Του Φωκίωνα Δανιηλίδη,
Ο Γελίμερος ειδοποιήθηκε για την εισβολή και διέταξε ο Χιλδέριχος και πολλοί άλλοι αιχμάλωτοι να εκτελεστού, προτού ξεκινήσει να κινείται προς τη Καρχηδόνα. Δεν υπολόγισε, ωστόσο, το γεγονός πως ο στρατός του συναντήθηκε με εκείνον του Βελισάριου σε περιοχή όπου το μεγαλύτερο μέγεθός του θα αποτελούσε, τελικά, αδυναμία. Στο πεδίο της μάχης βρισκόταν ένα στενό πέρασμα στο οποίο ο Βελισάριος διέταξε να επιτεθεί ένα μικρό τμήμα του ιππικού του. Ο αδελφός του βασιλιά και οι στρατιώτες που είχε στην διάθεσή του, αποφάσισαν να τους αντιμετωπίσουν και κατέληξαν να σφαγιαστούν, καθώς δεν είχαν, πλέον, κανένα περιθώριο ελιγμών. Επιπλέον, οι Βυζαντινοί στρατιώτες αποτελούνταν κυρίως από βετεράνους άλλων πολέμων και είχαν μεγαλύτερη στρατιωτική εμπειρία.
Ο Γελίμερος, βρισκόταν κρυμμένος σε ένα κοντινό δάσος και αιφνιδίασε τους Βυζαντινούς, οι οποίοι, ωστόσο, κατάφεραν να επιστρέψουν στο στρατόπεδό τους. Ο Βάνδαλος βασιλιάς, ωστόσο, δεν γνώριζε πως ο Βελισάριος ακολούθησε μία παρόμοια τακτική και πως βρισκόταν μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού προς τα νότια. Όταν οι Βυζαντινοί ειδοποιήθηκαν πως ο Γελίμερος βρισκόταν στο ίδιο στενό πέρασμα, ο Βελισάριος διέταξε την ολική κινητοποίηση του στρατού του και αποδεκάτισε τους αντιπάλους του, αν και ο βασιλιάς τους κατάφερε να ξεφύγει. Ύστερα, ο δρόμος προς την Καρχηδόνα ήταν ανοιχτός για την Αυτοκρατορία.
Για τους επόμενους μήνες, οι Βάνδαλοι προσπαθούσαν να εξαναγκάσουν του Βυζαντινούς να εγκαταλείψουν την πόλη και να τους επιτεθούν. Κατάφεραν τον σκοπό τους μονάχα όταν διέκοψαν τον ανεφοδιασμό τους και ο Βελισάριος διέταξε επίθεση τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Δεν σώζονται λεπτομέρειες για την επακόλουθη σύρραξη, γνωρίζουμε, όμως, ότι νικήθηκε από τους Βυζαντινούς, να και οι Βάνδαλοι τους υπερτερούσαν αριθμητικά. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ολόκληρη η βανδαλική επικράτεια βρέθηκε στα χέρια της Αυτοκρατορίας.
Ο Βελισάριος είχε καταφέρει να καταλάβει την βόρεια Αφρική σε λιγότερο από ένα έτος, με έναν στρατό που δεν θα επαρκούσε, υπό κανονικές συνθήκες, να συντρίψει εκείνον των Βανδάλων. Η συντριπτική ήττα του Γελίμερου ανάγεται αποκλειστικά στην στρατιωτική ιδιοφυΐα του Βελισάριου και ο Ιουστινιανός τον τίμησε ανάλογα. Διέταξε την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία διοργάνωσε έναν θρίαμβο προς τιμήν του. Ο ρωμαϊκός θρίαμβος ήταν μία εορτή στην οποία δοξαζόταν ένας στρατηγός και τα στρατιωτικά του επιτεύγματα, αφού εκείνος είχε καταφέρει να αποσπάσει μία σημαντική νίκη. Από την εποχή του Αυγούστου και έπειτα με αυτόν, τιμούνταν αποκλειστικά οι αυτοκράτορες. Ο Βελισάριος, επομένως, συνιστά ο πρώτος στρατηγός, μετά την πτώση της “Res Publica” το 27 π.Χ., προς τιμήν του οποίου διοργανώθηκε μία τέτοια εορτή.
