Του Γιώργου Ποτουρίδη,
Το Ποινικό Δίκαιο, όπως και όλοι οι κλάδοι του δικαίου, χαρακτηρίζεται από κανόνες δικαίου, οι οποίοι ισχύουν έως ότου καταργηθούν με νεότερο κανόνα. Γενικά, όπως είναι γνωστό, οι κανόνες δικαίου δεν έχουν αναδρομική ισχύ (αν μάλιστα είναι και επαχθούς χαρακτήρα δεν νοείται η αναδρομικότητα) και εφαρμόζονται μόνο για τα κοινωνικά δρώμενα που λαμβάνουν χώρα όσο ισχύουν.
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 2ΠΚ «Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου», ενώ κατά την παράγραφο 2 «Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη, παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας». Ο ποινικός νομοθέτης, λοιπόν, επιτάσσει την αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου εντός των προδιαγραφών πάντα της διάταξης και καθιστά θεμελιώδη αρχή, αυτή της ευμενέστερης διάταξης νόμου στο ποινικό μας σύστημα, όπως σε όλα τα φιλελεύθερα ευρωπαϊκά κράτη.
Δικαιολογητικός λόγος αυτής της θεμελιώδους αρχής θεωρείται παγίως και ορθά η παραδοχή πως θα αποτελούσε αδικαιολόγητη σκληρότητα για τον κατηγορούμενο να καταδικαστεί σε ποινή με ένα νόμο που ο ίδιος ο νομοθέτης θεώρησε περιττό, μη ανταποκρινόμενο στο σκοπό του και τον κατέστησε ηπιότερο. Πράγματι, τυχόν αντίθετη σκέψη θα καθίστατο αντικείμενη και στους σκοπούς της ποινής, αλλά και στο ίδιο το Ποινικό φαινόμενο, μιας και η αναγωγή ενός κοινωνικού στοιχείου σε έννομο με την απειλή ποινής απαιτεί συμφέρον προστασίας, πράγμα που δεν υπάρχει όταν καθίσταται πια ηπιότερη η ποινική μεταχείριση ενός εγκληματικού τύπου.
Η αρχή της ευμενέστερης ρύθμισης ανήκει ακόμη στις διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος και θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου. Δεν τυποποιείται ρητά στο Σύνταγμά μας, υπάρχει όμως σε όλα τα διεθνή και ενωσιακά κείμενα, τα οποία τυγχάνουν αυξημένης ισχύος με βάση το 28 του Συντάγματος. Ρητά καταγράφεται στο άρθρο 49 του ΧΘΔΕΕ και στο άρθρο 15 του ΔΣΑΠΔ, ενώ διασφαλίζεται και από την ΕΣΔΑ κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ. Σύμφωνα με μία γνώμη στην ελληνική θεωρία, θα μπορούσε να θεωρηθεί πως απορρέει από το Κράτος Δικαίου ως οργανωτική βάση του πολιτεύματος ή από την αρχή της αναλογικότητας, οπότε κατά αυτή τη γνώμη ερείδεται και σε συνταγματικό επίπεδο, καθιστώντας ανέπαφη την εφαρμογή της. Προσωπικά θεωρώ ότι μία τόσο αόριστη ερμηνεία δεν εξυπηρετεί την ασφάλεια του δικαίου και κατά συνέπεια παρουσιάζεται περιττή.
Το Κράτος Δικαίου και η αρχή της αναλογικότητας περικλείουν το σύνολο των νομοθετικών θεσμών με αποτέλεσμα κάθε νομοθετική επιλογή να αποτελεί κατά ένα τρόπο συγκεκριμενοποίηση αυτών. Προκρίνεται ως ορθότερη η προσήλωση στις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις, μιας και λόγω της υπεροχής τους στη ιεραρχική βαθμίδα δεσμεύουν ούτως ή άλλως τον κοινό νομοθέτη και καθιστούν βεβαία την διατήρηση της αρχής.
