12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ επικείμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ και το «αίνιγμα» των μισθολογικών αυξήσεων

Η επικείμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ και το «αίνιγμα» των μισθολογικών αυξήσεων


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Οι μακροοικονομικές συνθήκες στην οικονομία της Ευρωζώνης την τρέχουσα περίοδο δείχνουν αρκετές ευνοϊκές για να πραγματοποιηθούν περικοπές στα επιτόκια από την ΕΚΤ, η οποία ήδη ξεκίνησε από τη συνεδρίαση του Ιουνίου, μειώνοντας το επιτόκιο διευκόλυνσης καταθέσεων κατά 25 μονάδες βάσης (είχε φτάσει μέχρι το ιστορικό υψηλό του 4%).

Η ανάπτυξη είναι αναιμική με σοβαρά σημάδια στασιμότητας, ενώ δεν απορρίπτεται και το σενάριο ύφεσης σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι πρόσφατοι φόβοι για πτώση της αμερικανικής οικονομίας. Παράλληλα, ο πληθωρισμός, παρά τα κάποια μικρά σκαμπανεβάσματα που έχει σημειώσει τους τελευταίους μήνες, συγκλίνει όλο και περισσότερο στον στόχο του 2%, όπου και φαίνεται πως θα σταθεροποιηθεί. Η όποια ανησυχία βρίσκεται στις τιμές στον τομέα των υπηρεσιών, όπου ρυθμός αύξησης των τιμών παρουσιάζει πιο ανελαστικός και η μη αποκλιμάκωσή του μπορεί να κριθεί μοιραία για το γενικό επίπεδο τιμών. Παράλληλα, τα βλέμματα βρίσκονται και στον ρυθμό αύξησης των μισθών, που άμεσα και έμμεσα ανατροφοδοτούν τον πληθωρισμό, ιδίως στον κλάδο των υπηρεσιών.

Σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες τους κόσμου, ωστόσο, η ζώνη του ευρώ χαρακτηρίζεται από έντονη ετερογένεια, με την κάθε εθνική οικονομία να επηρεάζει διαφορετικά το σύνολό της, αλλά και σε διαφορετικό βαθμό. Προφανώς, οι οικονομολόγοι και οι αναλυτές εστιάζουν περισσότεροι στις χώρες του πυρήνα (Γερμανία και Γαλλία), καθώς και στις μεγάλες αγορές της περιφέρειας, όπως της Ιταλίας και της Ισπανίας. Ωστόσο, τον καθοριστικότερο ρόλο τον έχει η Γερμανία, γεγονός καθόλου τυχαία αν αναλογιστεί κανείς και την επιρροή της στο ΔΣ της ΕΚΤ. Η οικονομική της αδυναμία αντικατοπτρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις μακροοικονομικές τάσεις της Ευρωζώνης συνολικά, καθώς η Γερμανία από στυλοβάτρια οικονομία έχει γίνει «βαρίδι», λόγω της έλλειψης επενδύσεων, ιδίως σε υποδομές, αλλά και λόγω της «χλιαρής» πολιτικής της ηγεσίας, η οποία έχει αποδειχθεί λειψή απέναντι στο οικονομικό της εκτόπισα στη Γηραιά Ήπειρο, αλλά και παγκοσμίως.

Βάσει, λοιπόν, των προαναφερθέντων, ο πληθωρισμός και οι μακροοικονομικοί παράγοντες που τον επηρεάζουν άμεσα στη γερμανική οικονομία παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ώστε να αποσαφηνίσουμε την πολιτική της ΕΚΤ το επόμενο διάστημα. Οι φόβοι, για παράδειγμα, που αναφέρονται συχνά για τον ρυθμό αύξησης των μισθών, πηγάζει κυρίως από τη γερμανική αγορά εργασίας και πολύ λιγότερο από τις υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης. Οι μισθοί στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης παρουσιάζουν τη δεδομένη περίοδο τον μεγαλύτερο ρυθμό ανόδου από την αρχή της χιλιετίας μέχρι σήμερα, γεγονός που όπως είναι λογικό ανησυχεί αρκετούς οικονομολόγους σχετικά με την αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου (οι αγορές τιμολογούν πιθανότητες άνω του 90% για εκ νέου μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τον επόμενο μήνα). Οι διαπραγματευόμενοι μισθοί στη Γερμανία αναμένεται να αυξηθούν κατά 5,6% το 2024, με βάση τις συμφωνίες μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την Τρίτη από το WSI. Η αύξηση των μισθών, σε πραγματικούς όρους, θα είναι η ταχύτερη από το 2000. Συγχρόνως, η αγορά εργασίας παραμένει στενή (κοντά στην πλήρη απασχόληση, δηλαδή η ανεργία βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτό δείχνει πως υπάρχει ζήτηση για εργαζομένους, που μεταφράζεται σε ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύς των εργαζομένων. Μάλιστα, το πιο ισχυρό συνδικάτο της Γερμανίας, το IG Metall, θα ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο τη μάχη του για αύξηση μισθού 7% για 3,9 εκατομμύρια εργαζόμενους στη βιομηχανία μετάλλου και ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας.

