Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Το περιστατικό δεν είναι η πρώτη φορά που λαμβάνει χώρα: Ένα διεθνές μέσο ενημέρωσης δημοσιεύει ένα επικριτικό (για κάποιους συκοφαντικό) άρθρο για τη χώρα, το οποίο έχει γράψει ένας Έλληνας συνεργάτης του. Τα δημοσιεύματα κρίνουν και κρίνονται. Πέραν τούτου όμως, το συγκεκριμένο άρθρο μάς δίνει την αφορμή να εντοπίσουμε ένα κοινό μοτίβο, μιας γενικότερης λογικής που διέπει τα των παρεμβάσεων ξένων ΜΜΕ για τα εσωτερικά ζητήματα της χώρας μας.
Καταρχάς, είναι εκ προοιμίου εσφαλμένο να κρίνουμε ένα πόνημα, όπως το ανωτέρω, με την προκατάληψη που, ως έναν βαθμό, εύλογα προκαλεί η πολιτική ταυτότητα του συγγραφέα του. Το ότι η υπογράφουσα το συγκεκριμένο θέμα στο POLITICO φαίνεται να ανήκει τον χώρο της Αριστεράς και να έχει συνδεθεί, κατά κάποιον τρόπο, κι επαγγελματικά με την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί απόδειξη παραβίασης δεοντολογικών κανόνων της δημοσιογραφίας. Οφείλουμε να εισέλθουμε στο περιεχόμενο του άρθρου. Κι εδώ διαπιστώνουμε μία, αν μη τι άλλο, προβληματική προσέγγιση.
Ας ξεκαθαριστεί, καταρχάς, ότι η διακυβέρνηση Μητσοτάκη και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει του Θεσμούς αποτελεί διαφορετικό πεδίο από τη γενική και σταθερή προσέγγιση της Δικαιοσύνης από τη συνταγματική σκοπιά, ως πυλώνα, δηλαδή, του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι σαφές ότι και οι κρίνοντες κρίνονται ειδικώς επί υποθέσεων βαρύνουσας κοινωνικής σημασίας. Πλην, όμως, διαφέρει η καθόλα θεμιτή διατύπωση κρίσεως για τις κοινωνικές προεκτάσεις μια δικαστικής αποφάσεως ή του όλου χειρισμού μιας υποθέσεως, με τη διατύπωση κρίσεων επί ζητημάτων, η φύση των οποίων επιβάλλει να αναλύονται μόνο από φέροντες την επιστημονική ιδιότητα του νομικού επιστήμονα και την επαγγελματική ιδιότητα του δικαστικού ή του δικηγόρου. Δικονομικές πράξεις ή δικαστικές αποφάσεις δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με λογικές «ποινικού λαϊκισμού». Απαιτείται σοβαρότητα για την ανάδειξη νομικών σφαλμάτων ή ακόμα και παρανομιών. Όχι εντυπωσιοθηρίας που, τελικά, υπηρετεί αυτό που υποτίθεται ότι αναδεικνύει ως πρόβλημα, εν προκειμένω τη μείωση της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στη Δικαιοσύνη.
Μπορεί, πράγματι, να συνέβησαν όλα ή κάποια από αυτά που γράφονται στο εν λόγω άρθρο. Ενδεχομένως, όντως «μάρτυρες μπλοκαρίστηκαν, τα νομικά έγγραφα αγνοήθηκαν και τα θύματα παραγκωνίστηκαν». Αυτό, όμως, αποδεικνύεται με νομικά επιχειρήματα; Το ότι «Η Κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, απέρριψε τη δικογραφία της ευρωπαϊκής εισαγγελίας που ζητούσε δράση κατά δύο πρώην υπουργών Μεταφορών στην υπόθεση των Τεμπών» δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι η ευρωπαϊκή εισαγγελία είχε δίκιο, ούτε φυσικά και το αντίθετο. Απαιτείται νομική τεκμηρίωση.