Το άρθρο 2 στην παράγραφο 1 θέτει αρχικά ένα χρονικό πλαίσιο εφαρμογής, μετά το πέρας του οποίου εφαρμόζεται αμιγώς η παράγραφος 2, πράγμα που προκύπτει λογικοσυστηματικά. Αφετηριακό έναυσμα παρουσιάζεται ο χρόνος τέλεσης της πράξης κατά το 17 ΠΚ, ήτοι η εγκληματική ενέργεια ή παράλειψη και τελικό η αμετάκλητη εκδίκαση κατά το 546 ΚΠΔ. Εντός αυτού του πλαισίου βρισκόμαστε πάντα στο ρυθμιστικό βεληνεκές της πρώτης παραγράφου και μόνο πέραν αυτού υπεισερχόμαστε στις αυστηρότερες προδιαγραφές και ευνοϊκότερες όμως συνέπειες της δεύτερης, ακόμη και η πράξη καταστεί ανέγκλητη.
Όσον αφορά το 2 παρ.1 ΠΚ αξίζει να επισημανθούν τα εξής: Τονίζεται αρχικά πως η ρύθμιση αφορά διατάξεις νόμων και όχι νόμους ως ενιαίο όλον, όπως συνέβαινε στον προϊσχύσαντα ποινικό κώδικα. Η αιτιολογική έκθεση του κώδικα του 2019 ήθελε να καταστήσει σαφές πως ο ευμενέστερος νόμος προκύπτει από μία συνολική επισκόπηση των επιμέρουν θεσμών και όχι μια δημοψηφισματικού τύπου επιλογή του ενός ή του άλλου. Φυσικά δεν εννοείται η διάπλαση νέου νόμου, όπως π.χ. θα συνέβαινε με το να επιλέγεται η αντικειμενική υπόσταση ενός και η ποινή άλλου.
Είναι όμως νοητό να επιλεγεί ευνοϊκότερη ρύθμιση όσον αφορά την έκτιση από άλλο νόμο, και ποινή από νεότερο. Για την πληρότητα του λόγου αξίζει να επισημανθεί πως η όλη ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση θεωρείται περιττή από την Καϊάφα-Γκμπάντι, με επιχείρημα πως ούτως ή άλλως οι θεσμοί είναι διακριτοί μεταξύ τους και ρυθμίζουν αυτοτελείς φάσεις της ποινικής δίκης, με αποτέλεσμα να αξιολογούνται αυτοτελώς είτε με το νέο, είτε και με τον παλιό κώδικα.
Έτσι, αν ο Α έκανε ληστεία (380ΠΚ) 1/2/2000 με ποινή 10-20 έτη και υφ όρον απόλυση στα 3/5 και ενώ εκκρεμεί η δίκη στο εφετείο αλλάξει η νομοθεσία ως 5-10 και απόλυση στα 4/5, το άρθρο 2ΠΚ επιτάσσει να εφαρμοστεί σε αυτόν ποινή 5-10 και απόλυση 3/5!
Ένα δεύτερο ζήτημα που προκύπτει από τη διάταξη είναι ότι το ευμενέστερο θα κριθεί κατά περίπτωση, δηλαδή in concreto. Τονίζεται σθεναρά πως η κατά περίπτωση εφαρμογή του ευμενέστερου νόμου κρίνεται αμιγώς αντικειμενικά, χωρίς να ενδιαφέρει η υποκειμενική βούληση του υπαιτίου. Έτσι, η χρηματική ποινή θεωρείται ευμενέστερη της φυλάκισης ακόμη και αν ο κατάδικος παρακαλά να μπει φυλακή, παρά να πληρώσει.
Η in concreto εξέταση όμως παρουσιάζει εξέχοντα θεμελιακό ρόλο και δεν αποτελεί απλά περιττή διακήρυξη. Αυτό γίνεται αντιληπτό αν σκεφτεί κανείς ένα απλό παράδειγμα: Ο Α στις 1/3/2024 κάνει βιασμό που διώκεται με κάθειρξη ισόβια και έγκληση και στις 5/5/2024 μεταβάλλεται σε κάθειρξη 10-20 αυτεπάγγελτα. Εδώ το ευμενέστερο ποικίλλει κατά περίπτωση. Αν δεν υποβλήθηκε έγκληση τότε ευμενέστερη είναι η πρώτη ρύθμιση, καθώς δεν μπορεί καν να διωχθεί, ενώ αν επιβλήθηκε τότε η δεύτερη γιατί έχει μικρότερη ποινή.
