Του Φωκίωνα Δανιηλίδη,
Στη βυζαντινή ιστορία υπάρχουν άπειρα παραδείγματα αυτοκρατόρων που ήταν, παράλληλα, ικανότατοι στρατηγοί. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Μαυρίκιος, ο Βασίλιος ο Βουλγαροκτόνος, είναι μονάχα μερικές από τις σπουδαιότερες μορφές που ανήκουν στην συγκεκριμένη κατηγορία. Το ίδιο, ωστόσο, δεν ίσχυε για όλους τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Ιδιαίτερα κατά την πρώιμη εποχή της Αυτοκρατορίας, υπήρξε μία μακρά περίοδος μεταξύ της βασιλείας του Θεοδόσιου Α’ και εκείνης του Ηράκλειου, στην οποία σχεδόν κανένας αυτοκράτορας δεν ηγήθηκε προσωπικά του στρατού του. Κύριο παράδειγμα αποτελεί ο Ιουστινιανός, ο οποίος, μολονότι από τις πιο γνωστές προσωπικότητες του Βυζαντίου, ήταν γνωστός για το νομοθετικό και αρχιτεκτονικό του έργο.
Παρ’ όλα αυτά, επί της βασιλείας του έλαβε χώρα η βυζαντινή reconquista, στα πλαίσια της οποίας η Αυτοκρατορία κατέλαβε ολοκληρωτικά την βόρεια Αφρική και την Ιταλική χερσόνησο, ενώ απέσπασε και μερικές σημαντικές νίκες στην σημερινή Ισπανία. Ο Ιουστινιανός, αν και ανίκανος στο πεδίο της μάχης, είχε μεγαλεπήβολα σχέδια και κατανοούσε πως, για να τα πραγματοποιήσει, ήταν αναγκαίο να αναλάβει κάποιος ικανότερος από αυτόν τις εκστρατείες. Ως εκ τούτου, ανέθεσε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σε πιστούς του στρατηγούς, εκ των οποίων ο σημαντικότερος ήταν ο Φλάβιος Βελισάριος.
Ο Φλάβιος Βελισάριος γεννήθηκε το 505 μ.Χ., σε μία μικρή πόλη της Θράκης. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή του πριν καταταχθεί ως αξιωματούχος στην προσωπική φρουρά του Ιουστινιανού, ο οποίος δεν ήταν ακόμη αυτοκράτορας, καθώς εκείνη την περίοδο κυβερνούσε ο Ιουστίνος Α’. Οι ευνοϊκές σχέσεις που διατηρούσε με την αυτοκρατορική οικογένεια, οδήγησαν στην αστραπιαία του άνοδο στην στρατιωτική ιεραρχία, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Μέχρι την εισβολή των Περσών στα ανατολικά σύνορα το 528, συμμετείχε μονάχα σε επιδρομές, στις οποίες, ωστόσο, κατάφερε να αποδείξει έμπρακτα την αξία του, καθώς όλες κατέληξαν με επιτυχία.
Αυτός ήταν ο λόγος που, όταν ο Πέρσης βασιλιάς Καβάντ Α’ ξεκίνησε να κινείται πολεμικά κατά του Βυζαντίου. Ο Βελισάριος αποφασίστηκε πως ήταν ο κατάλληλος άνδρας για να τον αντιμετωπίσει. Το 529 διορίστηκε στρατηλάτης της Ανατολής και, ως εκ τούτου, ήταν υπεύθυνος για τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Σασσανιδών. Αν και η πρώτη του σύρραξη μαζί τους που έλαβε χώρα το 527, κατέληξε σε ήττα, τελικά αυτή αποδείχθηκε αναγκαία για τον Βελισάριο. Έχοντας παρατηρήσει τις πολεμικές τακτικές των αντιπάλων του, μπόρεσε να στρέψει το μέγεθος του στρατού τους εναντίον τους.
Στην επόμενη μάχη, το 530, φρόντισε η σύγκρουση να γίνει σε περιοχή στην οποία είχε διατάξει να σκαφθούν τάφροι που θα προστάτευαν τον στρατό του και δεν θα επέτρεπαν στους Πέρσες να κινηθούν ελεύθερα στο πεδίο της μάχης. Ο Βελισάριος κατάφερε να αποδυναμώσει σταδιακά τον αντίπαλο στρατό, ο οποίος ήταν αριθμητικά διπλάσιος από τον δικό του, διατάσσοντας ψευδείς υποχωρήσεις και, στην συνέχεια, περικυκλώνοντας τα περσικά στρατεύματα. Στο τέλος της μάχης, ήταν φανερό πως οι εναπομείναντες στρατιώτες δεν επαρκούσαν για να εξασφαλίσουν την νίκη των Σασσανιδών και ο Πέρσης στρατηγός διέταξε υποχώρηση, κατά την διάρκεια της οποίας, ο Βελισάριος συνέχισε την καταδίωξη, καταλήγοντας να σκοτώσει χιλιάδες.
