχάσει τον εαυτό του κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ίσως εν τέλει, όλες οι δραστηριότητες της καθημερινότητας των ανθρώπων να είναι απλώς αυτό, ένας προσωρινός αποπροσανατολισμός ώσπου να σβήσουν τελικά όλα τα κεριά και να επέλθει η εξαρχής αναπόφευκτη κατάληξη του θανάτου. Ενδέχεται όλη η υπόθεση της παραμονής του ανθρώπου —αλλά και πάντων των ζωντανών οργανισμών— στη ζωή, να είναι η ενασχόλησή του με διάφορα πράγματα ώσπου τελικά να πεθάνει.
Ως εκ τούτου, ο άνθρωπος στην πραγματικότητα αποσπάει τον νου του απ’ αυτήν την τραγική αλήθεια, εναποθέτοντας τις ελπίδες του σε ένα αόριστο κι άγνωστο μέλλον, το οποίο, όμως, επίσης κάποια στιγμή θα σβήσει. Υπό αυτό το πρίσμα, ενδεχομένως να μπορούσε να ειπωθεί πως η διάρκεια της εκάστοτε ζωής, αποτελεί μια καρτερική αναμονή του θανάτου, ή για τον ποιητή μια σειρά από αναμμένα κεριά που πρόκειται μελλοντικά όλα τους να σβήσουν. Ουσιαστικά, η ίδια η ζωή καθ’ αυτή είναι η αναμονή του θανάτου. Εν τω μεταξύ, οι άνθρωποι οφείλουν να εντοπίζουν ποικίλους τρόπους για να καταστήσουν την αναμονή αυτή περισσότερο ενδιαφέρουσα. Αυτή ακριβώς είναι και η τραγικότητα της ύπαρξης. Επομένως, η επικέντρωση του νου του ποιητή στα αναμμένα κεριά δεν αφορά τελικά μόνο το μέλλον, αλλά κυρίως την απόσπαση απ’ το παρόν κι απ’ το αιώνιο παρόν.
Επιπλέον, σε μια ρεαλιστικότερη προσέγγιση, τα κεριά απεικονίζουν τα κεράκια των γενεθλίων που σβήνουμε κάθε χρόνο, πολλαπλασιάζοντας έτσι και γιορτάζοντας κατά έναν περίεργο τρόπο, τα έτη που περνούν. Όμως, και σ’ αυτήν την περίπτωση, κάθε χρόνο αδημονούμε για τον επόμενο για να σβήσουμε κι άλλα κεριά.
Ο χρόνος κυλάει και δεν αναμένει κανέναν. Ως αποτέλεσμα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μελαγχολούμε για το παρελθόν και να ζούμε το παρόν, εναποθέτοντας παράλληλα τις σκέψεις μας στο μέλλον, συναινώντας έτσι σε μια παράδοξη συνθήκη εθελοτυφλίας και παραγνώρισης της τραγικής αλήθειας του εφήμερου χαρακτήρα του χρόνου και της εν γένει ύπαρξης. Μόνο έτσι ίσως να είναι εφικτό για τον άνθρωπο να παραμένει σ’ αυτήν την αναμονή, η οποία έχει μόνο μια κατάληξη που τον ακολουθεί απ’ τα γεννοφάσκια του και είναι δεδομένη κι αναπότρεπτη εξαρχής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Κεριά-Καβάφης, greek-language.gr, διαθέσιμο εδώ