Της Όλγας Συμεωνίδου,
Οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο στη σύγχρονη οικονομική ζωή με την συνεχή ανάπτυξη του εμπορίου σε παγκόσμια κλίμακα. Αποτελούν προδιατυπωμένους όρους που εισάγονται σε συμβάσεις με στόχο να διευκολύνουν τη διαδικασία σύναψής τους και να διασφαλίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Ωστόσο, η εκτενής χρήση των ΓΟΣ έχει δημιουργήσει ανησυχίες σχετικά με την καταχρηστικότητα αυτών των όρων, ιδίως όταν αυτοί είναι προσανατολισμένοι προς το συμφέρον της μιας πλευράς, συνήθως της επιχείρησης, εις βάρος του καταναλωτή. Τι σημαίνει αυτό;
Οι ΓΟΣ είναι προσυμφωνημένοι όροι που εφαρμόζονται σε μια ευρεία γκάμα συναλλαγών, όπως συμβόλαια παροχής υπηρεσιών, αγορές προϊόντων ή χρηματοοικονομικές συμφωνίες. Ο στόχος τους είναι να τυποποιήσουν τη διαδικασία της σύμβασης, μειώνοντας το κόστος και το χρόνο που απαιτείται για τη διαπραγμάτευση. Ωστόσο, λόγω της τυποποίησής τους, οι ΓΟΣ είναι συχνά μη διαπραγματεύσιμοι, αφήνοντας τον καταναλωτή σε μια θέση αδυναμίας, αφού δεν έχει τη δυνατότητα να τους τροποποιήσει ή να τους απορρίψει. Και έτσι οδηγούμαστε στο ερώτημα: τι είναι η καταχρηστικότητα;
Η καταχρηστικότητα αναφέρεται στη νομική έννοια που αφορά όρους ή συμπεριφορές που παραβιάζουν την αρχή της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, δημιουργώντας μια ουσιώδη ανισορροπία στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών. Στο πλαίσιο των Γενικών Όρων Συναλλαγών, ένας όρος θεωρείται καταχρηστικός όταν είναι μονομερώς επαχθής, δηλαδή όταν ευνοεί σημαντικά το ένα μέρος (συνήθως τον προμηθευτή ή την επιχείρηση) εις βάρος του άλλου μέρους (συνήθως του καταναλωτή), χωρίς να έχει δοθεί στο τελευταίο μέρος η ευκαιρία να διαπραγματευτεί.
Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο και την ευρωπαϊκή νομοθεσία, η καταχρηστικότητα προσδιορίζεται κυρίως από την ύπαρξη ουσιώδους ανισορροπίας στις υποχρεώσεις των μερών που προκύπτουν από τη σύμβαση. Στο ελληνικό δίκαιο, ειδικότερα, το άρθρο 2 του Ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών, το οποίο ενσωματώνει την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, ορίζει ότι ένας όρος είναι καταχρηστικός όταν δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και δημιουργεί μια σημαντική ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή.
Επιπλέον, για να χαρακτηριστεί ένας όρος ως καταχρηστικός, εξετάζεται αν παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, δηλαδή αν είναι ασαφής ή παραπλανητικός για τον καταναλωτή, με αποτέλεσμα αυτός να μην είναι σε θέση να κατανοήσει πλήρως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Ένας όρος μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί καταχρηστικός αν επιβάλλει υπερβολικές χρεώσεις ή ποινές, περιορίζει μονομερώς την ευθύνη της επιχείρησης, ή επιτρέπει στον προμηθευτή να τροποποιεί τη σύμβαση χωρίς την έγκριση του καταναλωτή.
Πώς εντάσσονται όμως οι ΓΟΣ στις συμβάσεις και πως φτάνουμε στην καταχρηστικότητα;
Στο ελληνικό δίκαιο η αρχή αυτή κατοχυρώνεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 5 του Συντάγματος και προσδιορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 361 του Αστικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι: «Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά». Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής, οι συμβαλλόμενοι είναι ελεύθεροι να προβούν αφενός μεν στην κατάρτιση ή μη μιας σύμβασης και αφετέρου στον καθορισμό του περιεχομένου της, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν αντίκειται σε κανόνες δημόσιας τάξης (άρθρα 3, 174 ΑΚ) ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 158, 179 ιδίου κώδικα).
