17.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ κατάργηση της δίκης στις διαφορές ουσίας λόγω εκλείψεως του αντικειμένου της...

Η κατάργηση της δίκης στις διαφορές ουσίας λόγω εκλείψεως του αντικειμένου της διαφοράς βάσει της απόφασης ΣτΕ 625/2022


Της Βασιλικής Φώτη,

Το βασικό πλεονέκτημα της απόφασης ΣτΕ 625/2022 έγκειται στην ερμηνεία του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας για την κατάργηση της δίκης ουσίας. Στην υπό κρίση υπόθεση, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) εξέδωσε την υπ’ αριθμόν απόφαση 196/2014 της «Έγκριση του ετήσιου κόστους και των χρεώσεων χρήσης 2014 για το Ελληνικό Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ)». Πρόκειται για μια ατομική διοικητική πράξη καθόσον με αυτήν η ΡΑΕ προβαίνει στην έγκριση αφ’ ενός μεν του ετήσιου κόστους, αφ’ ετέρου δε των χρεώσεων χρήσης του έτους 2014 για το Ελληνικό Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ) κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4001/2011 και ιδίως των άρθρων 15, 122, 123, 125, 127, 128 και 140 αυτού. Δεδομένου ότι η ατομική αυτή πράξη δεν αφορά την χορήγηση, ή άρνηση χορήγησης ή τροποποίηση ή ανάκληση διοικητικής αδείας, προσβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 33 του Ν. 4001/2011, με προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Στην υπό εξέταση υπόθεση, η πράξη της ΡΑΕ προσεβλήθη με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, με την απόφαση ΣτΕ 1794/2015 παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του ΔΕφΑθ, για να εκδικαστεί ως προσφυγή ουσίας. Το ΔΕφΑΘ, με την απόφαση 2866/2017, έκανε δεκτή την προσφυγή και προέβη σε ακύρωση της επίμαχης πράξης, κρίνοντας ότι η δαπάνη που δεν αναγνωρίσθηκε με αυτήν αφορά την κάλυψη του κόστους για την παροχή από τη Δ.Ε.Η. Α.Ε. ηλεκτρικής ενέργειας στους υπαλλήλους του Διαχειριστή βάσει μειωμένου τιμολογίου.

Στο πλαίσιο της αναίρεσης κατά της παραπάνω απόφασης, προβάλλεται από την ΡΑΕ ότι έχει παύσει η ισχύς της προσβληθείσας 196/2014 απόφασής της, με την οποία εγκρίθηκαν το ετήσιο κόστος και οι αντίστοιχες χρεώσεις χρήσεως του ΕΔΔΗΕ για το έτος 2014 και ότι εκδόθηκαν παρόμοιες πράξεις με το συναφές αντικείμενο (έγκριση του ετήσιου κόστους για το ΕΔΔΗΕ) κάθε επόμενο έτος. Αφού πρόκειται για δίκη ουσίας, λαμβάνει εφαρμογή το άρθρο 142 του ΚΔΔ.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση από καμία διάταξη του εν λόγω Κώδικα δεν προβλέπεται ρητά η δυνατότητα συνέχισης της δίκης. Επομένως, με βάση τη διάταξη αυτή, το Διοικητικό Εφετείο όφειλε να προχωρήσει σε κατάργηση της δίκης. Με βάση πάγια νομολογία του ΣτΕ, «σε περίπτωση εκλείψεως του αντικειμένου της (ουσιαστικής) δίκης, δυνατότητα συνεχίσεώς της ουδόλως αναγνωρίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας».

Σε αντίθεση με το άρθρο 142 ΚΔΔ που ρυθμίζει την κατάργηση της δίκης στις ουσιαστικές διαφορές και δεν προβλέπει δυνατότητα συνέχισης της δίκης, το άρθρο 32 του ΠΔ 18/1989 περιέχει ρητή διάταξη περί ιδιαίτερου συμφέροντος για τη συνέχιση της ακυρωτικής δίκης. Εν προκειμένω, η αντίθεση των δύο νόμων είναι προφανής και δεδομένου ότι ο ΚΔΔ είναι μεταγενέστερος, στόχος του νομοθέτη ήταν η διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με τις ακυρωτικές δίκες.

Επομένως, ενώ στην ακυρωτική δίκη ο αιτών έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει τη δίκη και σε περίπτωση που παύσει να υφίσταται η προσβαλλόμενη πράξη κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, εφόσον αποδείξει την ύπαρξη ιδιαίτερου έννομου συμφέροντος για τη συνέχιση, στη δίκη ουσίας ο νομοθέτης εν επιγνώσει δεν αναγνωρίζει τη σχετική δυνατότητα, αφιστάμενος της προγενέστερης ρύθμισης του εν λόγω ζητήματος. Δεν υπάρχει πρόνοια αντίστοιχη προς αυτή της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989, κάτι που το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει στη σχετική νομολογία του.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: turek90

Ωστόσο, η διαφορετική προσέγγιση των δύο δικονομικών νομοθετημάτων δεν δικαιολογείται από τη διαφορετική φύση των ακυρωτικών και των ουσιαστικών διαφορών, λαμβανομένης, ιδίως, υπόψη της τάσης νομοθετικής μετατροπής των ακυρωτικών διαφορών σε διαφορές ουσίας, όπως άλλωστε συνέβη εν προκειμένω. Η προηγούμενη διαπίστωση του ΣτΕ ότι «αν, πριν από το πέρας της τελευταίας συζητήσεως, εκλείψει το αντικείμενο της δίκης, … από καμμία διάταξη του … Κώδικος δεν προβλέπεται δυνατότητα συνεχίσεως της δίκης» είναι μη ορθή. 

