Του Γιώργου Αργυρόπουλου,
Η ιστορία της μοναρχίας στην Ελλάδα χρονολογείται λίγο μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους (1832) μέχρι τη χρονιά της μεταπολίτευσης (1974), ενάμιση αιώνα σχεδόν, όπου οι δύο βασιλικοί οίκοι που ηγεμόνευσαν τη χώρα μας αυτά τα χρόνια τάραξαν τα ήδη «άγρια» νερά της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να αναφερθεί στις βασιλικές παρεμβάσεις στην ελληνική πολιτική σκηνή ξεκινώντας απ’ το 1832 και καταλήγοντας στο 1974. Το άρθρο για ευνόητους λόγους θα χωριστεί σε δύο μέρη. Στο Α’ μέρος θα πραγματευτούμε τα βασιλικά πεπραγμένα της περιόδου 1832-1935, ενώ στο δεύτερο μέρος θα παρουσιάσουμε την εν Ελλάδι βασιλική περίοδο από την κατοχή έως τη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Γυρνάμε στα 1832, δύο έτη απ’ τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους και ένα χρόνο από τη δολοφονία Καποδίστρια, όπου οι προστάτιδες δυνάμεις καταλαβαίνουν πως πρέπει να «βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα» στην ελληνική περίπτωση, διότι οι γηγενείς θα «βγάλουν μόνοι τους τα μάτια τους». Έτσι, στα 1832 έρχεται στην Ελλάδα ο Βαυαρός Όθωνας του οίκου των Βίττελσμπαχ, ο οποίος θα κυβερνήσει επί της ουσίας λίγο αργότερα, αφού έφτασε ανήλικος στην χώρα μας, συνοδευόμενος από μια Αντιβασιλεία. Στην αναπτυγμένη Δύση, την οποία διακαώς ήθελε να ακολουθήσει η Ελλάδα, βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου οι βασιλείς αρχίζουν να τοποθετούνται στην οπισθοφυλακή της κρατικής διοίκησης, δίνοντας τη θέση τους σε φιλελεύθερες δημοκρατίες αστικού τύπου. Η χώρα μας ούσα ανέκαθεν καθυστερημένη σε σχέση με τα κράτη που επιθυμούσε να ακολουθήσει, εγκαθιδρύει αρχικά Απόλυτη Μοναρχία και μετά το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 Συνταγματική Μοναρχία. Στην ουσία βαδίζει στον αυταρχικό κι αντιδημοκρατικό δρόμο, ο οποίος θα διακοπεί το 1974, αφήνοντας βέβαια ψήγματα(;) και στη (νέο)φιλελεύθερη δημοκρατία που βιώνουμε έκτοτε.
Επιστρέφοντας στην Οθωνική περίοδο, διαπιστώνουμε πως από εκείνο το διάστημα εισάγεται στην Ελλάδα το γραφειοκρατικό καθεστώς εκ Βαυαρίας, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Είναι ίσως μαζί με το Σύνταγμα του 1843 οι πιο φιλελεύθερες παραχωρήσεις του Όθωνα, σε μια κατά γενική ομολογία αυταρχική βασιλεία του. Η κατάσταση της χώρας όπως λίγο-πολύ γνωρίζουμε ήταν απελπιστική, τα οικονομικά βρίσκονταν στο ναδίρ, όπως και το βιοτικό επίπεδο, η αγροτική γη δεν είχε αναδιανεμηθεί, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είχε εκσυγχρονιστεί, ενώ η τοκογλυφία άνθιζε. Επιπλέον, η Ελλάδα «κουβαλούσε στην πλάτη της» τα δάνεια των προηγουμένων ετών. Προκειμένου να καταφέρει να κοντρολάρει το εξωτερικό της χρέος, ο Όθωνας προέβη σε δραστικές περικοπές σε μισθούς και παροχές, ξεσηκώνοντας το πλήθος. Εν ολίγοις, έτσι φτάσαμε στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου, το οποίο λόγω του χαρακτήρα του δεν κατέληξε σε κοινωνική επανάσταση και τους καρπούς του ουσιαστικά καπηλεύθηκαν αρκετές σκοτεινές προσωπικότητες σαν τον γνωστό Μακρυγιάννη. Εν τέλει, ο Όθωνας παρέθεσε Σύνταγμα και το πολίτευμα μετατράπηκε σε Συνταγματική Μοναρχία. Τα υπόλοιπα 19 χρόνια βασιλείας του, συνέχισε να κυβερνά με τον ίδιο αυταρχικό τρόπο και με υποχείριά του τις πολιτικές φιγούρες του τόπου, ώσπου έφτασε σε σημείο να μην μπορεί να εκτονώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Οι ξένες δυνάμεις επιθυμώντας να αποσυμπιέσουν την κατάσταση αντικατέστησαν τον Όθωνα, με τον Γεώργιο Α’, του «αγαπημένου» μας οίκου των Γλύξμπουργκ.
