Του Γιάννη Δράμαλη,
Ο όρος «οικονομικό έγκλημα», ή αλλιώς «έγκλημα λευκού κολάρου», περιγράφει αξιόποινες πράξεις που τελούνται κυρίως στον χώρο της οικονομίας και παράγουν αρνητικές συνέπειες για την οικονομία, την κοινωνία και το κράτος. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται πράξεις που προσβάλλουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό (π.χ. η δημιουργία ολιγοπωλίου ή η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης), πράξεις εξευτελισμού ή υπονόμευσης της φορολογικής διαδικασίας, όπως η φοροδιαφυγή, αλλά και πράξεις που θίγουν ένα από τα πιο σημαντικά πεδία δραστηριότητας του κράτους, τις πράξεις διαφθοράς. Αυτά είναι τα εγκλήματα διαφθοράς στον Δημόσιο Τομέα.
Στην ελληνική έννομη τάξη, μέχρι πρόσφατα δεν ήταν τόσο διαδεδομένη η τυποποίηση και πόσο μάλλον η αναγνώριση αυτών των συμπεριφορών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτές ήταν ανύπαρκτες. Παλαιότερα υπήρχε πρόβλεψη ποινικού κολασμού της διαφθοράς στο Δημόσιο, αυτή ήταν όμως σε υποτυπώδη μορφή. Η οικονομική κρίση μάλιστα, από την οποία διήλθε η Ελλάδα από το 2008 και έπειτα, φανέρωσε τη σημαντική θέση που κατείχαν αυτού του είδους οι πρακτικές στην ελληνική κοινωνία και στο ελληνικό Δημόσιο. Κατά τη διάρκεια της Κρίσης και μετέπειτα, βέβαια, έγιναν προσπάθειες, αλλά και διεθνείς πιέσεις για τυποποίηση περισσότερων συμπεριφορών διαφθοράς στον Ποινικό Κώδικα και εντονότερη προστασία της κρατικής υποδομής από ανάλογα φαινόμενα.
Πλέον, στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα οι κύριες διατάξεις που τιμωρούν τη διαφθορά στην κυριότερη έκφανσή της είναι τα άρθρα 235 και 236. Σε αυτά και συγκεκριμένα στην πρώτη παράγραφο του κάθε άρθρου τυποποιείται η «Δωροδοκία υπό ευρεία έννοια», θα έλεγε κανείς, στις βασικές μορφές της. Οι δύο αυτές παράγραφοι, μάλιστα, υποστηρίζεται πως θα πρέπει να ερμηνεύονται και να αναλύονται από κοινού, μιας και η κάθε μία περιγράφει το ένα μισό της συνολικής συμπεριφοράς, από διαφορετική σκοπιά. Στο άρθρο 235 παρ.1 ΠΚ τυποποιείται η παθητική δωροδοκία (δωροληψία) και στο 236 παρ.1 ΠΚ η ενεργητική δωροδοκία (δωροδοκία εν στενή εννοία). Έτσι, με τη σύνθεση του περιεχομένου των διατάξεων αυτών, η Δωροδοκία παρουσιάζεται ως μια σχέση συναλλακτική, μεταξύ δύο μερών, έχοντας ως στόχο την τέλεση μιας πράξης, για την οποία θα δοθεί ένα αντάλλαγμα. Έχοντας κατά νου την απλή αυτή εξήγηση, κάθε όρος στις διατάξεις αυτές έχει δική του σημασία.
Πρώτο έρχεται το ζήτημα των υποκειμένων τέλεσης του εγκλήματος. Αυτά είναι από τη μία πλευρά στο άρθρο 235 παρ.1 ΠΚ ο δημόσιος υπάλληλος και από την άλλη στο 236 παρ.1 ΠΚ ο τρίτος. Η έννοια του δημοσίου υπαλλήλου ορίζεται στο άρθρο 13 ΠΚ στοιχείο α, ενώ «τρίτος» μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο. Ο δημόσιος υπάλληλος προσδίδει στην πράξη του άρθρου 235 παρ.1 ΠΚ τον χαρακτηρισμό του «ιδιαίτερου εγκλήματος», δηλαδή αυτού που έχει ως υποκείμενο τέλεσης ένα άτομο με μία συγκεκριμένη ιδιότητα, ενώ είναι και «γνήσιο ιδιαίτερο», μιας και εδώ η ιδιότητα από μόνη της θεμελιώνει το αξιόποινο, δεν το επαυξάνει ή μειώνει, όπως στα «μη γνήσια ιδιαίτερα» εγκλήματα (π.χ. η παιδοκτονία του άρθρου 303 ΠΚ). Από την άλλη πλευρά, το άλλο μέρος της συναλλαγής, ο «τρίτος» δεν περιορίζεται ως προς την ιδιότητά του.
Δεύτερο έρχεται το ζήτημα της ίδιας της πράξης. Περιγράφεται ως η απαίτηση, λήψη ή αποδοχή υπόσχεσης από πλευράς του υπαλλήλου προς τρίτο (235 παρ1 ΠΚ) και η προσφορά, υπόσχεση ή παροχή από τρίτο σε υπάλληλο (236 παρ.1 ΠΚ) ενός «αθέμιτου ωφελήματος». Αυτά τα στοιχεία δίνουν τον χαρακτηρισμό στο έγκλημα αυτό του «υπαλλακτικά μικτού» ή «γνήσιου πολύτροπου» κατά τη νομική θεωρία. Η προσπάθεια προσθήκης πολλών τρόπων τέλεσης, επιπλέον, μπορεί να υποδηλώνει την επιθυμία του Νομοθέτη να καλύψει και άλλες περιπτώσεις, συμβάλλοντας στην προσπάθεια αυξημένης προστασίας που αναφέρθηκε.
