15.4 C
Athens
Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΕξερευνώντας τα εκλογικά συστήματα: Τα πλειοψηφικά

Εξερευνώντας τα εκλογικά συστήματα: Τα πλειοψηφικά


Του Μάνου Πατρινιού,

Μετά από ένα ολιγόμηνο διάλειμμα από το εισαγωγικό μέρος της σειράς αυτής (διαβάστε εδώ), το δεύτερο μέρος είναι πραγματικότητα! Στο παρόν άρθρο, όπως φανερώνει και ο τίτλος, θα ασχοληθούμε συγκεκριμένα με τα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα. Ας ξεκινήσουμε την ανάλυση χωρίς καθυστέρηση.

Καταρχάς, τι εννοούμε πλειοψηφικά; Δεν είναι όλα τα εκλογικά συστήματα πλειοψηφικά; Δεν ενδιαφέρονται όλα για τη βούληση της πλειοψηφίας; Σίγουρα, τα εκλογικά συστήματα στις Φιλελεύθερες Δημοκρατίες έχουν ως θεμελιώδη αρχή αυτήν της πλειοψηφίας, δηλαδή όποιος συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους κερδίζει. Αυτή είναι η βασικότερη αρχή των Δημοκρατιών. Όμως, σπάνια χρειάζεται να ερμηνευτεί τόσο stricto sensu, ώστε μόνο η οριακή πλειοψηφία να επικρατεί κι όλοι οι άλλοι να είναι χαμένοι.

Η αυστηρή ερμηνεία είναι απαραίτητη μόνο όταν το διακύβευμα είναι τέτοιο, ώστε μία μόνο θέση ή ένας μόνο υποψήφιος να είναι δυνατόν να επικρατεί. Τέτοια παραδείγματα είναι η περίπτωση εκλογής μονοπρόσωπων κρατικών οργάνων, δηλαδή Προέδρου, Πρωθυπουργού, Περιφερειαρχών, Δημάρχων, Κυβερνητών (σε ομοσπονδιακά κράτη) κ.λπ., ή στην περίπτωση δημοψηφίσματος, στην οποία η απάντηση μπορεί να είναι μόνο ναι ή όχι: δεν γίνεται να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα. Τότε, πράγματι μόνο μία υποψηφιότητα οφείλει να αναδειχθεί επικρατέστερη. Είναι αδύνατο να υπάρχει ένας Πρόεδρος μοιρασμένος σε διάφορα κόμματα ή μία αντιφατική πολιτική και του «ναι» και του «όχι», προερχόμενη από ένα δημοψήφισμα.

Εδώ είναι που μας είναι χρήσιμα τα πλειοψηφικά συστήματα: όταν πρέπει αναγκαστικά να σχηματιστεί μία πλειοψηφία γύρω από μία υποψηφιότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις λέμε πως ισχύει κάτι που οι ABBA μάς είχαν μάθει από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70: the winner takes it all, ο νικητής τα παίρνει όλα.

Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: istockphoto / bizoo_n

Τι γίνεται, όμως, με τον χαμένο; Μία Φιλελεύθερη Δημοκρατία διακρίνεται από μία ατελή Δημοκρατία (μεταξύ άλλων) στον βαθμό που ακούγεται και γίνεται σεβαστή η μειοψηφία: Δημοκρατία δεν είναι η δικτατορία της πλειοψηφίας. Επομένως, πώς μπορεί η μειοψηφία να γίνει, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, σεβαστή;

Η απάντηση βρίσκεται στις δικλείδες που θα επιλέξει ο κοινός νομοθέτης να εφαρμόσει, προκειμένου η αναγκαστική αυτή πλειοψηφία αφενός να σχηματίζεται πραγματικά και αφετέρου να δίνει φωνή στη μειοψηφία. Κοινώς, απαιτώντας αφενός απόλυτη πλειοψηφία (>50%), κι όχι σχετική (υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των υποψηφίων), και αφετέρου εκλογή σε δύο γύρους, κι όχι σε έναν, ή με ιεράρχηση επιλογών, κι όχι κοινή, μονή ψήφο.