Για παράδειγμα, σε υποθέσεις που αφορούν αφαίρεση επαγγελματικής άδειας οδήγησης για μερικούς μήνες ή προσωρινό κλείσιμο καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, η προσφυγή ουσίας εκδικάζεται μετά την πάροδο του χρόνου ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, με συνέπεια η δίκη να καταργείται και ο δικαστής να μη μπορεί να τη συνεχίσει, παρόλο που θεωρεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις (ιδιαίτερο έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος). Ούτε είναι βέβαιο ότι λύση αντίστοιχη με την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989 θα έδινε η αίτηση αναστολής ή η αίτηση προτίμησης.

Η απόφαση ΣτΕ 625/2022 αποτελεί σταθμό στην αλλαγή της στάσης της νομολογίας ως προς την ερμηνεία του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ΣτΕ τονίζει πως η διαφορά βρίσκεται εντός του πεδίου εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Ειδικότερα, αφορά τα ένδικα βοηθήματα και μέσα κατά των αποφάσεων της ΡΑΕ, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 33 του Ν. 4001/2011 και θέτουν σε εφαρμογή το άρθρο 37 παρ. 17 της Οδηγίας 2009/72, κατά την οποία επιβάλλεται στα κράτη μέλη η υποχρέωση να εξασφαλίζουν την ύπαρξη κατάλληλων μηχανισμών δικαστικής προστασίας για την αμφισβήτηση των αποφάσεων των ρυθμιστικών αρχών στον τομέα της ενέργειας.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο προχωρά στην εξέταση της κατάργησης της δίκης υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 20 του Συντάγματος. Δέχεται ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας προϋποθέτει δικονομικό μηχανισμό, ο οποίος κατοχυρώνει τόσο το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο όσο και το δικαίωμα δικαστικής επίλυσης της διαφοράς από δικαστήριο που διαθέτει τη δυνατότητα να εξετάσει όλα τα σχετικά πραγματικά και νομικά ζητήματα.

Πράγματι, «δικαστική κρίση» σημαίνει ουσιαστική εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, άλλως υπάρχει κατά βάση αρνησιδικία. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας διασφαλίζει τη δικαστική επίλυση γνήσιων διαφορών και όχι την έκδοση δικαστικής απόφασης με αμιγώς γνωμοδοτικό χαρακτήρα ή χωρίς καμία εν γένει επιρροή σε έννομες σχέσεις ή καταστάσεις.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: smuldur

Εν προκειμένω, το δικαστήριο διακρίνει μεταξύ των δύο περιπτώσεων κατάργησης της δίκης ελλείψει αντικειμένου που προβλέπει το άρθρο 32 του ΠΔ 18/1989 για τις ακυρωτικές διαφορές. Υπογραμμίζει ότι έγκειται στην ίδια την φύση των διοικητικών πράξεων να καταλείπουν διοικητικής φύσης συνέπειες και μετά την τυπική παύση ισχύος τους, δυσμενείς για τους προσφεύγοντες διαδίκους, οπότε η αυτόματη κατάργηση της δίκης στην περίπτωση αυτή θα ισοδυναμούσε με αρνησιδικία και θα συνιστούσε κατάφωρη προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 47 του Χάρτη όσο και των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Τη δικονομική μεταχείριση αυτών ακριβώς των «καταλοίπων» της διοικητικής πράξης, της οποίας η ισχύς έπαυσε κατά την εκκρεμοδικία, ρύθμισε ο νομοθέτης του ΠΔ 18/1989 στο άρθρο 32 παρ. 2.

Το Δικαστήριο με την απόφαση αυτή – σταθμό δέχεται ότι η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 142 παρ. 1 στοιχείο α΄ του ΚΔΔ, που προβλέπει την κατάργηση της δίκης λόγω έκλειψης του αντικειμένου της σε περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, θα συνιστούσε προσβολή του πυρήνα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 47 του Χάρτη, όσο και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Χρησιμοποιεί, λοιπόν, τη δικονομική αρχή που εντόπισε σε προηγούμενη σκέψη του, για να ερμηνεύσει με διασταλτικό τρόπο την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 142 ΚΔΔ, με την έννοια ότι αυτή δίνει τη δυνατότητα στον προσφεύγοντα διάδικο να επικαλεσθεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που επιτρέπει τη συνέχιση της δίκης, στην περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ευγενία Πρεβεδούρου, Η κατάργηση της δίκης στις διαφορές ουσίας, ο δικαιοπλαστικός ρόλος του δικαστή ή «le juge nest pas législateur» (με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 625/2022). eprevedourou.gr. Διαθέσιμο εδώ.
  • Πάνος Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Φώτη
Βασιλική Φώτη
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Κατερίνη. Είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Από το πρώτο μέχρι και το τρίτο έτος των σπουδών της εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο της Θεσσαλονίκης, το οποίο εξειδικευόταν σε ζητήματα του εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου. Η αρθρογραφία, τα λογοτεχνικά βιβλία, το θέατρο και η άθληση συγκαταλέγονται μεταξύ των ενδιαφερόντων της. Διαθέτει άριστη γνώση της αγγλικής και καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας.