Του Γιώργου Ποτουρίδη,
Το φιλελεύθερο Ποινικό Δίκαιο χαρακτηρίζεται, όπως σωστά είπε ο Roxin κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο Διδάκτορα της Νομικής Αθηνών το 1997, από τρεις άξονες. Πρώτον, ότι ακριβώς λόγω του επαχθούς χαρακτήρα θα πρέπει να αποτελεί το έσχατο μέσο νομοθέτησης (να μην είναι επαρκής μια διοικητική–αστική κύρωση για την αποτροπή της συμπεριφοράς). Δεύτερον, πως απαιτείται οι ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται εσχάτως να είναι και οι λιγότερο επαχθείς, αρκεί να είναι αποτελεσματικές και αναλογικές, και τρίτον, να διαμορφώνονται θεσμοί ελαστικότητας των ποινών κατά την επιμέτρηση και έκτισή τους, που επιτρέπουν την εξατομίκευση του αδίκου και της ενοχής, μιας και το ζητούμενο είναι οι ποινές βελτίωσης και όχι εξόντωσης. Οι εναλλακτικές μορφές έκτισης της ποινής λοιπόν, που αποτελούν το αντικείμενο εξέτασης πηγάζουν από αυτόν τον τρίτο άξονα του φιλελεύθερου Ποινικού Δικαίου.
Ο Ποινικός Κώδικας του 2019 σεβόμενος την αρχή της αναλογικότητας είχε διαμορφώσει θεσμούς ελαστικότητας με συστηματική και δογματική αλληλουχία. Εν ολίγοις, η αναστολή εκτέλεσης δινόταν κατά κανόνα για ποινές έως τριών ετών (με τον 4855/2021 προστέθηκε και η αρνητική προϋπόθεση μη αμετάκλητης καταδίκης εγκλημάτων δόλου έως τρία έτη) και μόνο εξαιρετικά με ειδική αιτιολογία διατασσόταν η πραγματική έκτιση ελάσσονος απαξίας ποινών. Η εξαγορά της ποινής καταργήθηκε, μιας και αποτελούσε ελληνική πρωτοτυπία σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δη αδικαιολόγητη δογματικά. Παράλληλα υπήρχε η δυνατότητα μετατροπής της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (αμιγώς θεωρητικά, καθώς ανεστάλη η λειτουργία του θεσμού λόγω έλλειψης δομών!) για ποινές μέχρι τρία έτη.
Ο νομοθέτης, ωστόσο, με τον 5090/2024 αναδιαμόρφωσε εσφαλμένω τω τρόπω τις εναλλακτικές μορφές έκτισης των ποινών για λόγους ποινικού λαϊκισμού και γενικότερα αυστηρής εικόνας. Οι θεσμοί ελαστικότητας χαρακτηρίζονται πια από συστηματική και δογματική ασυνέπεια με σοβαρές παραβάσεις της αρχής της αναλογικότητας και της ασφάλειας του δικαίου. Επιχειρείται λοιπόν μια επιφανειακή παράθεση των νέων επιλογών με ειδικότερη έμφαση στα πρόδηλα δογματικά ζητήματα που ανακύπτουν, καθώς μια ενδελεχής επισκόπηση των αυτών διατάξεων απαιτεί ολόκληρο τόμο ανάλυσης και ερμηνείας.
Με αφετηρία την αναστολή εκτέλεσης των ποινών που τυποποιείται στο άρθρο 99ΠΚ και εν συνεχεία την εξαγορά όπως αυτή επανήλθε στο 80Α ΠΚ και την κοινωφελή εργασία κατά το 104Α ΠΚ, θα επιχειρηθεί η ιεράρχηση των θεσμών κατά την αρχή της επικουρικότητας και τα ποικίλα ζητήματα ερμηνείας.