Με την πρώτη δικλείδα, εξασφαλίζεται ότι τουλάχιστον το μισό εκλογικό σώμα αποδέχεται την εκάστοτε υποψηφιότητα· αυτό είναι αρκετά απλό. Όπως έχω υποστηρίξει και σε προηγούμενα κείμενα, δεν μπορούμε για χάρη της αποτελεσματικότητας να στερούμε από τη Δημοκρατία όσα την κάνουν πραγματικά ένα συναινετικό πολίτευμα. Ένας υποψήφιος με 32% για παράδειγμα, που μπορεί κάλλιστα να είναι πρώτος μεταξύ πέντε υποψηφίων, δεν διαθέτει την υποστήριξη ούτε του ενός τρίτου. Είναι απαράδεκτο να του απονέμεται ένα δημόσιο αξίωμα, χωρίς τη ρητή και απαρέγκλιτη συναίνεση του εκλογικού σώματος.

Με τη δεύτερη δικλείδα, δίνεται μία δεύτερη ευκαιρία στους υποστηρικτές μίας λιγότερο δημοφιλούς επιλογής να ψηφίσουν ό,τι θεωρούν αμέσως καλύτερο για αυτούς, έχοντας ως δεδομένο ότι η αρχική τους προτίμηση είναι εκτός παιχνιδιού. Με τον τρόπο αυτόν, ενθαρρύνονται οι ψηφοφόροι να πριμοδοτήσουν, αρχικά, όποιον πραγματικά επιθυμούν και θεωρούν καλύτερο και πιο άξιο, διότι γνωρίζουν πως, αν αυτή η επιλογή είναι μειοψηφική, θα έχουν και δεύτερη ευκαιρία να κρίνουν τις υποψηφιότητες και να αποφασίσουν ξανά. Μία δημοκρατική πολιτεία δεν τιμωρεί όσους εκφράζουν ή στηρίζουν με την ψήφο τους λιγότερο δημοφιλείς επιλογές.

Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: istockphoto / teddyandmia

Έτσι, οι ψηφοφόροι στην πρώτη περίπτωση καλούνται δεύτερη φορά στις κάλπες, όπου η ψηφοφορία διεξάγεται μεταξύ των δύο επικρατέστερων υποψηφίων ή όσων συγκέντρωσαν πάνω από κάποιο όριο. Μπορούν, έτσι, να ξαναψηφίσουν, απλώς μεταξύ των περιορισμένων επιλογών του δεύτερου γύρου. Πολλές φορές, μάλιστα, οι ψηφοφόροι αυτοί που αναγκάζονται να επιλέξουν ξανά, ανατρέπουν τη δυναμική των υποψηφίων του πρώτου γύρου. Ας δούμε δύο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις.

Το 2002, στον πρώτο γύρο των Προεδρικών Εκλογών της Γαλλίας, ο εν ενεργεία τότε Πρόεδρος Σιράκ κατέλαβε την πρώτη θέση, συγκεντρώνοντας, όμως, το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό του 19,9% των ψήφων, ενώ στη δεύτερη θέση ήρθε ο ακροδεξιός υποψήφιος Λεπέν με 16,9%. Στον δεύτερο γύρο, όμως, ακόμα και οι δυσαρεστημένοι με την προεδρία του Σιράκ έσπευσαν στις κάλπες και τον υποστήριξαν για να αποτρέψουν η προεδρία να πέσει στα χέρια της Ακροδεξιάς. Κι έτσι, αντί για ένα ντέρμπι –αφού τα ποσοστά τους στον πρώτο γύρο ήταν μόλις τρεις μονάδες μακριά–, ο Σιράκ σάρωσε: συγκέντρωσε 82,2%, ένα πραγματικά αξιοθαύμαστο ποσοστό, έναντι του 17% του αντιπάλου του.

Το 2019, στις Προεδρικές Εκλογές της Λιθουανίας αυτήν τη φορά, στον πρώτο γύρο, πρώτη ήρθε η Σιμονίτε με 31,5%, ενώ δεύτερος με ούτε μία μονάδα διαφορά (31,1%) ήρθε ο Ναουσέντα. Στον δεύτερο γύρο που διεξήχθη μεταξύ τους, ο Ναουσέντα επικράτησε, τελικά, της αντιπάλου του με 66% έναντι 33%, δηλαδή το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου ανετράπη πλήρως.

Είναι εμφανές από τα παραπάνω παραδείγματα ότι η βούληση της μειοψηφίας μπορεί να μεταβάλει τα δεδομένα σε μία εκλογική διαδικασία. Όμως, αν προκρίνουμε την ευκολία μιας τσαπατσούλικης, πρόχειρης και εξαιρετικά σύντομης εκλογικής διαδικασίας ενός γύρου και με νίκη του σχετικώς πλειοψηφούντος, όλα αυτά χάνονται.

Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: istockphoto / richjem

Ας δούμε και την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και σπανιότερη δεύτερη περίπτωση: αυτήν της εναλλακτικής ψήφου. Στο σύστημα αυτό, κάθε ψηφοφόρος δεν επιλέγει έναν μόνο υποψήφιο, αλλά ιεραρχεί με τα δικά του κριτήρια όσους από τους υποψήφιους επιθυμεί. Στην καταμέτρηση, αρχικά αθροίζονται οι πρώτες επιλογές όλων των ψηφοφόρων. Αν υπάρχει υποψήφιος που συγκεντρώνει πάνω από 50%, εκλέγεται. Αν, όμως, δεν συγκεντρώνει κανένας τόσο, τότε η λιγότερο δημοφιλής επιλογή αποκλείεται και οι ψήφοι που συγκέντρωσε ο αποκλεισθείς υποψήφιος διανέμονται στις δεύτερες επιλογές των ψηφοφόρων του. Έπειτα, οι νέες ψήφοι αθροίζονται στο σύνολο των πρώτων επιλογών και αναζητείται πάλι απόλυτη πλειοψηφία. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι ένας υποψήφιος να συγκεντρώνει πάνω από 50%.

Το σύστημα αυτό συναντάται κατά βάση στην Αυστραλία και την Παπούα Νέα Γουινέα. Το σκεπτικό πίσω από αυτό είναι ο υποψήφιος να διαθέτει ευρεία δίκτυα υποστήριξης και ισχυρά ερείσματα σε όλη την κοινωνία, τοπική ή πιο διευρυμένη γεωγραφικά, κι όχι μόνο την υποστήριξη της σχετικής πλειοψηφίας.

Όλα όσα είδαμε ως τώρα για τις διάφορες εκδοχές των πλειοψηφικών συστημάτων είναι χρήσιμα, αλλά μόνο για τις περιπτώσεις που είναι απολύτως αναγκαία. Και είναι πράγματι αναγκαία μόνο όταν η εκλογική διαδικασία πρέπει να παράγει αποκλειστικά έναν νικητή. Πολλές φορές τουναντίον, ιδίως στα νομοθετικά σώματα και στα τοπικά συμβούλια, οι θέσεις που πρέπει να πληρωθούν είναι παραπάνω από μία, επιτρέποντάς μας να επιλέξουμε άλλα εκλογικά συστήματα, πιο συμπεριληπτικά, πιο δημοκρατικά. Έτσι, παρακάμπτουμε μια και καλή τα πολλά εμπόδια που παρουσιάζουν τα πλειοψηφικά συστήματα στην ειλικρινή έκφραση της βούλησης του εκλογικού σώματος, εξαναγκάζοντας τους ψηφοφόρους με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, αργά ή γρήγορα, σε μία δικομματική διαμάχη, παρόλο που οι περισσότεροι απλώς θα ήθελαν πιο αναλογική αντιπροσώπευση, χωρίς να χρειάζεται να συμβιβαστούν με τη λιγότερο κακή επιλογή που υπάρχει για αυτούς. Όσο υπάρχει, λοιπόν, η δυνατότητα για πιο αναλογική αντιπροσώπευση, αυτή και πρέπει να επιλέγεται.

Σε επόμενο μέρος, θα κάνουμε μία αντίστοιχη ενδοσκόπηση στα αναλογικά εκλογικά συστήματα και τις δυνατότητες που παρέχουν στους ψηφοφόρους να εκφράσουν την ειλικρινή τους βούληση.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Hague R., Harrop M., McCormick J., Comparative Government and Politics – An Introduction, Macmillan, Houndmills, Basingstoke, Hampshire, 1992
  • Garner R., Ferdinand P., Lawson S., Introduction to Politics, Oxford University Press, 2009

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μάνος Πατρινιός
Μάνος Πατρινιός
Γεννήθηκε το 2005 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει έκτοτε. Έχει διακριθεί σε πανελλήνιους σχολικούς αγώνες ρητορικής και συμμετάσχει σε Εθνική Διάσκεψη Επιλογής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νέων. Διαθέτει βεβαιώσεις και πτυχία σε ανώτερα θεωρητικά της μουσικής (θεωρία, αρμονία, αντίστιξη, φούγκα). Σπουδάζει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Στον ελεύθερό του χρόνο ενημερώνεται για την επικαιρότητα, διαβάζει βιβλία φιλοσοφίας, ιστορίας, πολιτικής, λογοτεχνικά, και ποίηση, φροντίζει τα φυτά του, και αναζητά την επαφή με τη φύση.