Της Βασιλικής Χαραλάμπους,
Το 2019, ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Fundamental Rights Agency, εφεξής “FRA”) διεξήγαγε διαδικτυακή έρευνα με θέμα την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων και συγκεκριμένα των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων, των αμφιφυλόφιλων, των διεμφυλικών (τρανς) και των ίντερσεξ ατόμων. Τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας έδειξαν ότι στην Ευρώπη τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα εξακολουθούν να βιώνουν διακρίσεις και ανισότητες στην καθημερινότητά τους, εξαιτίας του σεξουαλικού τους προσανατολισμού σε ποσοστό 43%. Σε συνολικό επίπεδο, μάλιστα, το ποσοστό των διακρίσεων στη χώρα μας ανέρχεται στο 51%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 3η θέση, μετά την Λιθουανία και την Βουλγαρία.
Τα αποκαρδιωτικά αυτά πορίσματα της έρευνας επεκτείνονται έτι περαιτέρω και στις απαντήσεις των συμμετεχόντων. Πιο συγκεκριμένα, το 33% εξ αυτών δήλωσε ότι είχαν πέσει θύματα κάποιου περιστατικού παρενόχλησης τους τελευταίους 12 μήνες από την διεξαγωγή της έρευνας, ενώ τα διεμφυλικά και ίντερσεξ άτομα παρουσίασαν ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά, 39% και 42%, αντίστοιχα. Διαπιστώθηκε ακόμη ότι κυρίως οι ανήλικοι (15-17) και οι νεαροί ενήλικοι (18-24) ήταν οι πιο ευάλωτοι σε μια τρανσοφοβική/ομοφοβική παρενόχληση, ενώ αξιοπρόσεκτο είναι και το γεγονός ότι η εν λόγω εγκληματική συμπεριφορά καταγράφηκε ως επί το πλείστον σε κάποιο δημόσιο χώρο, με ποσοστό που ανέρχεται στο 33%, για παράδειγμα στον δρόμο, στο πάρκο κ.ά..
Από την έρευνα, προέκυψε ακόμη ότι περίπου ένα στα δέκα άτομα των ΛΟΑΤΚΙ συμμετεχόντων από την Ελλάδα έχουν δεχθεί σωματική ή σεξουαλική επίθεσ,η λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, ενώ ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως το φαινόμενο της βίαιης αυτής θυματοποίησης παρουσιάζεται σε ΛΟΑΤΚΙ άτομα ηλικίας 55+ ετών σε ποσοστό που ανέρχεται στο 14%. Το σημαντικότερο, όμως, που ανέδειξε αυτή η έρευνα είναι ότι έφερε στο φως το ζήτημα της επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης. Ειδικότερα, πρόκειται για ένα «εμπειρικά διαπιστωμένο μοτίβο εγκληματικότητας, στο οποίο ένα θύμα βιώνει κατ’ επανάληψη μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα θυματοποιήση». Από την συγκεκριμένη έρευνα, μάλιστα, προέκυψε ότι οι περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες που ανέφεραν ότι υπέστησαν σωματική ή σεξουαλική βία, βίωσαν ξανά ένα τέτοιο περιστατικό περισσότερες από μία φορές μέσα σε μία πενταετία, με την Ελλάδα, εξ αυτού, να καταλαμβάνει την 3η θέση στην επαναλαμβανόμενη κακοποίηση στην Ευρώπη, μετά την Μάλτα και την Ρουμανία.
Όπως αποδεικνύεται και από τα πορίσματα της ανωτέρω έρευνας, τα ΛΟΑΤΚΙ θύματα των εγκλημάτων μίσους πλήττονται σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε διαταράσσεται ο πυρήνας της ύπαρξης και προσωπικότητάς τους, σε συνδυασμό με την υποκίνηση προς θυματοποίηση και έτερων στιγματισμένων ομάδων. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι η πληγή είναι πολλαπλή και ξεκινά από τις αρκετά βίαιες και βάναυσες εγκληματικές τρανσοφοβικές και ομοφοβικές συμπεριφορές και καταλήγει στην επιδεινωμένη ψυχική υγεία, την έξαρση συναισθημάτων άγχους, στρες, συναισθηματικής δυσφορίας, ενώ οδηγεί, ακόμη, και σε εσωτερικευμένη ομοφοβία και αγχώδεις διαταραχές. Ήδη, τα νούμερα της έρευνας FRA πιστοποιούν ότι το 7% των συμμετεχόντων χρειάστηκαν ιατρική περίθαλψη, ενώ το 45% εμφάνισε ψυχολογικά προβλήματα κατόπιν των περιστατικών βίας που δέχθηκαν.
Δυστυχώς, τα σκοτεινά νούμερα της έρευνας FRA απέδειξαν την φοβισμένη στάση των ΛΟΑΤΚΙ προσώπων να σταθούν απέναντι στον θύτη. Μόνο το 8% των συμμετεχόντων που είχαν υποστεί κάποια παρενόχληση με ρατσιστικό κίνητρο κατήγγειλε την τελευταία θυματοποίηση σε κάποια οργάνωση, ενώ μόλις το 4% εξ αυτών επέλεξε να απευθυνθεί στις αστυνομικές αρχές. Οι λόγοι για τους οποίους τα άτομα αποθαρρύνονται να απευθυνθούν σε κάποιο αρμόδιο όργανο ή αρχή είναι πολλοί και όχι άγνωστοι: η δυσπιστία προς τις αστυνομικές αρχές, ο φόβος για δεύτερη θυματοποίηση από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, ο φόβος της δημόσιας αποκάλυψης της σεξουαλικής ή διεμφυλικής ταυτότητας, τα αισθήματα ντροπής και αμηχανίας. Τέλος, τροχοπέδη και πιθανή αιτία απουσίας καταγγελιών αυτών των εγκληματικών συμπεριφορών ενδέχεται να είναι η κανονικοποίηση τέτοιων καταστάσεων από τα ίδια τα θύματα, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν το τραυματικό βίωμα ως ένα αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής τους, το οποίο υποχρεωτικά πρέπει να υποστούν δεδομένης της μη αποδοχής τους από μια μερίδα της κοινωνίας.
Πως μπορεί όμως να διασφαλιστεί η δυνατότητα προσφυγής όλων ενώπιον της δικαιοσύνης για την ικανοποίηση των θυμάτων;
Ήδη, η το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) παρέχουν το δικαίωμα προσφυγής των θυμάτων όλων των εγκλημάτων για οποιαδήποτε παράβαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι τα συγκεκριμένα εγκλήματα υποκινούνται από ρατσιστικά, ομοφοβικά, τρανσφοβικά κίνητρα, με αποτέλεσμα το ζήτημα της παραβίασης των δικαιωμάτων να καθίσταται έτι περισσότερο παραβατικό, όχι μόνο στην ιδιωτική σφαίρα του προσώπου, αλλά και στην ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν όχι μόνο την κατοχύρωση της νομοθεσίας, ήτοι του υπερνομοθετικής ισχύος κειμένου, αλλά εν τοις πράγμασι να εξασφαλίσουν έναν κατάλληλο χώρο για τα θύματα, ούτως ώστε αυτά να προστατεύονται από τον εκφοβισμό, την διάκριση και την επαναθυματοποίηση.
Τα εγκλήματα, μάλιστα, μίσους τοποθετούνται μεταξύ εκείνων για τα οποία απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή των αρχών για την προστασία των θυμάτων, καθώς μάλιστα –όπως απεδείχθη και από την έκθεση FRA– η εμπιστοσύνη στο σύστημα επιβολής του νόμου κατά το στάδιο της ποινικής διαδικασίας είναι καίριας σημασίας για τα ίδια τα θύματα. Σύμφωνα εξάλλου με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απαιτείται το κάθε κράτος μέλος να προβαίνει σε ενδελεχή έλεγχο, που με τη σειρά του θα οδηγεί σε αποτελεσματική έρευνα των υποθέσεων τέτοιων εγκλημάτων, με απότοκο φυσικά την τιμωρία των υπευθύνων. Κάτι τέτοιο, βέβαια, προϋποθέτει και την αποτελεσματική πρόσβαση του καταγγέλλοντος στην διαδικασία της έρευνας.