Όσον αφορά τη δεύτερη παράγραφο τονίζεται ότι το ρυθμιστικό της βεληνεκές εναπόκειται αμιγώς μετά το πέρας της αμετάκλητης καταδίκης και αφορά μόνο τις περιπτώσεις που η πράξη κατέστη πλέον μη αξιόποινη. Έτσι, λοιπόν, αν ο Α τελέσει κλοπή και καταδικαστεί αμετάκλητα σε ποινή 5 ετών με νόμο που απειλούσε 3-5 και μετά αλλάξει και γίνει χρηματική ποινή, δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον. Για να επωφεληθεί της δεύτερης παραγράφου απαιτείται να πάψει η κλοπή να είναι έγκλημα! Τότε μόνο παύει η ποινή, αλλά και τα ποινικά επακόλουθα (ποινικό μητρώο), πράγμα που δεν συμβαίνει στην παράγραφο ένα!
Πέραν αυτής της κλασικής περίπτωσης που προκύπτει ευθέως από το γράμμα του νόμου, υποστηρίζεται στη θεωρία πως η παράγραφος 2 εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση στους θεσμούς που αφορούν την έκτιση της ποινής. Το επιχείρημα είναι ότι αυτοί οι θεσμοί από τη φύση τους βρίσκονται μετά την αμετάκλητη καταδίκη και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε ευμενέστερη ρύθμιση αφορώσα αυτούς θα πρέπει να επωφελεί τον κατάδικο. Έτσι, αν ενώ ο Α καταδικάστηκε αμετάκλητα στις 1/2/2023 με υφ όρον απόλυση 4/5 και 1/3/2024 μεταποιηθεί σε 2/5, γίνεται δεκτό ότι με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 2 παρ.2 θα επωφεληθεί της αλλαγής.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι υποστηρίχθηκε πως το 2 παρ.2 θα πρέπει αναλογικά να εφαρμόζεται για όλους σε ριζικές συστηματικές αλλαγές του ποινικού νόμου, όπως συνέβη το 2019. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, απολύτως σωστά κατά την άποψη μου, με επιχείρημα την ιστορικοβουλητική ερμηνεία απέρριψε την ως άνω θεώρηση. Είπε σωστά πως ο νομοθέτης γνώριζε το μέγεθος των αλλαγών και μπορούσε να ρυθμίζει ρητά με μεταβατική διάταξη το ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά δεν το έκανε και κατά συνέπεια συνάγεται η αντίθεσή του με την άποψη αυτή.
Αντιτάσσεται το επιχείρημα από τους υποστηρικτές της παραπάνω γνώμης ότι η επιταγή αυτή προκύπτει από τη λογικοσυστηματική ερμηνεία η οποία κρίνεται αντικειμενικά και υπερτερεί της ιστορικοβουλητικής. Θεωρώ προσωπικά ότι το τελευταίο επιχείρημα δεν μπορεί να αποτελέσει νομικό εργαλείο, δεδομένης της έμπρακτης —έστω και σιωπηρά— στάσης του νομοθέτη και συνιστά δίχως άλλο contra legem —άρα ανεπίτρεπτη— ερμηνεία.
Το τελευταίο θέμα που παραμένει διφορούμενο και προβληματικό είναι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 ΠΚ. Πάγια και απολύτως ορθή θέση της θεωρίας είναι ότι το πεδίο εφαρμογής του αφορά τόσο το ουσιαστικό όσο και το δικονομικό ποινικό δίκαιο, μιας και η δικονομία μπορεί να οδηγήσει ουσιαστικά σε ευμενέστερη μεταχείριση. Αντίθετα, πάγια θέση της νομολογίας πρόδηλα εσφαλμένη είναι η άκρως αντίθετη. Η νομολογία του ανωτάτου ακυρωτικού θεωρεί πως το 2 ΠΚ αφορά μόνο το ουσιαστικό δίκαιο και λίγες ουσιαστικοποιημένες διατάξεις της δικονομίας, όπως λέει, σαν την έγκληση και την προσωρινή κράτηση ανηλίκων που παραπέμπει στην 127 ΠΚ, ενώ οι υπόλοιπες δικονομικές διατάξεις ρυθμίζουν αμιγώς την ποινική διαδικασία και δεν τελούν υπό την αιγίδα του 2 ΠΚ. Θεωρώ τη θέση της νομολογίας εσφαλμένη και δυστυχώς πιστεύω ότι προκύπτει λόγω ραθυμίας χωρίς ορθό επιστημονικό υπόβαθρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.