Ο νέος βασιλιάς της Ελλάδας έλαβε ως δώρο από τους Βρετανούς τα Επτάνησα και μαζί με το νέο Σύνταγμα του 1864 που μετέτρεψε το πολίτευμα της χώρας σε Βασιλευομένη Δημοκρατία, έβαλε τα θεμέλια μιας πολυετούς βασιλείας του. Κατά τη διάρκεια της θητείας του συνέβησαν στην Ελλάδα τα σημαντικότερα γεγονότα του 19ου αιώνα, μετά από την επανάσταση του 1821 και τα συμπαρομαρτούντα της φυσικά, ενώ και τα πρώτα 13 χρόνια του 20ου αιώνα που πρόλαβε να ζήσει ήταν εξίσου έντονα. Επιγραμματικά επί βασιλείας Γεώργιου Α’ εμφανίστηκαν στην ελληνική πολιτική σκηνή οι 2 κορυφαίοι αστοί πολιτικοί του τόπου, ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Τη δεκαετία του 1870 εμφανίστηκε η αρχή της δεδηλωμένης και στον ελληνικό χώρο, αφού ως τότε οι βασιλείς διόριζαν κυβερνήσεις της αρεσκείας τους με την πολιτική ασυδοσία να βρίσκεται στα ύψη. Την περίοδο του Γεωργίου Α’, επίσης, είχαμε δύο Κρητικές επαναστάσεις (1866-1869 αποτυχημένη) και τη γνωστότερη του 1896-1897 που οδήγησε στην αυτονομία του νησιού. Επιπλέον, το 1864 και το 1881 προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα τα Επτάνησα και η Θεσσαλία, ενώ μέσω των Βαλκανικών πολέμων (1912-13) συνδέθηκαν με την χώρα μας η Κρήτη, η Ήπειρος, η Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου, πλην των Δωδεκανήσων (1948). Στα μελανά σημεία της βασιλείας του, σίγουρα ήταν ο ατυχής Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, που επέβαλλε στην Ελλάδα υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις προς τη γείτονα χώρα και διεθνή οικονομικό έλεγχο, αλλά και το κίνημα στο Γουδί που ουσιαστικά θα οδηγούσε στην έκπτωσή του, αν δεν εμφανιζόταν εκ Κρήτης ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Σε γενικές γραμμές η θητεία του Γεώργιου Α’ κρίνεται θετική, παρά τα γνωστά αυταρχικά και αντιδημοκρατικά στοιχεία οιασδήποτε μοναρχίας, συγκρίσει ειδικά με των λοιπών βασιλέων. Για την ιστορία δολοφονήθηκε στις 5 Μαρτίου του 1913, λίγο πριν συμπληρώσει 50 χρόνια βασιλείας στην Ελλάδα(!).
Ως τώρα δεν έχουμε αναφερθεί καθόλου στη Μεγάλη Ιδέα, την οποία εξέφρασαν κι όλοι οι βασιλείς της Ελλάδας μέχρι την κατάρριψή της στα 1922. Η Μεγάλη Ιδέα ουσιαστικά ήταν μια ιμπεριαλιστική επεκτατική πολιτική που είχε ως στόχο την διεύρυνση των συνόρων του ελληνικού κράτους. Οι προσαρτήσεις του 19ου αιώνα, οι Βαλκανικοί κι ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος «άνοιξαν την όρεξη» στους ιθύνοντες της ελληνικής πολιτικής σκηνής για εκ νέου επεκτατισμό. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Κωνσταντίνος Α’ έμεινε γνωστός για τον Εθνικό Διχασμό, όπου δεν άφησε τον νόμιμα εκλεγμένο πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο να αποφασίσει για τη θέση της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη βασιλική εμπλοκή στα πολιτικά και στρατιωτικά θέματα του 20ου αιώνα, μαζί φυσικά με την αποστασία του 1965. Για την ιστορία ο Βενιζέλος δημιούργησε την κυβέρνηση εθνικής άμυνας στη Θεσσαλονίκη και έθεσε, έστω και προς το τέλος, τη χώρα στο πλευρό της νικήτριας Αντάντ, λαμβάνοντας αρκετά, αλλά πρόσκαιρα όπως απεδείχθη, κέρδη. Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε την ουδετερότητα της Ελλάδας σ’ αυτό τον πόλεμο, αν όχι την εμπλοκή της χώρας στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, λόγω των σχέσεων του με τον Κάιζερ της Γερμανίας. Εξαιτίας της στάσης του Βασιλιά Κωνσταντίνου το Νοέμβριο του 1917 οι σύμμαχοι κάνουν ναυτικό αποκλεισμό στον Πειραιά (sic!) και τον ωθούνε ουσιαστικά σε παραίτηση.