Σε ό,τι αφορά το «αθέμιτο ωφέλημα», καταρχήν όλοι θα λάμβαναν υπόψη τους τα χρήματα ή και αντικείμενα αποτιμητά σε χρήμα, όπως ένα ακριβό ρολόι ή ένα χρυσό βραχιόλι. Η εμπειρία όμως αποδεικνύει, ότι δε λογαριάζονται μόνο αυτά, αλλά όπως το χρήμα ικανοποιεί την απληστία του ανθρώπου, έτσι θα μπορούσαν να προσφερθούν και άλλα πράγματα για ικανοποίηση άλλων παθών. Η προσθήκη περαιτέρω του «ανεξαρτήτως αξίας» είναι αρκετά πρόσφατη και αμφιλεγόμενη για πολλούς, με την αντίληψη ότι λέει τα αυτονόητα και είναι συνεπώς περιττή, ενώ κατά κανόνα «αθέμιτο» σημαίνει, ότι δεν οφείλεται για κανέναν λόγο σε αυτό το πρόσωπο (σε αντίθεση με μια συμβατική απαίτηση για παράδειγμα).
Στόχος, ωστόσο, θα πρέπει να είναι η τέλεση από την πλευρά του υπαλλήλου μιας πολύ συγκεκριμένης πράξης, παράλειψης ή ανοχής, που σχετίζεται με τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου (π.χ. η έκδοση μιας οικοδομικής άδειας για έναν υπάλληλο σε πολεοδομική υπηρεσία αρμόδιο να εκδίδει οικοδομικές άδειες).
Σε ό,τι αφορά την υποκειμενική υπόσταση, αυτή καλύπτει μόνο την συμφωνία των μερών, την συναλλακτική σχέση που σύναψαν. Ο δόλος, σε όλες τις μορφές του, καλύπτει την ίδια την διαμορφωμένη σχέση και όχι την πραγμάτωσή της. Αν, για παράδειγμα, λάβει ένας δημόσιος υπάλληλος ένα πακέτο με χρήματα και γλυκά από κάποιον που του ζητάει μία συγκεκριμένη χάρη, αλλά ο υπάλληλος δεν αποδεχτεί την προσφορά και απευθυνθεί στις αρχές, υπάρχει μεν πρόταση, αλλά όχι σύναψη σχέσης και επομένως ούτε έγκλημα (τουλάχιστον από την πλευρά του υπαλλήλου). Σημαντική είναι η εξωτερίκευση της βούλησης των υποκειμένων να γίνουν μέρη στη σχέση.
Εδώ, μάλιστα, παρουσιάζεται και η θεωρία του κ. Μπιτζιλέκη περί επικοινωνιακής σχέσης των μερών, η οποία απαιτεί όχι μόνο την παρουσίαση της προσφοράς στο ένα μέρος, αλλά και την κατανόηση του περιεχομένου της. Εδώ αναδεικνύεται ξάνά η προσπάθεια για αυξημένη προστασία, που φαίνεται και στο ότι μόνο η συμφωνία οδηγεί στην τέλεση του εγκλήματος. Από τη στιγμή, βέβαια, που συναφθεί η σχέση, αμφότερα τα μέρη είναι υπόλογα, με τις αντίστοιχες ποινικές διατάξεις.
Καταληκτικά, θα μπορούσε να συνοψιστεί το έγκλημα της δωροδοκίας ως εξής:
Μια συναλλακτική σχέση, μεταξύ ενός δημοσίου υπαλλήλου και ενός οποιουδήποτε τρίτου, στα πλαίσια της οποίας ο τελευταίος προσφέρει στον πρώτο μία ωφέλεια που δεν θα λάμβανε διαφορετικά, έτσι ώστε ο πρώτος να πραγματοποιήσει ή επειδή ήδη έχει πραγματοποιήσει μία πολύ συγκεκριμένη ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή, στην οποίαν αποσκοπούσε ο τρίτος.
Όσο καλομελετημένα και να παρουσιάζονται τα μέτρα της πρώτης γραμμής καταπολέμησης της διαφθοράς στον Ποινικό Κώδικα, η εμπειρία έδειξε ότι δεν επαρκούν. Η διαφθορά παρουσιάζεται με πολλές μορφές πέραν της απλής δωροδοκίας, σε πολλούς τομείς και εμπλέκει ποικίλα πρόσωπα. Γι’ αυτό υπάρχουν διακεκριμένες μορφές του εγκλήματος της δωροδοκίας, παραλλαγές του, αλλά και ειδικές περιπτώσεις εγκλημάτων διαφθοράς που μένουν να αναλυθούν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μπιτζιλέκης Νικόλαος, Υπηρεσιακά εγκλήματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2001.
- Μπιτζιλέκης Νικόλαος, Η σύγχρονη διαμόρφωση των εγκλημάτων δωροδοκίας κατά τον Ποινικό Κώδικα. Ένα παράδειγμα μετανεωτερικού Ποινικού Δικαίου, σε 6ο Συνέδριο Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Η ποινική διαχείριση της δωροδοκίας, σελ. 155 επ, 2013.
- Παπακυριάκου Θεόδωρος, Το καθεστώς ειδικής-αυξημένης ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων στο ελληνικό ποινικό δίκαιο – Βασικά χαρακτηριστικά και κριτική αποτίμησης, ΠοινΔικ, σελ. 1126 επ, 2009.
- Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Δωροδοκία υπαλλήλου (άρθρα 235-236 ΠΚ), Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 2003.
- Χατζηκώστας Κωνσταντίνος, Μερικές σκέψεις για τη δωροδοκία και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Με αφορμή το βούλευμα 570/2006, ΠοινΧρ, σελ. 583 επ, 2007.
- Χατζηκώστας Κωνσταντίνος, Η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 2010.