Με το βασίλειο των Βανδάλων να έχει σβηστεί από τον χάρτη, ο επόμενος στόχος του Ιουστινιανού ήταν η Ιταλική Χερσόνησος. Όπως έγινε και με την Καρχηδόνα, το ανάλογο “casus belli” για να κηρυχθεί πόλεμος ήρθε στην μορφή της ανατροπής ενός βασιλιά. Συγκεκριμένα, η βασίλισσα Αμαλασούνθα, η οποία είχε στενές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη, έχασε τον θρόνο και, ύστερα, δολοφονήθηκε από τον ξάδελφό της, τον Θεοδάτο, μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο που έληξε με την ήττα της το 535.
Για ακόμη μία φορά, ο Ιουστινιανός επιστράτευσε τον Φλάβιο Βελισάριο και τον έστειλε στην Καρχηδόνα, από την οποία, αφού συγχώνευσε τα στρατεύματά του με μερικά από εκείνα που ήταν εγκατεστημένα στην περιοχή, μεταφέρθηκε στην Σικελία. Κατάφερε να κατακτήσει το νησί σε βραχύ χρονικό διάστημα και ήταν έτοιμος να μεταβεί στην Ιταλία, όμως οι στρατιώτες του στην βόρεια Αφρική ξεσηκώθηκαν, καθώς η πληρωμή τους καθυστερούσε να τους δοθεί. Ο στρατηγός επέστρεψε στην Καρχηδόνα υπέταξε τους 8.000 στασιαστές, αν και είχε στην διάθεσή του μονάχα 2.000 άνδρες και, αφού σταθεροποίησε την κατάσταση στην περιοχή, επέστρεψε στην Σικελία για να συνεχίσει την εκστρατεία του.
Το 536, ο Βελισάριος κατέλαβε ολόκληρη την νότια Ιταλία, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση, με μοναδική εξαίρεση την Νάπολη, την οποία προστάτευε μία υπολογίσιμη γοτθική δύναμη. Η κατάληψη της πόλης δεν άργησε να γίνει, καθώς ο στρατός του εντόπισε ένα υδραγωγείο εκτός των τειχών, το οποίο τους οδηγούσε κατευθείαν στην καρδιά των αντιπάλων τους. Παράλληλα, ο Ιουστινιανός ανέθεσε σε έναν άλλο στρατηγό, τον Μούντο, την κατάληψη των ανατολικών Βαλκανίων και των Δαλματικών ακτών, η οποία σταθερά εξελισσόταν με επιτυχία και κρατούσε τον Γότθο βασιλιά απασχολημένο.
Τελικά, οι Γότθοι, όντας απογοητευμένοι με τις επιδόσεις του νέου τους βασιλιά, τον ανέτρεψαν και στον θρόνο ανέβηκε ο Ουίτιγις. Ο νέος βασιλιάς γνώριζε πως ήταν αναγκαίο για τον στρατό του να ανασυνταχθεί, προκειμένου να μπορέσει να εκδιώξει τους Βυζαντινούς από την επικράτειά του. Για αυτόν τον λόγο υποχώρησε από τα Βαλκάνια και επέστρεψε στην πρωτεύουσα του βασιλείου, την Ραβένα, επιτρέποντας στον Βελισάριο να φτάσει στην Ρώμη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Προκόπιος (1914), The history of the wars (μτφρ. H. R. Dewing), Νέα Υόρκη, εκδ. Harvard University Press
- Προκόπιος (2010), Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία (μτφρ. Σίδερη Αλόη), Αθήνα, εκδ. Άργα
- Αλέξιος Σαββίδης (2011), Ιστορία του Βυζαντίου: 284-717 με αποσπάσματα από τις πηγές (τόμος Α’), Αθήνα, εκδ. Πατάκη
- Νικόλαος Νικολούδης (2004), Η Βυζαντινή Μικρά Ασία: Ακμή και Παρακμή (330-1461), Αθήνα, εκδ. Ιωλκός
- Ian Hughes (2009), Belisarius: The last Roman general, Yardley, εκδ. Westholme Publishing
- James Allan Stewart Evans (1996), The age of Justinian: Circusmstances of Imperial Power, Νέα Υόρκη, εκδ. Routledge
- John Julius Norwich (2011), Mare Nostrum: Μία ιστορία της Μεσογείου (μτφρ. Νικολάου Ευγενία), Αθήνα, εκδ. Γκοβόστη.
- Geoffrey Greatrex (2003), The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars Part II AD 363-630, Νέα Υόρκη, εκδ. Routledge