8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι αρχές που διέπουν την πολιτική δίκη και το πρακτικό τους αντίκρισμα

Οι αρχές που διέπουν την πολιτική δίκη και το πρακτικό τους αντίκρισμα


Της Μαρίνας Κισσούδη,

Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) περιέχει ορισμένες αρχές διεξαγωγής της πολιτικής δίκης. Κάθε κώδικας δικονομίας περιέχει διάφορες αρχές αναλόγως τη δίκη που ρυθμίζει. Με τον όρο «αρχές» εννοούμε τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν ένα συγκεκριμένο είδος δίκης. Άλλες αρχές διέπουν την πολιτική δίκη, άλλες την ποινική και άλλες τη διοικητική. Η πολιτική δίκη διαφέρει ουσιωδώς από την ποινική και τη διοικητική, καθώς αντικείμενό της είναι η επίλυση αστικών διαφορών που προκύπτουν από έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (π.χ. διαφορές από σύμβαση πώλησης μεταξύ των Α και Β), ακολουθώντας ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Οι αρχές της πολιτικής δίκης στον ΚΠολΔ περιέχονται στα άρθρα 106-116, σε ειδικά αφιερωμένο κεφάλαιο, που διαμορφώνει τον όλο χαρακτήρα της.

Ξεκινώντας με την ίσως βασικότερη αρχή της πολιτικής δικονομίας, η αρχή της διαθέσεως και συζητήσεως (α. 106 ΚΠολΔ) ορίζει ότι η πολιτική δίκη εκκινεί, εξελίσσεται και περατώνεται μόνο με πρωτοβουλία του διαδίκου (διαθετικό σύστημα), ο οποίος πρέπει να ασκήσει κάποιο αίτημα, π.χ. με αγωγή, ώστε το δικαστήριο να επιληφθεί της διαφοράς. Ποτέ ένα πολιτικό δικαστήριο δεν δρα αυτεπάγγελτα, σε αντίθεση με τα ποινικά δικαστήρια! Παράλληλα ορίζει ότι σκοπός της πολιτικής δίκης είναι η αναζήτηση της τυπικής αλήθειας, κι όχι της ουσιαστικής, εφόσον κατά τον νομοθέτη κανείς δεν είναι πιο κατάλληλος να παρουσιάσει τα κρίσιμα πραγματικά γεγονότα από τον ίδιο τον διάδικο-ιδιώτη.

Αυτό σημαίνει ότι η εξουσία του δικαστή είναι περιορισμένη να κρίνει μόνο τους πραγματικούς ισχυρισμούς και το αποδεικτικό υλικό, που έχουν εισφέρει οι διάδικοι (συζητητικό σύστημα). Με άλλα λόγια δεν λαμβάνει υπόψη μη προταθέντες ισχυρισμούς —ύστερα από δική του αναζήτηση— και δεν διατάσσει αποδείξεις για αυτούς, ούτε έχει τη δυνατότητα να εισφέρει δικές του ιδιωτικές γνώσεις, ακόμα κι αν αυτές τον οδηγούν σε διαφορετικό συμπέρασμα για την αλήθεια. Βέβαια η αρχή της συζητήσεως δεν σημαίνει ότι ο δικαστής δεσμεύεται από τον νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης από τους διαδίκους. Άρα, οι κανόνες δικαίου ελέγχονται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή.

Όψη της αρχής της διαθέσεως αποτελεί η αρχή της ενέργειας διαδικαστικών πράξεων με πρωτοβουλία των διαδικών (ΚΠολΔ 108), η οποία εκφράζει ότι η κίνηση και εξέλιξη της πολιτικής δίκης εξαρτάται αποκλειστικά από την επιμέλεια που δείχνουν οι διάδικοι για τη διενέργεια των απαραίτητων διαδικαστικών πράξεων.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Dmitriy

Προχωρώντας στην αρχή του φυσικού/νόμιμου δικαστή (ΚΠολΔ 109) —που μάλιστα κατοχυρώνεται και συνταγματικά (α. 8 Συντ.)— δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί από κανέναν ο δικαστής που του όρισε ο νόμος χωρίς τη θέληση του και αντίστοιχα το αρμόδιο δικαστήριο δεν μπορεί να μεταβιβάσει τη δικαιοδοσία του, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Συνεπώς, τόσο το αρμόδιο δικαστήριο δεν μπορεί να απαρνηθεί την αρμοδιότητα που του έχει αναθέσει ο νόμος, όσο και οι διάδικοι οφείλουν να ακολουθούν τους γενικούς κανόνες αρμοδιότητας των δικαστηρίων (αν και υπάρχει η δυνατότητα της παρέκκλισης μονο από την κατα τόπον αρμοδιότητα με συμφωνία και υπό προϋποθέσεις, α.42 ΚΠολΔ). Επίσης προκύπτει ότι απαγορεύεται με νόμο να μεταβληθεί αναδρομικά η αρμοδιότητα των δικαστηρίων.

Η αρχή της ισότητας των διαδίκων και της εκατέρωθεν ακρόασης (ΚΠολΔ 110) αποτελεί όψη της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας (α. 4 Συντ.) και του επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος έννομης προστασίας (α. 20 Συντ). Οι διάδικοι είναι ίσοι ενώπιον του δικαστηρίου, έχοντας τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Ειδικότερα, το δικαστήριο πρέπει να παρέχει τα ίδια δικονομικά δικαιώματα και στους δύο (π.χ. εάν δωσει προθεσμία στον Α διάδικο, πρέπει να δώσει και στον Β διάδικο), όπως εξάλλου ορίζουν οι ίδιοι οι δικονομικοί νόμοι που παρέχουν είτε ίδια είτε αντίστοιχα δικονομικά «όπλα» και στους δύο διαδικούς, δηλαδή δικαιώματα και ευχέρειες. Ο ρόλος του διαδίκου ως ενάγων ή εναγόμενος σε καμία περίπτωση δεν του εξασφαλίζει ευμενέστερη ή δυσμενέστερη δικονομική μεταχείριση.

Η αρχή της προδικασίας (ΚΠολΔ 111) δηλώνει την υποχρεωτικότητα τήρησης της προδικασίας για την διεξαγωγή της δίκης. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί η αίτηση ενός διαδίκου για παροχή δικαστικής προστασίας, ώστε να εκκινήσει η δίκη. Αντιθέτως πρέπει να έχει προηγηθεί η κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου, ο προσδιορισμός της ημέρας δικασίμου από τη γραμματεία, η επίδοση του δικογράφου στον αντίδικο, η κλήτευση του ίδιου στη δίκη για να εκφράσει τις απόψεις του και τέλος η διαβίβαση των δικογράφων στον δικαστή προς μελέτη. Όλα τα παραπάνω συνιστούν το στάδιο της προδικασίας! Η αρχή αυτή συμπληρώνεται από την αρχή της έλλειψης δημοσιότητας στην προδικασία (ΚΠολΔ 112), σύμφωνα με την οποία η προδικασία δεν είναι δημόσια διαδικασία και σε αυτή συμμετέχουν μόνο οι διάδικοι, οι τυχόν νόμιμοι αντιπρόσωποί τους και οι πληρεξούσιοί τους.

Η παραπάνω αρχή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων (ΚΠολΔ 113), που ισχύει για όλες τις συνεδριάσεις των πολιτικών δικαστηρίων. Έτσι, λοιπόν, αυτές είναι πάντα δημόσιες, εκτός αν αυτό αντίκειται στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, οπότε και η συζήτηση γίνεται κεκλεισμένων των θυρών (ΚΠολΔ 114). Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν σημαίνει ότι η διάσκεψη για έκδοση απόφασης δεν είναι μυστική. Η διάσκεψη εξακολουθεί να είναι μυστική, αλλά η απόφαση που εκδίδεται ανακοινώνεται δημόσια.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Clarisse Meyer

Βαίνοντας προς την αρχή της έγγραφης διαδικασίας (ΚΠολΔ 115 παρ.1), είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αποτελεί τον κανόνα για τη διαδικασία πριν τη δημόσια συνεδρίαση, διότι όλα τα αιτήματα, οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων υποβάλλονται υποχρεωτικά εγγράφως με δικόγραφο, που κατατίθεται στο δικαστήριο. Ωστόσο, στον πρώτο βαθμό κατά τη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο κυριαρχεί η προφορικότητα, βάσει της αρχής της προφορικότητας, που απαιτεί η διαδικασία να διεξαχθεί και προφορικά (ΚΠολΔ 115 παρ.2).

Τέλος, αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής δίκης είναι και η αρχή τήρησης των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, άρρηκτα συνδεδεμένη με το καθήκον αληθείας (ΚΠολΔ 116). Οι διάδικοι υποχρεούνται να μη διενεργούν πράξεις που παρακωλύουν την ομαλή διεξαγωγή της δίκης και οφείλουν να παρουσιάζουν τα πραγματικά γεγονότα όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σαφήνεια, σεβόμενοι τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη.

Όλες οι αρχές που εκτέθηκαν παραπάνω αντικατοπτρίζονται στις περισσότερες διατάξεις του ΚΠολΔ. Φυσικά συμπληρώνονται και από άλλες αρχές, είτε ειδικότερες που περιέχονται σε λοιπές διατάξεις του ΚΠολΔ είτε συνταγματικές. Με αυτές ενσαρκώνεται το όραμα και οι σκοποί του νομοθέτη για την πολιτική δίκη, την οποία επιθυμεί ευέλικτη, σύντομη και πάνω από όλα δίκαιη για αμφότερους τους διαδίκους. Πάντως, η πολιτική δίκη συνιστά επιλογή του ιδιώτη, δίχως την πρωτοβουλία του αυτή δεν υπάρχει.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 4η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρίνα Κισσούδη
Μαρίνα Κισσούδη
Είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Της αρέσει η αρθρογραφία και ασχολείται, κυρίως, με τους κλάδους του Ποινικού, του Δημοσίου και του Αστικού Δικαίου. Σκοπός της είναι μέσα από τα άρθρα της να βοηθήσει συμφοιτητές της, αλλά και πολίτες γενικότερα, να κατανοήσουν έννοιες του δικαίου που συναντάμε στην καθημερινότητα μας.