Όσον αφορά την αναστολή εκτέλεσης διαφαίνεται με μια πρώτη ανάγνωση πως ο κανόνας μετατράπηκε σε εξαίρεση, ενώ μάλιστα οι προϋποθέσεις χορήγησής της αυστηροποιήθηκαν σημαντικά. Η αναστολή πια χορηγείται μόνο αν με ειδική αιτιολογία κριθεί πως η πραγματική έκτιση δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση άλλων εγκλημάτων (ενώ με τον 4619/2019 διδόταν κατά κανόνα). Ακόμη, αφορά ποινές μέχρι ενός έτους και μάλιστα με αρνητική προϋπόθεση μη αμετάκλητης καταδίκης για εγκλήματα (και αμέλειας!) μέχρι ενός έτους, ήτοι με άλλα λόγια για καμιά εξύβριση του 361 ΠΚ. Επίσης, ο θεσμός διακρίνεται πλέον σε τρεις επιμέρους μορφές: την αναστολή του 99 παρ. 1 ΠΚ, η οποία και αναλύθηκε μόλις, την μερική αναστολή του 99 παρ.5 και την μερική έκτιση του 99 παρ. 6 ΠΚ.
Ενώ λοιπόν η καταρχήν αναστολή του 99 παρ. 1 χορηγείται για το σύνολο της ποινής με τις αυστηρές προδιαγραφές της, η εν μέρει αναστολή κατά το 99 παρ5 αφορά ποινές μέχρι τριών ετών, εφόσον απορρίφθηκε η εξαγορά και η κοινωφελής εργασία, με απαίτηση πραγματικής έκτισης από 30 μέρες μέχρι 6 μήνες. Από την άλλη όψη του νομίσματος (κατά την άποψή μου πρόκειται για περιττή ρύθμιση και ελάχιστες έως μηδαμινές διαφορές από την παράγραφο 5) στην παράγραφο 6 τυποποιείται η μερική έκτιση της ποινής. Έτσι, εκτίεται από το 1/5 έως τα 3/10 της επιβληθείσης ποινής και αναστέλλεται το υπόλοιπο. Εδώ, προκύπτει σαφώς πως το όριο εφαρμογής του θεσμού αφορά ποινές και μέχρι πέντε έτη! Συνάγεται με εξ αντιδιαστολής ερμηνεία των υπολοίπων παραγράφων του θεσμού αφορούντος πάντα ποινές φυλάκισης (δεν νοείται σε κάθειρξη μερική έκτιση), πράγμα που προκύπτει από την λογικοσυστηματική και την τελολογική ερμηνεία!
Έτσι, λοιπόν, όπως απολύτως ορθά είπε η Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ Συμεωνίδου-Καστανίδου σε άρθρο της στην Ποινική Δικαιοσύνη, ενώ ο νομοθέτης υποτίθεται πως αποσκοπούσε στην αυστηροποίηση του συστήματος των ποινικών κυρώσεων, έφτασε στο εξής παράδοξο, να χορηγεί αναστολή σε ποινές μέχρι και πέντε έτη, πράγμα που δεν ήταν επιτρεπτό από τον κώδικα του 2019, ο οποίος χορηγούσε αναστολή αμιγώς μέχρι τα τρία έτη!
Ως προς τον πολυσυζητημένο θεσμό της εξαγοράς της ποινής που τυποποιείται πλέον στο 80Α ΠΚ αξίζει να επισημανθούν τα εξής: Εφαρμόζεται σε ποινές φυλάκισης μέχρι δύο έτη κατά κανόνα (!) και μόνο αν το δικαστήριο κρίνει ότι απαιτείται η πραγματική έκτιση με ειδική αιτιολογία για την αποτροπή του δράστη από την τέλεση νέων αδικημάτων, δεν επιβάλλεται. Η μετατροπή της ποινής σε χρήμα υπολογίζεται για κάθε μέρα φυλάκισης από 10 έως 100 ευρώ, ανάλογα με άδικο και την ένοχη ώστε να γίνει σεβαστή τάχα η αρχή της αναλογικότητας, ενώ παράλληλα προβλέπεται καταβολή με δόσεις σύμφωνα με την παράγραφο 2 μέχρι και τρία έτη.