Είναι, λοιπόν, τόσο θεμελιώδης η σημασία της πρόσβασης αυτής , σε τέτοιο βαθμό, που χωρίς αυτή, η πολιτεία δεν μπορεί να πατάξει τις ομοφοβικές, ρατσιστικές, τρανσφοβικές συμπεριφορές και μετέπειτα να χαράξει μια αντίστοιχη αντεγκληματική πολιτική. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να καταπολεμούν τα εγκλήματα αυτά μίσους απευθείας στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με ποιον τρόπο; Η απόφαση πλαίσιο της ΕΕ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν ως επιβαρυντική περίσταση τα ρατσιστικά, ομοφοβικά τρανσφοβικά, φυλετικά κίνητρα, ενώ μάλιστα προβλέπεται ότι η δίωξή τους θα πρέπει να ασκείται αυτεπάγγελτα και να μην εξαρτάται από την αναφορά ή καταγγελία του θύματος, ακριβώς επειδή πλείονες παράγοντες μπορούν να εμφιλοχωρήσουν και δεδομένης της βαρύτητας των εγκλημάτων αυτών, να αποκόψουν την πρόσβαση των θυμάτων στην δικαιοσύνη.
Καταληκτικά, καλόν είναι να κρατήσουμε τούτο: ο αριθμός των καταγεγραμμένων εγκλημάτων μίσους δεν είναι απαραίτητα ο δείκτης της πραγματικότητας. Ο υψηλότερος αριθμός ενδέχεται να αντικατοπτρίζει την προσπάθεια των κρατών να προβάλουν τα εγκλήματα αυτά για την ανάδειξη της σημασίας καταπολέμησής τους ή ακόμη να αποτελεί μια προσπάθεια ευαισθητοποίησης των πολιτών, απέναντι στα εγκλήματα μίσους κατά ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Η αποκαρδιωτική αλήθεια είναι, πάντως, πως σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό απουσίας καταγγελιών των θυμάτων.
Προς γνώση της κατάστασης αυτής και στην προσπάθειά της να πατάξει –όσο το δυνατόν– τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε για πρώτη φορά, το Νοέμβριο του 2020, στρατηγική για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, με περίοδο αναφοράς τα έτη 2020 έως 2025, η οποία περιλαμβάνει μια σειρά από μέτρα τα οποία στοχεύουν στην αντιμετώπιση των διακρίσεων κατά οποιασδήποτε μορφής βίας, διάκρισης, ρατσισμού, ομοφοβίας, τρανσοφοβίας, αποσκοπώντας ταυτόχρονα και στην κοινωνικής τους ενσωμάτωση. Το Δεκέμβριο του 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε πρόταση για να προστεθεί η ρητορική και τα εγκλήματα μίσους στον οικείο κατάλογο των «εγκλημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», με απώτερο στόχο την θέσπιση ενός κοινού νομικού πλαισίου για την καταπολέμηση των εγκλημάτων κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων και την δημιουργία μιας ολοκληρωμένης ποινικής προσέγγισης του ζητήματος αναφορικά με την πρόληψη και καταπολέμηση του φαινομένου. Μένει, λοιπόν, να διαπιστώσουμε, εάν οι ενέργειες αυτές θα έχουν αντίκρισμα στην πραγματικότητα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων σε Ευρώπη και Ελλάδα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γεώργιος Μπορμπαντωνάκης, Εγκλήματα μίσους κατά ΛΟΑΤΙ ατόμων: Η αθέατη πτυχή της επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης, ΜΔΕ «Εγκληματολογία & Αντεγκληματική Πολιτική» ΕΚΠΑ, theartofcrime.gr. Διαθέσιμο εδώ
- Έγκλημα μίσους | European Union Agency for Fundamental Rights, fra.europa.eu. Διαθέσιμο εδώ