Της Εύης Κατέλα,
Το ελληνικό Έθνος και η ιστορία του είναι στενά συνδεδεμένη με την επιρροή που άσκησε η Ορθόδοξη Εκκλησία. Καθοριστικός ήταν και ο ρόλος της στη διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας στην Ελλάδα μέσα από τους αιώνες. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και μέσα από έναν ιστορικό άξονα, για τον οποίο θα ορίσουμε ως αφετηρία τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέχρι και τη Σύγχρονη εποχή του 21ού αιώνα.
Αδιαμφισβήτητα, πριν ακόμη την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830), ο Ελληνισμός δήλωνε την παρουσία του και άκμαζε σε κάθε «γειτονιά» του κόσμου. Στην περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αναπόσπαστο μέρος της κρατικής εξουσίας. Με την παρέμβαση του Μ. Κωνσταντίνου, έγινε επίσημα η ένωση Εκκλησίας και Κράτους και ακολούθησε η δημιουργία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, το οποίο έγινε κέντρο θρησκευτικής και πολιτικής επιρροής. Η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και η Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν δύο σταθμούς που ενίσχυσαν τη θρησκευτική παρέμβαση. Κατά την Οθωμανική περίοδο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατήρησε το δικαίωμα να διαχειρίζεται τις υποθέσεις των Ορθόδοξων Χριστιανών, ενώ στην Ελληνική Επανάσταση η Ορθόδοξη Εκκλησία διαδραμάτισε ενεργό ρόλο, καθώς πολλοί κληρικοί συμμετείχαν στον αγώνα.
Μετά την ανεξαρτησία, όταν το ελληνικό κράτος έγινε ελεύθερο, η Εκκλησία διατήρησε την επιρροή της στην πολιτική ζωή. Αν και το ελληνικό κράτος επεδίωξε να περιορίσει τη δύναμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να δημιουργήσει αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος το 1833, η σχέση Εκκλησίας-Κράτους αναπτύχθηκε με συνταγματικές ρυθμίσεις και η Ορθοδοξία αναγνωρίστηκε ως η επικρατούσα θρησκεία του κράτους. Ακόμη και σήμερα, στη σύγχρονη Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία παραμένει σημαντικός παράγοντας στην πολιτική και κοινωνική ζωή.
Μέσα από αυτήν την ανάδρομη και έχοντας φτάσει στο σήμερα, εντοπίζουμε τον παρεμβατικό ρόλο της Εκκλησίας στον δημόσιο διάλογο και συγκεκριμένα σε θέματα, όπως η παιδεία, η ηθική και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Καθημερινά, γινόμαστε θεατές σε σκηνικά που η Εκκλησία βρίσκεται σε ευθυγράμμιση ή αντίθεση με πολιτικές αποφάσεις, όπως για παράδειγμα, το ζήτημα της καταγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, που η Εκκλησία αντιτάχθηκε έντονα στην απόφαση της Κυβέρνησης να το καταργήσει. Η Εκκλησία παίρνει θέση και σε θέματα που δεν περιορίζονται αποκλειστικά στην πολιτική ατζέντα, αλλά αφορούν και κοινωνικά ζητήματα, όπως η μετανάστευση, τα δικαιώματα των LGBTQ+ και η έκτρωση. Η Εκκλησία, όλα αυτά τα χρόνια, χρησιμοποιεί τις αξίες που προωθεί η θρησκεία περί αγάπης, αλληλεγγύης και σεβασμού για να μπορεί να προωθεί τις αναχρονιστικές αντιλήψεις της, να στέκεται τροχοπέδη στην εκκοσμίκευση της κοινωνίας και να επωφελείται με κάθε μέσο, ώστε να καταφέρνει να αυξάνει τη δύναμη και την επιρροή της.
Κάνοντας, λοιπόν, μία σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στη θρησκεία και την Εκκλησία, καλούμαστε να απαντήσουμε στο ερώτημα, αν τελικά αποτελεί «αγκάθι» η Ορθόδοξη Εκκλησία στην ελληνική πολιτική ζωή και η απάντηση είναι ΝΑΙ. Η Εκκλησία και οι εκπρόσωποί της αυτοπροσδιορίζονται ως σωτήρες της Ορθοδοξίας και μέσα από την έμμεση ανάμειξή τους, κυρίως στο παρασκήνιο, με πολιτικά κόμματα και σχετικές οργανώσεις υποβαθμίζουν τον πραγματικό χαρακτήρα της θρησκείας και εμποδίζουν το έργο της Πολιτικής. Ζωντανά παραδείγματα αποτέλεσαν οι περίοδοι των δικτατοριών (1936, 1967-1974), που η επέμβαση των κληρικών στις αποφάσεις των καθεστώτων ήταν έντονη, αλλά και αργότερα με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ο οποίος εκτός από θέματα εσωτερικής πολιτικής ανέπτυξε δράση και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (η επίσκεψη στο Κρεμλίνο και η συνάντησή του με τον Ρώσο Πρόεδρο, Vladimir Putin, για να μιλήσει για τα προβλήματα μεταξύ Ελλάδας–Τουρκίας). Οι δράσεις και η συμμετοχή των ιερέων ήταν, είναι και θα είναι εμφανείς στα πολιτικά τεκταινόμενα, αρκεί όμως να αναλογιστούμε ότι αυτή η συμμετοχή, η οποία συνήθως επιδιώκει την ταύτιση του Έθνους με την Ορθοδοξία, εμποδίζει σημαντικές αλλαγές και προόδους που σχετίζονται με την παγκόσμια εξέλιξη.