Του Δημήτρη Μήλιου,
Η επίλυση των διαφορών που προκύπτουν τόσο σε εθνικό όσο και διεθνικό επίπεδο μέσω της διαιτησίας αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης. Με τον τρόπο αυτόν, τα αντίδικα μέρη προσπαθούν να επιτύχουν τόσο την αμεσότερη έκδοση απόφασης όσο και την ιδιωτικοποίηση της μεταξύ τους διαφοράς. Το διαιτητικό δικαστήριο απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από νομικούς, οι οποίοι δεν είναι απαραίτητο να είναι επαγγελματίες δικαστές, και είναι συνήθως τριμελές.
Το καθένα από τα δύο μέρη ορίζει διαιτητή της επιλογής του, ο οποίος οφείλει να αποφαίνεται με πλήρη λειτουργική ανεξαρτησία, ενώ υπάρχει και ένας επιδιαιτητής, ο ρόλος του οποίου είναι καθοριστικός, ιδίως σε περιπτώσεις όπου υπάρχει διαφωνία μεταξύ των άλλων δύο. Η υπαγωγή μίας διαφοράς σε διαιτησία συνεπάγεται και τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας των τακτικών δικαστηρίων, ωστόσο για να γίνει αυτό είναι υποχρεωτική η έγγραφη κοινή συμφωνία των μερών και η αποτύπωση αυτής στη ρήτρα διαιτησίας.
Σε αντιδιαστολή με την εσωτερική διαιτησία, η οποία ρυθμίζεται, κυρίως, με βάση τα άρθρα 867 επ. ΚΠολΔ και δεν εντοπίζεται τόσο συχνά στην πράξη, οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές κάνουν επιτακτική την προσφυγή σε διαιτητικά δικαστήρια για τους παρακάτω λόγους. Πρωτίστως, όταν πρόκειται για αντισυμβαλλομένους από διαφορετικά κράτη, η διαιτησία μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στον βαθμό που η διαφορά τους δεν υποβάλλεται σε δικαστήριο της χώρας ενός εξ αυτών, αλλά σε κάποιο ουδέτερο διαιτητικό δικαστήριο.
Ο δεύτερος λόγος έγκειται στο ότι μέσω της διαιτησίας επιτυγχάνεται η αμεσότερη επίλυση των διαφορών, ως προελέχθη, γεγονός που διευκολύνει τα μέρη, αφού οι εμπορικές διαφορές χρήζουν άμεσης επίλυσης. Η διεθνής διαιτησία, περιλαμβανομένης και της εμπορικής, διέπεται από τον Νόμο 2735/1999, ο οποίος, κωδικοποιώντας τους δικονομικούς κανόνες για τη διεθνή εμπορική διαιτησία, παρέχει μια σταθερή βάση για τη διεξαγωγή δίκης από το διαιτητικό δικαστήριο.
Περαιτέρω, εκτός από το ότι απαιτείται συμφωνία των μερών και μάλιστα έγγραφη σχετικά με τη ρήτρα διαιτησίας, η τελευταία διέπεται και από μία αρχή, αυτή της αυτοτέλειας έναντι των συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ των μερών. Αυτό σημαίνει ότι αν για οποιονδήποτε λόγο που δεν αφορά τη ρήτρα διαιτησίας η κύρια σύμβαση κριθεί άκυρη, η πρώτη εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ και τη διαφορά θα επιληφθεί διαιτητικό δικαστήριο. Ειδάλλως, θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο μια πιθανή ακύρωση της κύριας σύμβασης να συμπαρασύρει και τη ρήτρα διαιτησίας, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η αντίστοιχη δυνατότητα υπαγωγής σε διαιτησία. Η αρχή αυτή αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 16 παρ.1 Ν. 2735/1999.
Ως προς τη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, αλλά και τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιόν του, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 2735/1999. Ο ορισμός των διαιτητών ρυθμίζεται από το άρθρο 11 του Ν. 2735/1999 και σύμφωνα με αυτό, τα μέρη ορίζουν διαιτητή της επιλογής τους. Είναι επιτακτικό οι διαιτητές να είναι αμερόληπτοι, καθώς πολύ συχνά παρατηρείται το φαινόμενο να αμφισβητείται η αμεροληψία διαιτητών από το αντίδικο μέρος είτε κατά τη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου είτε μετά την έκδοση απόφασης του τελευταίου. Οι διαιτητές δεν είναι απαραίτητο να είναι νομικοί, αν και στην πράξη κυρίως αυτοί επιλέγονται λόγω των εξειδικευμένων γνώσεων που διαθέτουν, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 89 παρ. 3 εδ. δ του Συντάγματος, επιτρέπεται η ανάθεση καθηκόντων διαιτητή και σε δικαστικούς λειτουργούς. Η γλώσσα στην οποία θα πραγματοποιηθεί η διαιτητική δίκη αποτελεί επιπλέον κριτήριο για τον ορισμό των διαιτητών, ιδιαίτερα αν υπάρξει και προφορική διαδικασία, αν και συνήθως προτιμάται η αγγλική γλώσσα ως ευρέως κατανοητή.
Το πλαίσιο των διατάξεων του Ν. 2735/1999 σχετικά με τη διεξαγωγή της διαιτητικής δίκης είναι αρκετά πιο ευέλικτο σε σχέση με τα τακτικά δικαστήρια όσον αφορά τις προθεσμίες και λοιπές διαδικαστικές πράξεις, στο μέτρο που οι αντισυμβαλλόμενοι προθυμοποιούνται να διευκολύνουν την περάτωση της διαδικασίας. Η συνήθης πορεία της δίκης είναι η εξής: α) κατάθεση εγγράφων προτάσεων, β) εξέταση μαρτύρων και αξιολόγηση αυτής από τα μέρη, γ) έκδοση απόφασης. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν εκκινήσει η παραπάνω διαδικασία το διαιτητικό δικαστήριο εξετάζει αν το ίδιο είναι αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς, καθώς και το αν υπάρχει ή αν είναι έγκυρη η ρήτρα διαιτησίας. Το δικαίωμα αυτό καθιερώθηκε ως αρχή “Kompetenz-Kompetenz” και θεμελιώνεται στο άρθρο 16 παρ.1 Ν. 2735/1999.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Α. Γραμματικάκη-Αλεξίου / Ζ. Παπασιώπη-Πασιά / Ε. Βασιλακάκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2017.