Είχαν περάσει δεκαετίες από την τελευταία φορά που οι Σασσανίδες υπέστησαν μία τόσο σημαντική ήττα στα χέρια του Βυζαντίου και ο Ιουστινιανός, ο οποίος, πλέον, είχε ανέβει στον θρόνο, αναγνώρισε την αξία του στρατηγού. Μετά την στάση του Νίκα, ο Αυτοκράτορας αποφάσισε πως ήταν αναγκαίο για αυτόν να αποκαταστήσει την φήμη του, ανακαταλαμβάνοντας την χαμένη επικράτεια της Αυτοκρατορίας στην δυτική Μεσόγειο, η οποίο βρισκόταν για περισσότερο από μισό αιώνα υπό γερμανική κατοχή. Οι Βυζαντινοί, αν και πολιτισμικά είχαν ήδη αρχίσει να αποστασιοποιούνται σε υπολογίσιμο βαθμό από την αρχαία Ρώμη, συνέχιζαν να θεωρούνται οι συνεχιστές της αυτοκρατορίας που είχε ιδρύσει ο Αύγουστος. Ουσιαστικά, ο Ιουστινιανός σκόπευε να επαναφέρει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα σύνορα που διατηρούσε κατά την αρχαιότητα. Μετά από την επιτυχία του στα ανατολικά σύνορα, ήταν φανερό πως ο Βελισάριος ήταν ο μοναδικός άνδρας που θα μπορούσε να αναλάβει την ολοκλήρωση ενός τόσο μεγαλεπήβολου έργου.
Το 530, ο Βάνδαλος βασιλιάς της Καρχηδόνας, ο Χιλδέριχος, με τον οποίο ο Ιουστινιανός διατηρούσε ευνοϊκές σχέσεις, ανατράπηκε από τον ξάδελφό του, τον Γελίμερο. Πλέον, ο Αυτοκράτορας είχε την ευκαιρία να κηρύξει εκδικητικό πόλεμο, του οποίου την ηγεσία ανέθεσε στον Βελισάριο. Το 533, ο στρατηγός απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη με περίπου 20.000 άνδρες και τον Ιούνιο του ίδιου έτους, έφτασε στα παράλια της βόρειας Αφρικής. Ο Βελισάριος δεν επέλεξε τυχαία να ξεκινήσει τον πόλεμο την συγκεκριμένη εποχή. Ήταν φανερό πως οι στρατιώτες που είχε στην διάθεσή του, δεν επαρκούσαν για να αντιμετωπίσουν ολόκληρο τον στρατό των Βανδάλων. Ως εκ τούτου, επέλεξε να αναλάβει δράση, μονάχα όταν έμαθε πως πολλοί Βάνδαλοι στρατιώτες και οι σύμμαχοί τους, είχαν μεταφερθεί μακριά από την πρωτεύουσα του βασιλείου, την Καρχηδόνα, για να αντιμετωπίσουν τους στασιαστές που είχαν ξεσηκωθεί κατά του Γελίμερου.
Τις πρώτες μέρες της εκστρατείας, ο Βελισάριος δεν αντιμετώπισε σχεδόν καμία αντίσταση από τους ντόπιους. Αντιθέτως, πολλά οχυρά άνοιξαν ειρηνικά τις πύλες τους και αποδέχθηκαν τους στρατιώτες, προφέροντας μάλιστα και προμήθειες, είτε εξαιτίας της εύνοιάς τους προς τους Βυζαντινούς, είτε από φόβο, καθώς οι στρατηγός διέταξε τα στρατεύματά του να κινούνται οργανωμένα και σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, καταλήγοντας ο αριθμός τους να φαίνεται μεγαλύτερος απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Προκόπιος (1914), The history of the wars (μτφρ. H. R. Dewing), Νέα Υόρκη, εκδ. Harvard University Press
- Προκόπιος (2010), Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία (μτφρ. Σίδερη Αλόη), Αθήνα, εκδ. Άργα
- Αλέξιος Σαββίδης (2011), Ιστορία του Βυζαντίου: 284-717 με αποσπάσματα από τις πηγές (τόμος Α’), Αθήνα, εκδ. Πατάκη
- Νικόλαος Νικολούδης (2004), Η Βυζαντινή Μικρά Ασία: Ακμή και Παρακμή (330-1461), Αθήνα, εκδ. Ιωλκός
- Ian Hughes (2009), Belisarius: The last Roman general, Yardley, εκδ. Westholme Publishing
- James Allan Stewart Evans (1996), The age of Justinian: Circusmstances of Imperial Power, Νέα Υόρκη, εκδ. Routledge
- John Julius Norwich (2011), Mare Nostrum: Μία ιστορία της Μεσογείου (μτφρ. Νικολάου Ευγενία), Αθήνα, εκδ. Γκοβόστη.
- Geoffrey Greatrex (2003), The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars Part II AD 363-630, Νέα Υόρκη, εκδ. Routledge