Κατά το στάδιο ελέγχου εντάξεως των ΓΟΣ στη σύμβαση κρίσιμο στοιχείο είναι αυτό της διαπίστωσης μιας ιδιαίτερης συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών περί εντάξεως των γενικών όρων στην μεταξύ τους σύμβαση. Εδώ, όμως, συναντάμε μια ιδιαιτερότητα, δεν υπάρχει η ευκαιρία διαπραγμάτευσης του όρου (ΓΟΣ), η συμφωνία αφορά απλώς την σύμφωνη γνώμη του πελάτη για την διαμόρφωση του όρου από τον αντισυμβαλλόμενο.
Ποιο είναι το προβλεπόμενο νομοθετικό πλαίσιο;
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η καταχρηστικότητα των ΓΟΣ ρυθμίζεται από την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τους καταχρηστικούς όρους στις συμβάσεις με καταναλωτές. Σύμφωνα με την Οδηγία, ένας όρος θεωρείται καταχρηστικός όταν δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και δημιουργεί σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών. Το ελληνικό δίκαιο, συγκεκριμένα το άρθρο 2 του Ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών, έχει ενσωματώσει τις προβλέψεις της Οδηγίας αυτής. Πιο συγκεκριμένα έχει κατασκευάσει ο έλληνας νομοθέτης με βάση την οδηγία αυτή κάποιες προϋποθέσεις που αφορούν την αναγωγή των όρων σε σύμβαση, αν δεν πληρούνται αυτές πολύ απλά οι ΓΟΣ δεν αναπτύσσουν καμία απολύτως ισχύ και κατ΄ επέκταση δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή. Οι προϋποθέσεις είναι οι εξής:
- επισήμανση προς τον καταναλωτή κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης ότι η τελευταία θα καταρτισθεί υπό τους προτεινόμενους όρους,
- έλλειψη υπαίτιας άγνοιας του καταναλωτή,
- εξασφάλιση δυνατότητας πραγματικής γνώσης του περιεχομένου των ΓΟΣ από την πλευρά του προμηθευτή.
- Τέταρτη και τελευταία αναγκαία προϋπόθεση, που δεν αναφέρεται στο κείμενο του νόμου ρητά, αποτελεί η συγκατάθεση του αντισυμβαλλόμενου, η οποία κατά περιστάσεις μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή.
Συνέπειες και Προστασία
Η ύπαρξη καταχρηστικών ΓΟΣ μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές νομικές συνέπειες για τις επιχειρήσεις. Οι καταχρηστικοί όροι θεωρούνται άκυροι και δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, ενώ οι επιχειρήσεις μπορεί να υποχρεωθούν να αποζημιώσουν τον καταναλωτή για τυχόν ζημίες που προέκυψαν από την εφαρμογή τους. Επιπλέον, οι καταναλωτές έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν στη δικαιοσύνη ή να καταγγείλουν τους όρους στις αρμόδιες αρχές, όπως οι ενώσεις καταναλωτών ή η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή.
Η προστασία του καταναλωτή και ο νομικός τρόπος να επιτευχθεί αυτή αποτελεί αντικείμενο διαρκούς εξέλιξης τόσο σε εγχώριο επίπεδο όσο και σε ευρωπαϊκό-κοινοτικό. Είναι απαραίτητο να υπάρχει συνεχής έλεγχος και αξιολόγηση των ΓΟΣ για να διασφαλίζεται ότι δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα των καταναλωτών και δεν οδηγούν σε ανισορροπίες που πλήττουν την αρχή της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Η νομοθετική ρύθμιση των καταχρηστικών ΓΟΣ ενισχύει την ιδιωτική αυτονομία και την κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς να καταργεί την ιδιωτική αυτονομία, ενώ παράλληλα καλύπτει κενά και ενισχύει την προστασία του κοινωνικά ασθενέστερου μέρους. Ωστόσο, απαιτείται προσεκτική εφαρμογή και ερμηνεία των σχετικών ρυθμίσεων ώστε να αποφεύγονται οι υπερβολές και να διατηρείται η ισορροπία στις συναλλαγές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Σπύρος Σκιαδόπουλος, Ο έλεγχος καταχρηστικότητας των Γενικών Όρων Συναλλαγής (ΓΟΣ) σε βάρος του επενδυτή, analuseto.gr. Διαθέσιμο εδώ.
- Σταματία Στεφάνου, Καταχρηστικότητα Γενικών Όρων Συναλλαγών, pergamos.lib.uoa.gr, Διπλωματική Εργασία. Διαθέσιμη εδώ.