Εξαιρουμένου του γεγονότος ότι ο θεσμός από την φύση του γελοιοποιεί το Ποινικό Δίκαιο (σημειωτέον ότι δεν υπάρχει πουθενά στην Ευρώπη), καθώς δεν νοείται να αγοράζεται η αποδιδόμενη μομφή της Πολιτείας για προσβολή θεμελιακών εννόμων αγαθών μιας κοινωνίας με χρήμα, παρουσιάζει και την εξής αδικαιολόγητη συστηματική ασυνέπεια. Όπως προκύπτει σαφώς από την Αιτιολογική έκθεση του ν.5090/2024 —άρα από την ιστορικοβουλητική ερμηνεία— το ανώτατο όριο των δύο ετών λογίζεται επί συνολικής ποινής με κριτήριο την ποινή βάση και όχι τη συνολική ποινή ως ενιαίο όλον, μιας και το άρθρο 2 παρ. 4 του νόμου 1240/1982 δεν καταργήθηκε πότε απλά έμεινε ανενεργό λόγω της κατάργησης του θεσμού το 2019 και νεκραναστήθηκε την 1η Μαϊου του 2024. Αντίθετα στην αναστολή κατά την απολύτως κρατούσα και ορθή γνώμη το κριτήριο είναι πάντα η συνολική ποινή ως προς την χορήγηση της ή όχι.
Έτσι, αν ο Α καταδικασθεί σε ποινή 4 ετών (συνολική ποινή λόγω αληθούς και πραγματικής συρροής κατά το 94 παρ. 1 ΠΚ) με επιμέρους ποινές, 1 έτος για το Χ και από 6 μήνες για τα υπόλοιπα αδικήματα, αναστολή ΔΕΝ παίρνει καθώς το σύνολο της ποινής είναι 4 έτη και άρα υπερβαίνει τις επιταγές του 99 παρ. 1 ΠΚ, αλλά εξαγορά ΠΑΙΡΝΕΙ, επειδή η ποινή–βάση είναι μικρότερη των δύο ετών, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε χρήμα η ποινή των τεσσάρων ετών. Κατά την άποψη μου, αυτή η νομοθετική επιλογή παραβιάζει προδήλως τη συστηματική συνέπεια των θεσμών του ποινικού δικαίου και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Απαιτείται νομοθετική επέμβαση είτε προς τη μία, είτε προς την άλλη κατεύθυνση που όμως εξισώνει σε ένα επίπεδο το σύστημα της ελαστικότητας των ποινών.
Τέλος, η κοινωφελής εργασία επανέρχεται στο προσκήνιο μετά από χρόνια αναστολή και αφορά ποινές κατά το 104Α ΠΚ μέχρι δύο πια έτη με απαιτητή τη συναίνεση του καταδίκου.
Η Ιεράρχηση των εναλλακτικών μορφών έκτισης αποτέλεσε επίσης ένα δυσχερές ζήτημα. Σε πια σχέση επικουρικότητας τελούν οι ανωτέρω θεσμοί; Η γραμματική διατύπωση των διατάξεων προκαλεί επιεικώς σύγχυση, αν όχι απόλυτη αντίφαση. Ο νομοθέτης καλείται τουλάχιστον να μάθει να γράφει αυτό που θέλει , διότι αν κανείς διαβάσει τις διατάξεις αμφιβάλλω αν καταλάβει τι προηγείται ποιου.
Έτσι λοιπόν, όπως υποστηρίχθηκε ορθά, η ιεράρχηση προκύπτει από μια συνολική αποτίμηση των διατάξεων (μεμονωμένα άκρη δεν βγαίνει). Προκύπτει κατά αυτόν τον τρόπο ότι σε πρώτο επίπεδο ερευνάται η εν όλω αναστολή του 99 παρ. 1. Έπεται η κοινωφελής εργασία του 104Α ΠΚ. Ακολουθεί η εξαγορά του 80Α ΠΚ. Και τέλος η μερική αναστολή του 99 παρ. 5 και η μερική έκτιση του 99 παρ. 6 ΠΚ. Θεωρώ πως αυτή η κατηγοριοποίηση ανταποκρίνεται με τον προσήκοντα τρόπο στο δυσβάσταχτο πέλαγος των αλλαγών του συστήματος των ποινικών κυρώσεων.
Συμπερασματικά, ο νόμος 5090/2024 προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στους θεσμούς της ελαστικότητας. Έρχεται σε προφανή αντίθεση με τις επιταγές της αναλογικότητας και παρουσιάζει πρόδηλη συστηματική ασυνέπεια. Μια νέα παρέμβαση του νομοθέτη δεν είναι λοιπόν απλά απαιτητή, αλλά επιτακτέα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νικόλαος Δ. Βασιλειάδης, Ποινική Δικαιοσύνη, 4/2024 σελ. 409-412.
- Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινική Δικαιοσύνη, 2/2024 σελ. 109-110.