Πηγή εικόνας: wirestock / Freepik

Παραδόξως, όμως, η στάση της ΕΚΤ είναι ψύχραιμη απέναντι σε αυτά τα δεδομένα, σε αντίθεση με τους πιο απαισιόδοξους αναλυτές. Η ηρεμία της ΕΚΤ ενόψει των υψηλότερων μισθολογικών πιέσεων προέρχεται από την πεποίθηση ότι οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να «προλαβαίνουν» αφού η αγοραστική τους δύναμη διαβρώθηκε από τον πληθωρισμό. Ακόμη και με τη φετινή αύξηση των μισθών κατά 5,6%, μόνο οι μισές απώλειες των Γερμανών εργαζομένων μεταξύ 2021 και 2023 έχουν αντισταθμιστεί. Ουσιαστικά, ακόμη οι καταναλωτές στη Γερμανία (πόσο μάλλον σε άλλες χώρες του ευρώ) καλύπτουν ακόμη τη χαμένη αγοραστική δύναμη των προηγούμενων τριών ετών. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη είναι στάσιμη, παράγοντας που, ουσιαστικά, θα πιέσει τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, από όπου προερχόταν μεγάλο μέρος των αυξήσεων στις τιμές (greedflation), όπως έχει αποδειχθεί από έρευνες. Η Πρόεδρος της ΕΚΤ τόνισε ότι, μετά την άνοδο κατά 4,8% φέτος, οι μισθολογικές συμφωνίες είναι πιθανό να είναι χαμηλότερες το 2025 και «ακόμα περισσότερο» το επόμενο έτος.

Βέβαια, στα μέλη του ΔΣ της ΕΚΤ υπάρχουν και τα πιο σκληρά «γεράκια» που θα πιέσουν για πιο συντηρητικές κινήσεις, όπως ο Robert Holzmann, ο οποίος είναι Eπικεφαλής της εθνικής Κεντρικής Τράπεζας της Αυστρίας. Να υπενθυμίσουμε πως στη συνεδρίαση του Ιουνίου, κατά την οποία αποφασίστηκε το επιτόκιο διευκόλυνσης καταθέσεων να μειωθεί από το ιστορικό υψηλό 4% στο 3,75%, ήταν το μόνο μέλος που ήταν κατά της περικοπής, υποστηρίζοντας ότι η αύξηση του κόστους εργασίας στην Ευρωζώνη θα επιβάρυνε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Στον αντίποδα, οι πιο αισιόδοξοι, όπως η Isabella Weber, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης Amherst, επισημαίνουν τον προσωρινό χαρακτήρα του πληθωρισμού — και την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας της Ευρωζώνης — για να τονίσουν ότι ο κίνδυνος να επαναληφθεί η ιστορία σήμερα είναι χαμηλός. Τέσσερα χρόνια μετά, τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας έχουν εξαλειφθεί και οι τιμές της ενέργειας έχουν πέσει. Η ζήτηση δεν είναι πλέον ισχυρή.

Συμπερασματικά, η κατάσταση είναι ακόμη «θολή». Από τη μία, οι μακροοικονομικές συνθήκες ωθούν σε σταδιακή «χαλάρωση» της νομισματικής πολιτικής, από την άλλη όμως, η αγορά συνεχίζει να έχει υψηλά επίπεδα ρευστότητας και αν οι συνθήκες είναι ξανά ευνοϊκές, θα μπορούσε να υπάρξει ανάφλεξη του πληθωρισμού.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης
Κωνσταντίνος Γκότσης
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.