Στην περίπτωση του σκανδάλου υποκλοπών το ότι «Δύο χρόνια αργότερα, οι δικαστικές αρχές απάλλαξαν όλους τους κρατικούς αξιωματούχους και τις κρατικές υπηρεσίες από αδικήματα» δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι η κρίση της Δικαιοσύνης ήταν εσφαλμένη. Πρέπει να υπάρξει επιστημονικός σχολιασμός της απόφασης και ουχί καφενειακός. Το ότι, στην περίπτωση του ναυαγίου της Πύλου, «Ένα χρόνο μετά, οι διεθνείς οργανισμοί σημειώνουν ότι ο ρόλος των ελληνικών αρχών δεν έχει ακόμη διερευνηθεί σωστά», από μόνο του δεν αποκαλύπτει ότι υπάρχει προσπάθεια συγκάλυψης. Ποιά είναι τα στοιχεία που επικαλούνται αυτοί οι διεθνείς οργανισμοί;
Ακόμα, όμως, και στο πεδίο του κοινωνικού αντικτύπου ενεργειών των οργάνων της Δικαιοσύνης ή της Δημόσιας Διοίκησης ακόμη, η σκόπιμη διαστρέβλωση ή απόκρυψη γεγονότων, όπως και η επιλεκτική επίκληση απόψεων που υπηρετούν μια συγκεκριμένη θέση, είναι δεοντολογικά προβληματικές επιλογές. Η μεταφορά της άποψης ότι το ελληνικό κράτος αντιμετωπίζει τους δημοσιογράφους σαν «εθνικό κίνδυνο και τους παρακολουθεί με κάθε διαθέσιμη μέθοδο μόνο και μόνο για να κάνουν τη δουλειά τους», δεν υπηρετεί προφανώς την ανάγκη διαλεύκανσης της υπόθεσης και προστασίας της ελευθερίας του Τύπου, αλλά την εντυπωσιοθηρία διά της δημοκρατικά επικίνδυνης τακτικής της γενίκευσης.
Σε τελική ανάλυση, υπάρχουν συγκεκριμένοι ορισμοί για την έννοια του «εθνικού κινδύνου», που δικαιολογεί την παρακολούθηση κάποιου προσώπου και θεσμικές εγγυήσεις για το σύννομο αυτής, τουλάχιστον ως προς το τυπικό του μέρος. Όπως επίσης, στο πλαίσιο προσπάθειας πρόκλησης συγκίνησης υπέρ των επιζώντων του ναυαγίου στην Πύλου κι απέχθειας προς τις ελληνικές Αρχές, παραλείπεται να αναφερθεί ότι το ατύχημα συνέβη σε διεθνή χωρικά ύδατα, το αλιευτικό σκάφος ήταν παρανόμως υπερφορτωμένο με ανθρώπους απροσδιορίστου αριθμού με προορισμό την Ιταλία και στόχο την παράνομη είσοδο σε αυτήν. Οι δε επιβαίνοντες αρνήθηκαν κατ’ επανάληψη της βοήθεια των ελληνικών αρχών που τους προσφέρθηκε πριν το τραγικό συμβάν.
Δεν υπηρετείται, λοιπόν, με ένα τέτοιο δημοσίευμα η όντως επιτακτική ανάγκη να διερευνηθούν ακόμη βαθύτερα και αξιόπιστα οι συγκεκριμένες, όντως κορυφαίες υποθέσεις, ούτε φυσικά υφίσταται κάποια εμβάθυνση του κομβικού ζητήματος της κρίσης εμπιστοσύνης που διέπει τις σχέσεις κοινωνίας και Δικαιοσύνης. Δεν υπηρετείται καν η στόχευση αντιπολιτευτικού πλήγματος στην Κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν αυτός ήταν ο στόχος της υπογράφουσας του άρθρου. Αναμασώνται ήδη γνωστές αναφορές στην υπόθεση, συνοδευόμενες από εξάρσεις επικλήσεως στο συναίσθημα και ισοπέδωσης αριστερίστικης αισθητικής. Το αν ο Μητσοτάκης σέβεται και τιμά τους θεσμούς, όπως η θέση του επιβάλλει, μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος εύκολα με τη διαπίστωση ενός στοιχειωδώς σοβαρού παρατηρητή να είναι προφανώς αρνητική, απόρροια πολλών παραδειγμάτων. Ο τονισμός της συμβολικής και πρακτικής ασέβειας έναντι Θεσμών, όμως, τεκμηριώνεται με βάση επιχειρήματα. Όχι με την επίδειξη παρομοίου ασέβειας.
Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί και ο συμπλεγματικός τρόπος που η πλειοψηφία των παραγόντων του ημετέρου δημοσίου βίου προσεγγίζει τις διάφορες αρνητικές αναφορές του αλλοδαπού Τύπου στη χώρα μας. Η εκάστοτε Κυβέρνηση ρίχνει μονίμως το φταίξιμο σε σκοτεινά συμφέροντα. Πράγματι, ορισμένες φορές υφίστανται και κατευθυνόμενα δημοσιεύματα από συγκεκριμένα κέντρα, πλην όμως η μόνιμη επίκλησή τους έχει καταντήσει γελοία. Όπως, επίσης, και η μόνιμη κατηγορία έναντι όσων Ελλήνων αρθρογραφούν αρνητικά για την Ελλάδα σε ξένα Μέσα, περί κατασυκοφάντησης της χώρας. Όχι ότι δεν έχει συμβεί κι αυτό, αλλά σίγουρα διαφέρει μια τεκμηριωμένη διαπίστωση του φαινομένου από μια ιλαροτραγική αναβίωση της μετεμφυλιακής «εθνικοφροσύνης» έναντι του «από Βορρά κινδύνου των ΕΑΜοβουλγάρων».
Η αντιπολίτεύση, πάλι, σπεύδει να υιοθετήσει κάθε τέτοιο δημοσίευμα, κάνοντας σημαία τον «διεθνή διασυρμό της χώρας». Υπάρχει, βεβαίως, και η φαιδρή κατηγορία δημοσιολογούντων: Είναι οι σοσιαλ-φιλελε, «ευρωπαϊστές», «διαφωτισμένοι» που έχουν για ευαγγέλιο τον διεθνή συστημικό Τύπο και φρίττουν που οι «καθυστερημένοι» συμπατριώτες τους τους εκθέτουν στα μάτια της διεθνούς «προοδευτικής» κοινής γνώμης και των «πεφωτισμένων» ελίτ της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ξεσάλωσαν την περίοδο που η Ελλάδα αντιμετώπισε επιτυχώς την υβριδική επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον της η Τουρκία, διά της προώθησης χιλιάδων παρανόμων μεταναστών στα βορειοανατολικά μας σύνορα και την απόπειρα των τελευταίων να εισβάλλουν μαζικά.
Εξαπέλυαν μύδρους κατά του «ελληνικού ορμπανισμού», κραδαίνοντας το ρεπορτάζ των New York Times σχετικά με τις δήθεν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα του Έβρου εκ μέρους των ελληνικών δυνάμεων. Το ότι οι ίδιοι οι ΝΥΤ αναγκάστηκαν να ζητήσουν συγγνώμη για το ψευδές και συκοφαντικό τους δημοσίευμα διόλου πτόησε την ημετέρα ιντελιγκέντσια που θυμήθηκε και πάλι ότι «η Ελλάδα δεν γνώρισε Διαφωτισμό». Ούτε καν αυτοί οι δήθεν κοσμοπολίτες , που σουλατσάρουν στα Εσπερίας, φορώντας στο ένα πόδι τους λουστρίνι και στο άλλο παπούτσι, για να θυμηθούμε και τον Γεώργιο Σουρή, συνυπολόγισαν ότι ο Δυτικός «προοδευτικός» Τύπος, σήμερα, προσομοιάζει στην Αυγή του Τσίπρα…
Η Δικαιοσύνη, τόσο ως θεωρητική έννοια όσο και ως Θεσμός, αποτελεί βασικό πυλώνα της Δημοκρατίας και της εν γένει κοινωνικής συνύπαρξης. Ένας πολιτικός που είναι πραγματικός πατριώτης οφείλει πρωτίστως να εργάζεται για την υπεράσπιση και την ενίσχυση των Θεσμών που πρέπει να εξασφαλίσουν ότι δεν θα (ξανα)φτάσουμε σε σημείο όπου Έλληνες θα προσπαθούν να ξεπαστρέψουν Έλληνες, όσες διαφορές κι αν τους χωρίζουν. Σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε έρμαιο στην ανεπάρκεια και στη μειονεξία του καθενός…