Από το 1917 έως το 1920 Βασιλιάς της Ελλάδας ήταν ο δευτερότοκος γιός του Κωνσταντίνου, ο Αλέξανδρος. Γι’ αυτό που έμεινε γνωστός ο Αλέξανδρος στην ελληνική ιστορία ήταν για το γάμο του με την Ασπασία Μάνου, μια μη γαλαζοαίματη (sic!) και το θανατηφόρο δάγκωμα ενός μακάκου στον Γλύξμπουργκ, το οποίο σήμανε και το φυσικό τέλος του βασιλιά μόλις στα 27 του χρόνια.
Η Ελλάδα στο μεταξύ είχε μεγαλώσει γεωγραφικά έπειτα από τη συνθήκη των Σεβρών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1920) και ο Κωνσταντίνος που επέστρεψε μέσα στον ίδιο χρόνο στη χώρα, χωρίς το Βενιζέλο στα πόδια του, αποφάσισε να συνεχίσει τον πόλεμο, επιτιθέμενος στα ενδότερα της Τουρκίας. Η κατάληξη γνωστή, οι σύμμαχοι «άδειασαν την Ελλάδα» λόγω συσχετισμού των δυνάμεων κι επήλθε η Μικρασιατική καταστροφή (1922), με ό,τι δυσβάσταχτο «μετέφερε» στην ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Από το 1922 έως το 1935 μας μένουν δύο χρόνια βασιλείας ακόμα (1922-1924), αφού από το 1924 έως 1935 και το στρατιωτικό πραξικόπημα Κονδύλη που αποκατέστησε τη Μοναρχία, στην Ελλάδα το πολίτευμα ήταν Αβασίλευτη Δημοκρατία. Από το 1922 έως το 1924 που εγκατέλειψε την Ελλάδα βασιλιάς ήταν ο Γεώργιος Β’, του οποίου τη δράση θα δούμε εκτενέστερα στο δεύτερο μέρος του άρθρου μας.
Στο πρώτο μέρος του άρθρου αντικρύσαμε τη θεμελίωση του θεσμού της βασιλείας στην Ελλάδα από τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους. Τα στοιχεία της καταπίεσης, της καταδυνάστευσης και του αυταρχισμού του συγκεκριμένου θεσμού δεν εξέλειπαν ποτέ (ούτε θα εκλείψουν στο Β’ μέρος του άρθρου), απλά το αστικό στοιχείο θα κοιτάξει κάθε φορά, με μακροσκοπική σκοπιά, τι καλύτερο αποκόμισε από κάθε περίοδο βασιλείας και κάθε βασιλέα. Στην πραγματικότητα η πλειονότητα του λαού, βρισκόταν για πάνω από ένα αιώνα κάτω από έναν «δυσβάσταχτο ζυγό με στέμμα», τον οποίο τελικά βρέθηκε να αγαπά τουλάχιστον ένα 30% μέχρι την τελική έκπτωση του θεσμού. Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι στο Β’ μέρος θα παραθέσουμε το εναπομείναν διάστημα 1935-1974, όπου οι Μονάρχες, έδειξαν με τον πιο προκλητικό και πρόστυχο τρόπο, ποιος κυβερνάει την Ελλάδα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γεώργιος Α’, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Η βασιλεία του Όθωνα στη “Μηχανή του Χρόνου”. Ο ρόλος της Αμαλίας, η σύγκρουση με τους Αγγλογάλλους και η έξωση…, mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Richard Clogg (2015), Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770-2013 (μτφρ. Λυδία Παπαδάκη, Μαρία Μαυρομμάτη, Παναγιώτης Δρεπανιώτης – επιμ. Αλέξανδρος Μάμαλης), Αθήνα: εκδ. Κάτοπτρο