Του Δημήτρη Κυριαζή,
Η έννοια της κρίσης έχει οικειοποιηθεί από τον κόσμο που τις βιώνει. Αναμφίβολα, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι πλέον δεν αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα, αλλά τον ίδιο τον κανόνα. Διανύοντας μια περίοδο συνεχών κρίσεων που διαρρηγνύουν την κοινωνική ευρυθμία (σίγουρα την τελευταία δεκαπενταετία), η διαχείρισή τους αποτελεί μια συνήθη κατάσταση με την οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι πολιτικές ηγεσίες. Οι πολίτες με τη σειρά τους έχουν εξοικειωθεί –όσο θρασύ κι αν ακούγεται αυτό– με τα εν λόγω δεδομένα και σε κάποιον βαθμό υποδεικνύουν μια προσαρμοστικότητα, γεγονός που αποδεικνύεται από τη νομιμοποίηση –ηθική πρωτίστως– διάφορων ρυθμιστικών μέτρων που παίρνονται από τις Κυβερνήσεις.
Χωρίς να είναι απαραίτητη μια μεγάλη ιστορική αναδρομή, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα βίωσε και βιώνει μία σειρά από κρίσεις, ξεκινώντας με αυτήν του χρέους, με όλες τις συνεπαγωγές της (κρίση ρευστότητας, ανεργία, στεγαστική κρίση, πολιτική αστάθεια κ.λπ.). Ακολουθώντας στη συνέχεια μια υγειονομική, που μετέπειτα την αντικαθιστά η ενεργειακή-επισιτιστική, για να καταλήξουμε σήμερα στο κυρίαρχο αφήγημα της περιβαλλοντικής. Προφανώς, όλες οι κρίσεις λίγο πολύ βρίσκονται ακόμη σε ισχύ ορισμένης έντασης, μέχρι και ο Covid- 19 έχει μια έξαρση τον καιρό αυτόν, αλλά αυτό που παρατηρείται είναι, και καλό θα ήταν να εστιάσουμε την προσοχή μας, ότι το ενδιαφέρον μας μεταπηδά στην επόμενη κρίση, χωρίς να έχει ξεπεραστεί η προηγούμενη.
Το ενδιαφέρον είναι στραμμένο στο Mεσανατολικό, παραδείγματος χάρη, από τις 7 Οκτωβρίου, μπαίνοντας το Oυκρανικό την ίδια στιγμή σε δεύτερη μοίρα. Δύο πόλεμοι καίριας σημασίας, η έκβαση των οποίων θα κρίνει τους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων, στους οποίους η Ελλάδα έχει προσφέρει τις υπηρεσίες της, είτε μέσω της έμπρακτης υποστήριξης είτε στο επίπεδο της προπαγάνδας. Η κινητήριος δύναμη των πολιτικών δράσεων και ρήξεων αποτελεί η έκβαση του μετώπου στην Παλαιστίνη πλέον και όχι στην Ουκρανία. Με τέτοια ευκολία, επομένως, εναλλάσσεται το ενδιαφέρον από το ένα θέμα στο άλλο, δίχως να υφίσταται μια σταθερή και συγκροτημένη πολιτική κατεύθυνση. Κάθε γεγονός χρησιμοποιείται εργαλειακά προς ενίσχυση της εδραίωσης και επικράτησης ενός συγκεκριμένου αφηγήματος.
Συγχρόνως, τη στιγμή που γίνεται λόγος για ενεργειακά ελλείμματα και αρκετές χώρες της Ευρώπης έχουν λάβει μια σειρά από μέτρα εξοικονόμησης (Γερμανία καλή ώρα), έχουμε εισέλθει σε μια τροχιά ενεργειακής μετάβασης, η πραγμάτωση της οποίας είναι δυσβάσταχτη οικονομικώς. Κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι η στροφή αυτή αποτελεί την απάντηση στην ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης. Αν αυτά είναι τα αληθινά αίτια της πολιτικής αυτής κατεύθυνσης, τότε γιατί γίνεται τόσος ντόρος για την περιβαλλοντική συνείδηση που οφείλει να έχει κάθε πολίτης και για τις «πράσινες» ευαισθησίες; Η ιστορία του λιγνίτη στη χώρα μας αποτελεί τρανό παράδειγμα αυτού του οξύμωρου σχήματος. Πολίτες που αδυνατούν να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, οπότε η πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, είναι υποχρεωμένοι να υπομείνουν μια διαδικασία κλιματικής ρυπαντικής αποσυμφόρησης. Πόσο εύκολα μεταπήδησε η προσοχή των κυρίαρχων κατευθύνσεων από την οικονομική επισφάλεια του 2010 και έπειτα στην περιβαλλοντική ουδετερότητα;
Στο ίδιο μήκος κύματος, τη στιγμή που η διασπορά του κορωνοϊού ήταν προϊόν της ατομικής ανευθυνότητας και άρα, η χαλιναγώγησή του έγκειται στην ευθύνη του ατόμου, βρίσκουμε ένα κράτος με αυξημένες ρυθμιστικές αρμοδιότητες και μια Kυβέρνηση αυξημένων εκτελεστικών ρόλων. Τέτοια σχήματα παράδοξα γεννούν την απορία το κατά πόσο οι κρίσεις αυτές αποτελούν πραγματικά ένα επίδικο για τον ίδιο τον πολίτη και όχι ένα επίδικο για τον ίδιο τον κυρίαρχο (όποιος κι αν είναι αυτός).
Ένα κράτος που, αν λάβουμε υπόψη την κατάρρευση του συστήματος υγείας, το οποίο θα περίμενε κανείς να ενισχυθεί τη δεδομένη χρονική στιγμή, ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τον περιορισμό των ελευθεριών και, κατά συνέπεια, για τον έλεγχο ολοκληρωτικής φύσης, τόσο των πεποιθήσεων όσο και των κινήσεων των πολιτών, δεδομένου ότι ο ανεμβολίαστος, ο «χωρίς μήνυμα» εξοδούχος και ο συνευρισκόμενος με τους συγγενείς του παραβατικός γνώρισαν κυρώσεις και απονομιμοποιήθηκε ο κοινωνικός και πολιτικός τους ρόλος, αντιμετωπίζοντάς τους ως απειλή. Αν η υγεία ήταν το διακύβευμα, όλοι οι φορείς θα χρωματίζονταν διαφορετικά και όχι με αυτές του κατασταλτικού χαρακτήρα αποχρώσεις. Αυτό που διαφάνηκε ήταν πως η υγεία των πολιτών, ίσως, να μην μπήκε ποτέ στο κάδρο των ζητημάτων ζωής ή θανάτου.
Ίσως και να ήταν ανούσιο, σχετικά με τα παραδείγματα αυτά, να αναλωθούμε σε μια συζήτηση που θέλει το κάθε κόμμα και πολιτικό μηχανισμό, καλύτερο διαχειριστή των κρίσεων αυτών. Αρκεί απλά να κρίνουμε εκ του αποτελέσματος τις πολιτικές ΠΑΣΟΚ και ΝΔ που οδήγησαν με τη σειρά τους τη χώρα να βυθιστεί στα χρέη και έναν ΣΥΡΙΖΑ που αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων. Αν κάτι πρέπει να μας μείνει από τα εν λόγω ενδεικτικά παραδείγματα είναι ότι ο τρόπος διαχείρισης των κρίσεων δεν επιδιώκει το όφελος του απλού πολίτη.
Όταν τα τραπεζικά συστήματα είναι “too big to fail” και χρειάζονται αναπόφευκτα ένα σωτήρα να παρέμβει, όταν τα υγειονομικά μέτρα αφορούν μόνο κατ’ επίφαση τη διασφάλιση της υγείας και ο πολίτης κυκλώνεται ολοκληρωτικά από μια σειρά μηχανισμών που τον ποδηγετούν και παγιδεύεται σε μια φενάκη «ελεύθερης» βούλησης, τότε το ζητούμενο είναι κάτι άλλο. Ακόμα και τα περιβαλλοντικά θέματα ήρθαν στο προσκήνιο πριν λυθούν τα ενεργειακά ελλείμματα και η οικονομική επισφάλεια. Αυτή η σύγχυση των προτεραιοτήτων που τίθενται καλό θα ήταν να μας τρομάζει και να μας κατευθύνει στο συμπέρασμα ότι έχει πλέον κανονικοποιηθεί η ρευστή αυτή κατάσταση κάθε έκφανσης και πτυχής.
Νέες κρίσεις ξεπροβάλλουν όχι ως πρόβλημα, αλλά ως λύση απέναντι σε πολιτικές κατευθύνσεις που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν, τουλάχιστον όχι με την ίδια ευκολία. Έτσι, χρειάστηκε μια υγειονομική κρίση για να εισέλθουν όλοι οι πολίτες στο πολύ δύσκολο δίλημμα «ή συμβιβάζομαι με το κυρίαρχο αφήγημα ή χάνω τη δουλειά μου», χρειάστηκε μια ενεργειακή κρίση για να δοθεί η «απάντηση» με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χρειάστηκε μια οικονομική κρίση για να σωθούν απροκάλυπτα οι τράπεζες και ο «επιλεκτικός» παρεμβατισμός να είναι θεμιτός. Βρισκόμαστε στο σημείο όπου οι έκτακτες αυτές καταστάσεις, ή αλλιώς με όρους Αγκάμπεν καταστάσεις «εξαίρεσης» να αποτελούν μια κανονικότητα. Η διαχείριση των κρίσεων αυτών έχει αναλάβει τον ρόλο του κυρίαρχου παραδείγματος πολιτικής διάρθρωσης, στην αναγκαιότητα της οποίας παρατηρείται να λαμβάνονται μέτρα και σταθμά που αν μη τι άλλο νομιμοποιούνται από τις εν λόγω κρίσεις.
Και αυτό ας μην το εκλάβουμε σαν αδυναμία του συστήματος να διαχειριστεί τις κρίσεις, αλλά τις κρίσεις ως παθογένεια του ίδιου του οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού –ως ένα να τα θεωρήσουμε αυτά– συστήματος που ριζώνει στα ίδια του τα θεμέλια, τα οποία επιζητούν την κατεδάφισή τους. Η εξαίρεση έχει γίνει πλέον κανόνας…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Giorgio Agamben ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ. Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα. Αθήνα: 2018 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